Ποιο εμβόλιο κατά της COVID-19 θα πρέπει να κάνουμε;
Είναι η ερώτηση που απευθύνεται, σχεδόν από όλους, προς τους γιατρούς.
«Όποιο είναι διαθέσιμο όταν θα έρθει η σειρά μας να εμβολιαστούμε» είναι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Όταν πριν από περίπου 1 χρόνο εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο SARS-CoV-2, δεν υπήρχε κανένα εμβόλιο για την πρόληψή του.
Με την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας έχουμε καταφέρει πλέον να έχουμε 2 εγκεκριμένα εμβόλια, ενώ σύντομα αναμένεται να κυκλοφορήσουν 3 ακόμα.
Τα παραπάνω εμβόλια έχουν χρησιμοποιήσει το καθένα διαφορετική προσέγγιση και δεν έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, το μόνο σίγουρο είναι ότι οποιοδήποτε εμβόλιο κάνουμε μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο νόσησης από COVID-19 συγκριτικά με το να μην εμβολιαστούμε καθόλου.
Επιπλέον, τα εμβόλια, ακόμα κι αν τελικά δεν αποτρέψουν εντελώς τη νόσηση, θα περιορίσουν τα συμπτώματα της τελευταίας.
Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι όταν έρθει η ώρα μας να κάνουμε το εμβόλιο θα πρέπει να το κάνουμε άμεσα καθώς όλα τα εμβόλια προσφέρουν οφέλη.
Σήμερα, αρκετοί είναι αυτοί που έχουν εκφράσει ανησυχίες για την ασφάλεια των εμβολίων, ωστόσο όλες οι έρευνες που εξέτασαν τις παραπάνω θεωρίες κατέληξαν ότι είναι αβάσιμες.
Μάλιστα, η ασφάλεια των εμβολίων εξετάστηκε από ανεξάρτητους φορείς πριν την έγκρισή τους.
Ειδικά τα εμβόλια mRNA, για τα οποία αρκετοί υποστηρίζουν ότι αποτελούν νέα προσέγγιση, έχουν εξεταστεί εδώ και περισσότερο από 15 χρόνια.
Επιπλέον, η αποτελεσματικότητά τους ξεπερνά κατά πολύ αυτή που είχε θέσει ως όριο το FDA στην αρχή της πανδημίας, δηλαδή το 50%.
Ήδη έχουν εμβολιαστεί παγκοσμίως πάνω από 20 εκατομμύρια άτομα και κανένας από αυτούς δεν παρουσίασε κάποια μη αναμενόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια.
Περίπου το 25% των ατόμων που κάνουν το εμβόλιο παρουσιάζει ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως πυρετό ή άλγος στο σημείο της έγχυσης.
“Η παρουσία των παραπάνω συμπτωμάτων είναι κάτι θετικό και δεν θα πρέπει να μας ανησυχήσει, καθώς αποτελεί ένδειξη ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ενεργοποιηθεί.
Από τα διαθέσιμα δεδομένα αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι τα εμβόλια της COVID-19 προκαλούν περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από το εμβόλιο της γρίπης, αλλά λιγότερες από το εμβόλιο του έρπητα ζωστήρα“, επισημαίνει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος MD, PHD Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center -Ειδικός Σύμβουλος Παθολόγος Αιγινήτειου Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, ενώ στην συνέχεια αναφέρεται στα εμβόλια.
Το Εμβόλιο της Pfizer
Στις 11 Δεκεμβρίου το FDA έδωσε επείγουσα έγκριση στο εμβόλιο της Pfizer το οποίο έχει ήδη αρχίσει να χορηγείται ευρέως.
Το εμβόλιο αυτό, μπορεί να χορηγηθεί σε άτομα άνω των 16 ετών και έχει αποδειχθεί ότι μετά τη χορήγηση των 2 δόσεων έχει αποτελεσματικότητα 95% στην πρόληψη της σοβαρής COVID-19.
Από τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται ότι το εμβόλιο μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση της πανδημίας.
Από τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται επίσης, ότι τα οφέλη του εμβολιασμού ξεπερνούν κατά πολύ τους κινδύνους, επομένως δεν υπάρχει λόγος να μην κάνουμε το εμβόλιο.
Το Εμβόλιο της Moderna
Μία εβδομάδα αργότερα, το FDA έδωσε επείγουσα έγκριση και στο εμβόλιο της Moderna, το οποίο επίσης χορηγείται σε 2 δόσεις.
Το εμβόλιο αυτό μπορεί να χορηγηθεί σε ενήλικες άνω των 18 ετών και έχει 94% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της COVID-19, όπως έδειξαν οι κλινικές δοκιμές.
Το εμβόλιο της Moderna αποτελεί επίσης εμβόλιο mRNA και δεν περιέχει εξασθενημένους ιούς.
Ένα εμβόλιο που περιέχει εξασθενημένους ιούς θα έπρεπε να εξεταστεί περισσότερο ως προς την ασφάλειά του, ενώ θα ήταν δύσκολο να παραχθεί σε μεγάλες ποσότητες άμεσα.
Αντιθέτως, τα mRNA εμβόλια περιέχουν γενετικό υλικό το οποίο κωδικοποιεί την πληροφορία για την παραγωγή της πρωτεΐνης ακίδας του ιού.
“Μετά τη χορήγηση του εμβολίου, ο οργανισμός παράγει αντίγραφα της πρωτεΐνης, τα οποία δεν προκαλούν νόσηση, αλλά επιτρέπουν στο ανοσοποιητικό σύστημα να εκκινήσει μία ανοσιακή απόκριση η οποία είναι ικανή να προστατεύσει στο ενδεχόμενο μίας μελλοντικής έκθεσης στον SARS-CoV-2“, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Η έρευνα για τα εμβόλια mRNA διεξάγεται εδώ και περισσότερο από 10 χρόνια, ωστόσο η ανάγκη για άμεσο εμβολιασμό του πληθυσμού ώθησε τα εμβόλια σε άμεση κυκλοφορία. Όπως έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα, η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία.
Johnson & Johnson το Επόμενο Εμβόλιο
Στα τέλη του 2020, τρία εμβόλια ήταν ήδη στην 3η φάση των κλινικών δοκιμών, δηλαδή το τελευταίο βήμα πριν την επείγουσα έγκριση από το FDA (AstraZeneca, Johnson & Johnson και Novavax).
Στις 29 Ιανουαρίου, η Johnson & Johnson ανακοίνωσε ότι το εμβόλιό της, το οποίο χορηγείται σε 1 δόση, έχει 72% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της μέτριας ή σοβαρής COVID-19 28 ημέρες μετά τον εμβολιασμό. Ιδιαίτερα στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης, το εμβόλιο είχε 85% αποτελεσματικότητα.
Το εμβόλιο αυτό έχει ορισμένα πλεονεκτήματα σε σχέση με τα εμβόλια που έχουν ήδη εγκριθεί.
Συγκεκριμένα χρειάζεται μόνο 1 δόση, ενώ μπορεί να αποθηκευτεί για μήνες σε ένα τυπικό ψυγείο.
Στις κλινικές δοκιμές του, εξετάστηκε επίσης και στα στελέχη της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και της Νότιας Αφρικής και διαπιστώθηκε ότι έχει ικανοποιητική αποτελεσματικότητα.
Το εμβόλιο της Johnson & Johnson περιέχει γενετικά τροποποιημένους εξασθενημένους αδενοϊούς οι οποίοι μεταφέρουν ένα κομμάτι της γενετικής πληροφορίας του SARS-CoV-2 στον οργανισμό.
Άλλα Εμβόλια
Στις 29 Ιανουαρίου, το εμβόλιο της AstraZeneca άρχισε να χορηγείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως και το εμβόλιο της Johnson & Johnson, αυτό της AstraZeneca περιέχει εξασθενημένους αδενοϊούς με σκοπό να προκαλέσει ανοσιακή απόκριση για την COVID-19.
Στις κλινικές δοκιμές, η χορήγηση 2 δόσεων του εμβολίου της AstraZeneca σε εθελοντές άνω των 18 ετών ήταν ικανή να προστατεύσει από τη σοβαρή νόσηση και τη νοσηλεία για COVID-19.
Η προσέγγιση που χρησιμοποιούν τα εμβόλια της AstraZeneca και της Johnson & Johnson είναι δοκιμασμένη και έχει εφαρμοστεί και σε άλλα εμβόλια τα τελευταία 30-40 χρόνια, όπως για παράδειγμα αυτά του ιού Ebola.
Το εμβόλιο της Novavax δεν έχει εγκριθεί ακόμα στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη, ωστόσο τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών που δημοσιεύτηκαν στις 28 Ιανουαρίου έδειξαν ότι έχει 89% αποτελεσματικότητα και μπορεί να προστατεύσει και από τα νεότερα στελέχη (μεγάλης Βρετανίας και Νότιας Αφρικής).
Η Novavax χρησιμοποιεί νανοσωματίδια για να μεταφέρει τις πρωτεΐνες του ιού στον οργανισμό, ενεργοποιώντας έτσι το ανοσοποιητικό σύστημα.