Του Κώστα Ράπτη
Το εμβολιαστικό πρόγραμμα αστοχεί, ενώ οι νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού (“βρετανική” και “νοτιοαφρικανική”) μεγεθύνουν τη μεταδοτικότητά του. Τα περιοριστικά μέτρα οδεύουν προς παράταση, αν όχι και σκλήρυνση, την ώρα ακριβώς που σε περισσότερα του ενός κράτη-μέλη (τώρα στην Ολλανδία, και προηγουμένως σε Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία) προκαλούν κοινωνικές αντιδράσεις, ακόμη και βίαιες. Η ανάκαμψη μετατίθεται για το μέλλον, με αποτέλεσμα οι προβλέψεις του Ταμείου Ανασυγκρότησης να ξεπερνιούνται από την πραγματικότητα, προτού καν τεθούν σε εφαρμογή. Η Γερμανία εισέρχεται σε μια μακρά προεκλογική περίοδο, ενόψει της αναμέτρησης του Σεπτεμβρίου, ενώ και η Γαλλία θα ακολουθήσει λίγους μήνες μετά. Η Άνγκελα Μέρκελ, που προσωποποίησε μια προηγούμενη εποχή, διανύει τους τελευταίους μήνες της καγκελαρίας της, αλλά νέες ιδέες και νέες ηγετικές μορφές δεν έχουν προβάλει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο. Οι δε κυβερνητικοί συνασπισμοί της Ιταλίας και της Ολλανδίας μόλις κατέρρευσαν.
Ο διευθυντής Ευρώπης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Χανς Κλούγκε, προειδοποιεί ότι “είναι πολύ νωρίς” για τη χαλάρωση των λοκντάουν, αν και αναγνωρίζει ότι οι κοινωνίες βιώνουν “ένταση, άγχος, κούραση και σύγχυση”. Η συνέχιση της περιπέτειας της πανδημίας αφήνει την Ενωμένη Ευρώπη χωρίς θετικό σενάριο για την επόμενη μέρα.
Στον “χειρότερο των κόσμων”
Για την ακρίβεια, η Ε.Ε. βρίσκεται στον “χειρότερο των δυνατών κόσμων”. Μοιράζεται μαζί με τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές κοινωνίες το θλιβερό προνόμιο να υπολείπεται θεαματικά της Κίνας και των λοιπών χωρών της Άπω Ανατολής σε ό,τι αφορά τη χαλιναγώγηση του κορονοϊού, ωστόσο δεν διαθέτει καν τα εργαλεία της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που αναμένεται να εξαπολύσει ο Τζο Μπάιντεν, καθώς στο Βερολίνο και τους συμμάχους του εξακολουθεί να πρυτανεύει η πεποίθηση ότι κάθε παρέκκλιση από τον “κανόνα” οφείλει να παραμείνει αυστηρά οριοθετημένη και ρητά προσωρινή, προκειμένου να αποτραπεί ο “κίνδυνος” της αμοιβαιοποίησης χρέους και της “μεταβιβαστικής ένωσης”. Όμως οι εκθέσεις ΟΟΣΑ και ΔΝΤ υπενθυμίζουν ότι η Ευρωζώνη γνώρισε το 2020 ύφεση της τάξης του 7,6% (έναντι ύφεσης 3,6% στις ΗΠΑ και θετικού ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα) και δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 πριν από το 2022.
Και όλα αυτά, ενώ στο γεωπολιτικό επίπεδο η Ευρώπη μοιάζει περισσότερο εξαρτημένη παρά ποτέ από τις ΗΠΑ, καθώς οι διακηρύξεις περί “στρατηγικής αυτονομίας” εξαντλούνται στην ανακούφιση για την απομάκρυνση του Ντόναλντ Τραμπ (όχι όμως και όλης της διεθνοπολιτικής κληρονομιάς του), καθώς και σε αντιφατικές και ασαφείς χειρονομίες προς τον έτερο πόλο των ευρασιατικών δυνάμεων, δηλ. της Κίνας και της Ρωσίας, ή σε αυτο-υποτιμητικές υποκλίσεις στην Τουρκία του Ερντογάν.
Υπαρξιακό ερώτημα
Όμως η κρίση είναι πλέον υπαρξιακή για την ευρωπαϊκή ενοποίηση – διότι το κοινό οικοδόμημα δεν έχει την πολυτέλεια να αποδειχθεί ανώφελο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων ζωής και θανάτου που έφερε στην επιφάνεια ο κορονοϊός. Η αποτυχία του εμβολιαστικού προγραμματισμού της Κομισιόν και η κατανοητή σπουδή αρκετών κρατών-μελών, αρχής γενομένης από την ίδια τη Γερμανία, να καταφύγουν σε εθνικές λύσεις, έξω από το κοινό πλαίσιο, για την υγιειονομική θωράκιση του πληθυσμού τους, αποτελεί εκ των πραγμάτων αμφισβήτηση της ενοποιητικής διαδικασίας, μεγαλύτερη από τις διαφωνίες για το μεταναστευτικό, τις δημοσιονομικές παρασπονδίες του ενός ή τις ιδιόμορφες αντιλήψεις του άλλου περί κράτους δικαίου. Η ίδια η χρησιμότητα της κοινής δράσης και της κοινής αγοράς τίθεται εν αμφιβόλω.
Η δε παραδεδομένη σοφία των φεντεραλιστών ότι η Ευρώπη προχωρά χάρη σε κρίσεις που την ωθούν σε περαιτέρω ολοκλήρωση, υπερπηδώντας τις πολιτικές αντιστάσεις, διαψεύδεται τη στιγμή που πληθαίνουν οι καταγγελίες περί “εμβολιαστικού εθνικισμού” και προστατευτισμού. Η ομόθυμη ευρωπαϊκή καταδίκη της πρωτοβουλίας Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δίνει αίφνης τη θέση της σε εξίσου μονομερείς προσπάθειες εξόδου από ένα αδιέξοδο που θα έπρεπε να επιλυθεί με παγκόσμιο συντονισμό.
Ο “πόλεμος” με τη Βρετανία και η γαλλική “ταπείνωση”
Ασφαλώς δεν βοηθά τα πράγματα το γεγονός ότι μέχρις στιγμής έχει εμβολιασθεί μόνο το 2% του πληθυσμού της Ε.Ε., ενώ στη Βρετανία το 11%. Και όμως: οι ιθύνοντες των Βρυξελλών θεώρησαν κατάλληλη τη στιγμή για να επιδοθούν σε blame game με τους Βρετανούς για την αθέτηση των συμφωνημένων εισαγωγών εμβολίων από την εταιρεία Astra Zeneca, της οποίας το εργοστάσιο στο Βέλγιο αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες παραγωγής και περικόπτει τις παραδόσεις κατά 60% δίνοντας προτεραιότητα στις βρετανικές παραγγελίες που είχαν προηγηθεί χρονικά. Όμως μόνο η δημοσιοποίηση της μυστικής συμφωνίας των Βρυξελλών με την AstraZeneca θα μας διαφώτιζε για το πόσο δεσμευτική νομικά ήταν η αρχική συνεννόηση για τους ρυθμούς προμήθειας εμβολίου.
Στνο άμεσο απόηχο της συμφωνίας που μετά κόπων συνάφθηκε για το Brexit, το κλίμα στις ακτές της Μάγχης δηλητηριάστηκε με την αξίωση της Κομισιόν να διοχετευθούν 75 εκατομμύρια δόσεις από τη βρετανική αγορά στην ευρωπαϊκή και με τις εκατέρωθεν απειλές για απαγόρευση εξαγωγών εμβολίων, αλλά και με τις αιχμές για το αν το εμβόλιο της AstraZeneca έχει επαρκώς δοκιμασθεί στους άνω των 65 ετών. Σε περίπτωση, ωστόσο, που η Βρετανία ολοκληρώσει το εμβολιαστικό της πρόγραμμα ενώ ακόμη η Ε.Ε. θα πελαγοδρομεί, το blame game δεν θα έχει νόημα. Μάλιστα, οι Γερμανοί πολίτες θα έχουν ενοχλητικά ερωτήματα για την ανεπαρκή πρόσβασή τους στο εμβόλιο της δικής τους BioNTech (συμπαραγωγό της Pfizer).
Συνέργειες της τελευταίας στιγμής
Η Ιταλία, πάλι, ζήτησε από την Κομισιόν να αναλάβει δράση κατά της Pfizer για τις περικοπές στις παραδόσεις εμβολίων, καθώς η αμερικανική εταιρεία ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι επιβραδύνει προσωρινά τον εφοδιασμό προς την Ευρώπη για να πραγματοποιήσει εργασίες στο εργοστάσιό της.
Για δεν τη Γαλλία (όπου η υποστήριξη στο λοκντάουν έχει πέσει στο 40%), η όλη υπόθεση αποκτά, όπως σημειώνει το Eurointelligence, διαστάσεις εθνικής ταπείνωσης, καθώς οι προσπάθειες της Sanofi και του Ινστιτούτου Παστέρ να οδηγηθούν στην ανάπτυξη εμβολίου απέτυχαν, ενώ αντίθετα οι αγγλοσαξονικές φαρμακοεταιρείες Moderna και AstraZeneca μεσουρανούν, έχοντας στο πηδάλιό τους… Γάλλους γενικούς διευθυντές.
Συνέργειες της τελευταίας στιγμής, όπως η διάθεση των εργοστασίων της Novartis σε παραγωγούς εμβολίων ή της Sanofi στην BioNTech, αποτελούν την ελπίδα ώστε το ευρωπαϊκό εμβολιαστικό φιάσκο να μην παραταθεί πέραν του ορίου αντοχής των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών.