Του Χρήστου Μαζανίτη
Η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας μόνο κατ’ ευφημισμόν είναι «αμυντική». Για την συγκυβέρνηση Ερντογάν-Μπαχτσελί (του ηγέτη των «Γκρίζων Λύκων»), κάθε επένδυση στην εγχώρια πολεμική βιομηχανία είναι μια καθαρά επιχειρηματική πράξη. Οι Τούρκοι έχουν επενδύσει και συνεχίζουν να επενδύουν τεράστια κεφάλαια στην προμήθεια και παραγωγή όπλων, κεφάλαια τα οποία περιμένουν να λάβουν πίσω στο πολλαπλάσιο, μέσω της επιθετικής χρήσης τους σε βάρος τρίτων. Είτε καταλαμβάνοντας παράνομα τα εδάφη τους (όπως έπραξαν σε Ιράκ και Συρία), είτε εκμεταλλευόμενοι τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους (όπως προσβλέπουν να κάνουν στη Λιβύη), είτε υφαρπάζοντας τα κυριαρχικά τους δικαιώματα (στην περίπτωση των παράνομων γεωτρήσεων εντός της ΑΟΖ της Κύπρου).
Κάθε οπλικό σύστημα στα χέρια του καθεστώτος Ερντογάν είναι ακόμα ένα βέλος στη φαρέτρα της απόλυτα στρατιωτικοποιημένης, επιθετικής και παραβατικής εξωτερικής πολιτικής του. Ένα βέλος στη φαρέτρα του αντιδυτικού τουρκικού ισλαμικού εθνικισμού προορισμένο να καρφωθεί στην καρδιά του διεθνούς δικαίου, της γεωπολιτικής σταθερότητας, της ασφάλειας και της διεθνούς ειρήνης. Ένα βέλος που αν βρει το στόχο του θα φέρει ακόμα μεγαλύτερες εντάσεις, αποσταθεροποίηση, ανασφάλεια, αίμα αθώων… ή και θα τινάξει ακόμα την γεωπολιτική σκακιέρα στον αέρα, προκαλώντας ευρεία πολεμική σύρραξη. Κάτι που δεν φαίνεται να θέλουν να αντιληφθούν οι Γερμανοί, αφού, όπως δήλωσε πριν λίγες μέρες ο Γερμανός Υπ. Εξωτερικών Χάικο Μάας, θεωρούν ότι «δεν θα πρέπει να αφαιρούν από την εξοπλιστική συνεργασία έναν νατοϊκό εταίρο».
Όποιος όμως οπλίζει το χέρι του Ερντογάν, δεν είναι άμοιρος ευθύνης, αντίθετα, καθίσταται ουσιαστικά συνεργός του σε ενδεχόμενο μελλοντικό έγκλημα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το όπλο αυτό, είτε λέγεται γερμανικό υποβρύχιο TYPE214, είτε ιταλικό αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας ATR-72 ASW, πρόκειται να στραφεί κατά κράτους- μέλους μιας Ένωσης που έχει συμφωνήσει και υπογράψει από κοινού ότι «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» (άρθρο 42 παρ. 7 Συνθήκης της Λισαβώνας). Δυστυχώς, κατά ευθεία παράβαση αυτής της συμπεφωνημένης ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής, κάποιες Χώρες μέλη της ΕΕ, επιμένουν να ακονίζουν τα δόντια του επιθετικού και άκρως επικίνδυνου για τη διεθνή ειρήνη τουρκικού «γκρίζου λύκου», αντί να τον ξεδοντιάσουν. Η ευθύνη τους, ηθική, ιστορική, αλλά και νομική ενδεχομένως, όσο συνεχίζουν αυτήν την τακτική, να είναι τεράστια…
Την ίδια στιγμή όμως που κάποιοι εταίροι εντός της ΕΕ απορρίπτουν την ιδέα του ευρωπαϊκού εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, συνεχίζοντας να της πωλούν οπλικά συστήματα και να της παρέχουν σχετική τεχνολογία ή τεχνογνωσία, κάποιες άλλες Χώρες, και μάλιστα διεθνείς υπερδυνάμεις, βάζοντας στην άκρη τις οικονομικές μπίζνες, αποφάσισαν να σταματήσουν να οπλίζουν το χέρι του διεθνούς ταραξία. Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και με αφορμή τη σύρραξη στον Καύκασο, ο Καναδάς αποφάσισε στις αρχές Οκτωβρίου να διακόψει τις εξαγωγές όπλων προς την Τουρκία, αναστέλλοντας τις σχετικές άδειες εξαγωγής μετά τις καταγγελίες ότι καναδική τεχνολογία χρησιμοποιείται από τους Τούρκους στα UAV’s κατά την διάρκεια των συγκρούσεων που λάμβαναν χώρα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ΗΠΑ, που αποφάσισαν να ακυρώσουν ένα deal δισεκατομμυρίων δολαρίων και να μην πωλήσουν τελικά μαχητικά αεροσκάφη F-35 στην Τουρκία (απομακρύνοντάς την μάλιστα και από το πρόγραμμα συμπαραγωγής τους), παρόλο που ήταν έτοιμα για παράδοση έχοντας βγει από τη γραμμή παραγωγής, κι ενώ οι Τούρκοι πιλότοι και μηχανικοί αεροσκαφών εκπαιδεύονταν σε βάσεις των ΗΠΑ!
Το δεύτερο αμερικανικό πλήγμα σε βάρος της τουρκικής βιομηχανίας «παραγωγής εγκλημάτων πολέμου» ήρθε μόλις πριν λίγες μέρες, όταν με απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της Αμερικανικής Γερουσίας, επιβλήθηκαν κυρώσεις σε βάρος της Διεύθυνσης Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB) σύμφωνα με το άρθρο 231 του Ομοσπονδιακού Νόμου CAATSA που αφορά στην αντιμετώπιση των εχθρών της Αμερικής μέσω κυρώσεων. Οι κυρώσεις αυτές περιλαμβάνουν απαγόρευση χορήγησης εφεξής αδειών εξαγωγών και εξουσιοδοτήσεων στην τουρκική SSB, καθώς και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων και περιορισμούς χορήγησης ταξιδιωτικών θεωρήσεων στον Πρόεδρό της Ισμαήλ Ντεμίν καθώς και σε άλλα ηγετικά στελέχη της. Η οργισμένη αντίδραση της Άγκυρας δείχνει πόσο οδυνηρές αναμένεται να είναι για την πολεμική της βιομηχανία αυτές οι κυρώσεις.
Στον απόηχο της αμερικανικής απόφασης για την επιβολή κυρώσεων, πέντε επιφανείς Έλληνες ομογενείς επιχειρηματίες που διαπρέπουν στις ΗΠΑ ύψωσαν – με ολοσέλιδη δημοσίευση στους New York Times – τη φωνή τους ενάντια στην τουρκική επιθετικότητα, στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα ότι «Τουρκία και Ελλάδα μπορούν και πρέπει να ζήσουν μαζί». Κάτι τέτοιο συνιστά φυσικά ευχή όλων, πλην όμως, δεδομένης της απροκάλυπτης τουρκικής επιθετικότητας (casus belli για τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο, παραβιάσεις και παραβάσεις του εθνικού εναέριου και θαλασσίου χώρου, υπερπτήσεις ακόμα και πάνω από κατοικημένες περιοχές, πρόσφατες δηλώσεις Τσαβούσογλου ότι θα συνεχίσουν να εμφορούνται από το πνεύμα του ‘74) μοιάζει με ουτοπία. Όσο ο «γκρίζος λύκος» του τουρκικού εθνικισμού ακονίζει τα δόντια του, προμηθευόμενος συνεχώς νέα οπλικά συστήματα για να υποστηρίξουν τις μαξιμαλιστικές του επιδιώξεις, η Ελλάδα δεν έχει άλλο δρόμο από το να ενισχύσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, ώστε να συνεχίσουν να αποτελούν μείζονα παράγοντα αποτροπής για κάθε επιβουλέα. Και ταυτόχρονα με αυτές, την αμυντική της βιομηχανία, που σε αντίθεση με την αντίστοιχη τουρκική, έχει πραγματικά αμυντικό προσανατολισμό, καλούμενη να συμβάλει στον μέγιστο δυνατό βαθμό στην εξυπηρέτηση των ζωτικών συμφερόντων ασφαλείας της Χώρας.