Μόλις τις προάλλες ο Εμανουέλ Μακρόν, για τους δικούς του προφανείς λόγους, ξεστόμισε τη λέξη που δεν τολμάει να βγει στα χείλη άλλων ευρωπαίων ηγετών:
«Η Τουρκία έχει αυτοκρατορικές τάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο».
Αν οι γεωπολιτικοί του σύμβουλοι είναι ενημερωμένοι μπορούν να τον παραπέμψουν στη σχετική βιβλιογραφία που, περίπου από τα μέσα του περασμένου αιώνα, είναι εκτενής και περιλαμβάνει κυρίως ερασιτέχνες νοσταλγούς του οθωμανισμού οι οποίοι αρμενίζουν αμέριμνα ανάμεσα σε ιστορικές μυθοπλασίες και αναπαλαιωτικούς ρεμβασμούς.
Ο Hakan Yavuz, στην εντελώς πρόσφατη μελέτη του οποίου παρέπεμψα σε προηγούμενο άρθρο μου στο «Βήμα» της 1/11/2020 (Nostalgia for the Empire. The Politics of Neo – Ottomanism, Οξφόρδη 2020), είναι σαφής: «Η ιστορία του οθωμανισμού ενσωματώθηκε στον συναισθηματικό κόσμο και στο φαντασιακό των Τούρκων πριν προλάβει να γίνει αντικείμενο κριτικής ιστορικής ανάλυσης».
Pax Ottomanica
Είναι προφανές ότι ο Ταγίπ Ερντογάν, αδιάφορος γι’ αυτό το είδος ανάλυσης, παρακολουθεί άλλα «ιστορικά σεμινάρια, και σε ένα από αυτά έμαθε ότι «η οθωμανική αυτοκρατορία είναι το κορυφαίο δημιούργημα του τουρκικού πνεύματος» ενώ «η Pax Ottomanica υπήρξε το πιο δίκαιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα της παγκόσμιας ιστορίας και δρομολογήθηκε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης» – ευτυχώς, γιατί σύμφωνα με τη διάγνωση πολλών τούρκων «ιστορικών», οι Βυζαντινοί είχαν κατρακυλήσει βαθιά στου Κακού τη σκάλα.
Σε ένα άλλο συνειδητοποίησε ότι πεπρωμένο και ανυπέρθετο καθήκον της Τουρκίας είναι να απλώνει προστατευτικά τις φτερούγες της πάνω (ή να χώνει τη μύτη της) σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της πρώην οθωμανικής επικράτειας, και αλλού του έδωσαν να καταλάβει ότι δικό του role model δεν πρέπει να είναι ο Μουσταφά Κεμάλ, που πιάστηκε κορόιδο στη Λωζάννη, αλλά ο Μωάμεθ ο Πορθητής και ο Αβδούλ Χαμίτ ο Β’, ο επονομαζόμενος «Ερυθρός Σουλτάνος», και όχι επειδή ήταν οπαδός της Γαλατά Σεράι.
Τέλος, στα σεμινάρια αυτά όχι μόνο εμπέδωσε το ηθικό πλεονέκτημα της δικής του Ανατολής απέναντι στην αλλότρια Δύση αλλά βεβαιώθηκε στην υποψία του ότι η τελευταία, ανίατα ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική, το έχει βάλει ανέκαθεν αμέτι μουχαμέτι να υπονομεύσει τον μουσουλμανικό κόσμο και να διαμελίσει την κορωνίδα του, την Τουρκία. Το μαρτυρεί μια πολύ πρόσφατη δημοσκόπηση (αλλά και προσωπικές εμπειρίες τού γράφοντος) ότι μια πολύ σημαντική (ίσως πλειοψηφική) μερίδα Τούρκων μοιράζεται με τον πρόεδρο αυτό το ντέρτι, η επίσημη ονομασία του οποίου είναι: «το σύνδρομο των Σεβρών».
Το μετέωρο βήμα της κοσμικότητας
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ έριξε τους Τούρκους στη θάλασσα της κοσμικότητας με την ελπίδα ότι θα μάθουν έστω και με το ζόρι να κολυμπούν, αλλά μάλλον υπερεκτίμησε τη σημασία της επίσημης κρατικής πολιτικής και τη δυνατότητα του κράτους να αναπροσανατολίσει τόσο ριζικά την κοινωνία – και μάλλον υποτίμησε τις εστίες αναζωπύρωσης που κρύβονταν μέσα στην οθωμανική στάχτη. Παρά το γεγονός ότι ως θεματοφύλακας του κεμαλισμού ο στρατός κράτησε παρά πόδα το πραξικοπηματικό όπλο, μια πολυπαραγοντική αντικεμαλική κουλτούρα ωρίμασε τις τελευταίες πέντε ή έξι δεκαετίες για να αναδείξει το πρόβλημα μιας χώρας που εξαναγκάστηκε σε πολιτισμικό και ταυτοτικό αλληθωρισμό.
Σε διακριτική απόσταση από τον άκαμπτο κεμαλισμό, ο Τουργκούτ Οζάλ κατά τη δεκαετία του ’80 έβλεπε την Τουρκία ως μουσουλμανική κατά τη θρησκεία και ως οθωμανική κατά την ιστορική της μνήμη αλλά, εφαρμόζοντας πιο φιλελεύθερες κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές, νοιαζόταν κυρίως να την ωθήσει στην εποχή της τεχνολογίας και να την κάνει οικονομική δύναμη.
Την ίδια περίοδο ο ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν μελετούσε έναν δύσκολο αχταρμά με ισλαμικά, οθωμανικά και εκσυγχρονιστικά συστατικά, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και ιδρύοντας ένα εκτεταμένο δίκτυο ιδιωτικών σχολείων εντός και εκτός Τουρκίας.
Αλλά ο γκιουλενισμός ήταν και είναι θρησκευτικό και συνάμα πολιτικό κίνημα το οποίο οραματίζεται ένα made in Turkey μετριοπαθές Ισλάμ, διαφορετικό από το μοντέλο των Αδελφών Μουσουλμάνων, και ως τέτοιο δεν ανήκει στο κεφάλαιο της κεμαλικής κοσμικότητας που ήθελε να περιορίσει τη θρησκεία στα ενδότερα της ιδιωτικής σφαίρας.
Το ερντογανικό λοκντάουν
Είναι ενδιαφέρον ότι όσο Γκιουλέν και Ερντογάν συνοδοιπορούσαν, κυρίως από το 2002 μέχρι το 2011, ο τελευταίος προχώρησε σε αρκετές μεταρρυθμίσεις με την προοπτική της προσχώρησης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τον καιρό που και η Αμερική, για τους δικούς της γεωστρατηγικούς λόγους, πίεζε τους Ευρωπαίους (γενικώς απρόθυμους πλην Τόνι Μπλερ) να παραχωρήσουν κανονική κάρτα μέλους σε μια χώρα για την οποία ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν έλεγε απερίφραστα ότι «η πρωτεύουσά της δεν βρίσκεται στην Ευρώπη, το 95% του πληθυσμού της είναι εκτός Ευρώπης – δεν πρόκειται για ευρωπαϊκή χώρα». Και την ίδια εποχή, αν επιτρέπεται εδώ μια προσωπική νότα, στη δική μου αισιοδοξία για τη φιλοευρωπαϊκή στόχευση του Ερντογάν οι τούρκοι φίλοι μου με ανακαλούσαν στην τάξη βέβαιοι για την κρυφή ισλαμική ατζέντα του.
Θα ήταν άδικο και εν πολλοίς αυθαίρετο να θεωρήσει κανείς ότι η περίπτωση Ερντογάν είναι απόδειξη ότι ένα μετριοπαθές και κοσμοπολίτικο Ισλάμ είναι περισσότερο ευσεβής πόθος παρά βιώσιμη πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα, πολύ περισσότερο για όσους έτυχε να έχουν εμπειρία της άμεσης οικειότητας και της φιλόξενης διαθεσιμότητας που διακρίνει τον μέσο Τούρκο. Και ίσως στο σέρτικο νταηλίκι του και στον καβγατζίδικο τσαμπουκά του ο Ταγίπ να είναι sui generis.
H επιθετική αναβίωση του ισλαμισμού και του οθωμανισμού
Από την άλλη μεριά όμως είναι απογοητευτικό να πληροφορείται κανείς από έναν ειδήμονα των τουρκικών πραγμάτων ότι «σήμερα η επιθετική αναβίωση του ισλαμισμού και του οθωμανισμού δεν περιορίζεται στις φτωχογειτονιές, στις μικρές επαρχιακές πόλεις και τα απομακρυσμένα χωριά της Ανατολίας αλλά φτάνει βαθιά στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις μεσαίες τάξεις» και ότι «τώρα άρχισε να καθορίζει την εξωτερική πολιτική της Αγκυρας απέναντι στη Δύση». Αν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες πολλοί και πολλά προετοίμασαν το «λοκντάουν» της ήμερης Τουρκίας, ο Ερντογάν, ρητορεύων ή πράττων, ήταν αυτός που το εφάρμοσε.
Είναι προς τιμήν του έλληνα πρωθυπουργού ότι απέφυγε σταθερά να απαντήσει στη συχνότητα στην οποία ο τούρκος πρόεδρος εκπέμπει τις μιλιταριστικές και εθνικιστικές υλακές του. Δεν ξέρω αν είναι προς τιμήν της Ευρώπης ότι, αντί να ψελλίζει κατευναστικά μισόλογα, άρχισε να αρθρώνει πιο καθαρά τα λόγια της μόνο όταν ο Ερντογάν έστειλε τον Μακρόν για διαγνωστικό τεστ στον ψυχίατρο. Και ενώ στις σχέσεις μας με τη δύσκολη γείτονα δεν μας χρειάζονται καθόλου οι αψίθυμοι τουρκοφάγοι, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν μας χρειάζονται και όσοι, αιωρούμενοι ανάμεσα σε ηροστράτειο σύμπλεγμα και λαχτάρα για succès de scandale, μοιάζει να μας προτείνουν «δημιουργική» φινλανδοποίηση, τουτέστιν να φιλήσουμε το χέρι που τάχα δεν μπορούμε να δαγκάσουμε.
Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής
Ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ