Η οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας άρχισε πλέον να μεταφέρεται σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο, όπως φανερώνουν οι πρωτοφανούς πυκνότητας εξελίξεις του Σαββατοκύριακου.
Η αρχή έγινε το Σάββατο με τη μεταμεσονύκτια αποπομπή (δια προεδρικού διατάγματος, με το οποίο αντικαταστάθηκαν συνολικά 18 κρατικοί αξιωματούχοι) του κεντρικού τραπεζίτη Μουράτ Ουισάλ, ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις τον Ιούλιο του 2019, στη θέση του επίσης άδοξα απομακρυνθέντος Μουράτ Τσετίνκαγια. Αντικαταστάτης του Ουισάλ ορίσθηκε ο μέχρι τούδε επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής της τουρκικής προεδρίας, πρώην υπουργός οικονομικών και πρώην βουλευτής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, Νατζί Αγμπάλ.
Μολονότι η θητεία του κεντρικού τραπεζίτη προβλέπεται πενταετής, ο Ουισάλ ακολούθησε την τύχη του προκατόχου του για τους ίδιους πάνω κάτω λόγους: την άρνηση (ή μάλλον πλέον, την αδυναμία) να συνεχίσει τη διευκολυντική νομισματική πολιτική που επιθυμεί ο Ταγίπ Ερντογάν, εν μέσω εκτίναξης του πληθωρισμού, εξάντλησης των συναλλαγματικών αποθεμάτων και δραματικής υποχώρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας.
Τους πρώτους μήνες της παρουσίας του στο “τιμόνι” της νομισματικής πολιτικής, ο Ουισάλ προχώρησε σε αλλεπάλληλες μειώσεις του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας από το 24% στο 8,25%. Όμως στη συνεδρίαση Σεπτεμβρίου της νομισματικής επιτροπής το επιτόκιο αυξήθηκε κατά 200 μονάδες βάσης, δημιουργώντας στους επενδυτές προσδοκίες επανόδου στην οικονομική “ορθοδοξία”, οι οποίες όμως διαψεύσθηκαν από την (εξαναγκασμένη;) απόφαση της συνεδρίασης Οκτωβρίου να μην υπάρξει συνέχεια. Πλέον, η προγραμματισμένη συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου θα βρει την κεντρική τράπεζα με νέο διοικητή, τον τρίτο μέσα σε ενάμιση χρόνο.
Ο Ουισάλ αποχωρεί με την ισοτιμία του νομίσματος, την οποία παρέλαβε στις 5,70 λίρες ανά δολάριο, να έχει κατακρημνισθεί στις 8,55 λίρες ανά δολάριο, μετά από διαδοχικά ιστορικά χαμηλά.
Όμως η κραυγαλέα άρνηση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας δεν ήταν παρά η αρχή. Την Κυριακή, νέος, μεγαλύτερος γύρος αναστάτωσης προέκυψε μετά τη δημοσιοποίηση μέσω Instagram της παραίτησης του ίδιου του υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του Ερντογάν, Μπεράτ Αλαμπαϊράκ, ο οποίος φερόταν να επικαλείται, στην ηλικία των 42 ετών, “λόγους υγείας” και να επιθυμεί να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην οικογένειά του.
Ακολούθησε χάος, με τα μέσα ενημέρωσης να αποφεύγουν να μεταδώσουν την είδηση, τον λογαριασμό του Αλμπαϊράκ στο Twitter να έχει παραδόξως παγώσει, κυβερνητικά στελέχη να εύχονται για την ανάκληση της παραίτησης και τον ίδιο τον υπουργό μετά από μία ώρα να ισχυρίζεται ότι η ανακοίνωση (την οποία πάντως συνεργάτες του επιβεβαίωσαν προς το Bloomberg ως αυθεντική) αποτέλεσε προϊόν “χακαρίσματος”.
Πιθανότερη εκδοχή: ο Αλμπαϊράκ επιχείρησε να αποδράσει, οργισμένος για τον διορισμό στην κεντρική τράπεζα του Αγμπάλ τον οποίο θεωρεί πολέμιο των πολιτικών του, αλλά υποχρεώθηκε από τον Ερντογάν να αναδιπλωθεί. Περισσότερη σαφήνεια αναμένεται να προκύψει από τη συνεδρίαση, σήμερα νωρίς το απόγευμα, του συμβουλίου κυβερνητικής πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος.
Εν τω μεταξύ, στις αγορές η λίρα ενδυναμώθηκε κατά 4% στο άκουσμα της αποχώρησης του Αλμπαϊράκ.
Όλα αυτά, στον φόντο του έντονου εσωκομματικού πολέμου που είναι γνωστό ότι επικρατεί ανάμεσα στον κύκλο του Αλμπαϊράκ και τους περί τον ολοένα και περισσότερο ισχυρό υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού. Άλλωστε, ο ίδιος ο Σοϊλού αποτέλεσε τον πρωταγωνιστή μιας επεισοδιακής παραίτησης η οποία δεν έγινε αποδεκτή, στον φόντο της χαοτικής επιβολής lockdown στη γείτονα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η αναστάτωση των τελευταίων 24ώρων συμπίπτει με την οριστικοποίηση της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ λειτουργούσε ως ανάχωμα στις τιμωρητικές διαθέσεις του Κογκρέσου απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν για τη γεωπολιτική της συμπεριφορά.
Με ανοιχτά τρία μέτωπα απέναντι στη Ρωσία (Συρία, Λιβύη, Καύκασο) και με την οικονομία της στο έλεος των διαθέσεων των αγορών η Τουρκία ανακαλύπτει την όλο και μεγαλύτερη εξάρτησή της από τη Δύση – και το ερώτημα του οικονομικού και πολιτικού τιμήματος που αυτή θα ζητήσει αναδεικνύεται σε κεντρικό.
Πηγή: capital.gr