Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΓΔΜ και η Ελλάδα

Στριμωγμένη στη μέση των Βαλκανίων, περίκλειστη και περιβαλλόμενη από δύσκολους έως εχθρικούς γείτονες, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) κατέχει μια πολύ κρίσιμη γεωπολιτική θέση στα Βαλκάνια, ειδικά από την οπτική της Ελλάδας.

Η βόρεια γειτονική μας χώρα η οποία, μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών επικύρωσης της Συμφωνίας της Πρέσπας (17.6.2018) από τα κοινοβούλια των Σκοπίων και των Αθηνών, θα αποκαλείται κι επίσημα Βόρεια Μακεδονία, και μάλιστα erga omnes, έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα. Δεν είναι απλά ένας μικρός βόρειος γείτονας με ένα όνομα που αποτελούσε και αποτελεί “κόκκινο πανί” για πολλούς Έλληνες. Είναι μια γεωπολιτικά κομβική χώρα, κρίσιμη για τη σταθέροτητα στα Βαλκάνια και κατ’ επέκταση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που η Ελλάδα φιλοδοξεί να διαδραματίσει στην ευρύτερη περιοχή.

Είναι γεγονός πως η γεωπολιτική φυσιογνωμία της βαλκανικής άλλαξε ριζικά με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (1991-1992) και τη σταδιακή ανάδυση στη θέση της επτά μικροτέρων χωρών, ορισμένες εκ των οποίων ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία τους που έγιναν ανεξάρτητες. Μια από αυτές ήταν και η ΠΓΔΜ, μια μικρή κεντροβαλκανική δημοκρατία η σταθερότητα της οποίας χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ευάλωτη, καθώς αποτελεί το σημείο όπου τέμνονται επικίνδυνα τα δύο αντίπαλα “τόξα” (ορθόδοξο και ισλαμικό) της περιοχής, που στο πρόσφατο παρελθόν έδωσαν αιματηρές συγκρούσεις στη Βοσνία και στο Κόσοβο.

Από τη στιγμή που η ΠΓΔΜ εμφανίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος (8 Σεπτεμβρίου 1992) στο γεωπολιτικό σκηνικό της χερσονήσου μας, σχεδόν όλοι οι γείτονές της εκδήλωσαν απροκάλυπτα το ενδιαφέρον τους και προσπάθησαν να αυξήσουν την επιρροή τους στα εδάφη αυτής της νεότευκτης δημοκρατίας. Για ένα διάστημα μάλιστα (1992-2001) σχεδόν όλες οι γειτονικές της χώρες άρχισαν να “ορέγονται” τον ευαίσθητο γεωστρατηγικό της χώρο, σε σημείο ώστε οι ΗΠΑ να πάρουν την “προληπτική απόφαση” να σταθμεύουν μόνιμα αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στα Σκόπια. Διακηρυγμένος σκοπός της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας ήταν να λειτουργήσουν πυροσβεστικά και αποτρεπτικά για την περίπτωση μετάδοση των γιουγκοσλαβικών συγκρούσεων προς νότο -κάτι που έγινε ολοφάνερο με τον πόλεμο στο Κόσοβο (1998-1999) και τον Νατοϊκό βομβαρδισμό της Σερβίας (άνοιξη του 1999).

Με πρόφαση λοιπόν το ενδεχόμενο επέκτασης των συγκρούσεων της Βοσνίας και του Κοσόβου προς νότο, οι ΗΠΑ έβαλαν “πόδι” στην ΠΓΔΜ, την οποία θεωρούν εξαιρετικά ευάλωτη ακόμη και στην παραμικρή αποσταθεροποιητική κίνηση. Οι ανησυχίες των ΗΠΑ πηγάζουν κι από το γεγονός ότι στο έδαφος της ΠΓΔΜ τέμνονται, όπως προαναφέραμε, επικίνδυνα τα δυο αντίπαλα “τόξα” της βαλκανικής, γεγονός που θα προσέδιδε σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση και θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως να παρέσυρε και τους δυο άσπονδους συμμάχους του ΝΑΤΟ, την Ελλάδα και την Τουρκία, σε μια καταστρεπτική, για τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο, περιπέτεια… Στη συνέχεια προστέθηκε στους αμερικανικούς προβληματισμούς και η ανησυχία για τη γεωπολιτική διείσδυση της Ρωσίας στα δυτικά Βαλκάνια, καθώς και ο αποσταθεροποιητικός ρόλος που θα μπορούσε να διαδραματίσει μια ανεξέλεγκτη αντιδυτική Τουρκία υπό τον Ερντογάν, η οποία φλερτάρει απροκάλυπτα με τον αυταρχισμό και τον ισλαμισμό.

Με διεθνή παρέμβαση που οδήγησε στη Συμφωνία της Αχρίδας (13 Αυγούστου 2001) οι αιματηρές εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ Σλαβομακεδόνων (65% του πληθυσμού) και Αλβανών (27%), που διήρκεσαν έξι μήνες (Φεβρουάριος-Αύγουστος 2001), σταμάτησαν και η αλβανική μειονότητα, αποκτώντας περισσότερα δικαιώματα στη γλώσσα και στην αυτοδιοίκηση, άρχισε να βλέπει τον εαυτό της ως “συνδιαχειριστή” ορισμένων περιοχών της ΠΓΔΜ, με αλβανική πλειονότητα, αφήνοντας έτσι κατά μέρος τις αποσχιστικές της τάσεις.

Η Ελλάδα, η οποία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, φιλοδοξούσε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, έπειτα από μια τρίχρονη (1992-1995) στείρα αντιπαράθεση με αυτόν τον μικρό νεόκοπο γείτονά της, άλλαξε πολιτική επιδιώκοντας πλέον να προσδέσει την ΠΓΔΜ στο δικό της “άρμα” συμφερόντων και να τη χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για γεωοικονομική διείσδυση προς τις αγορές της βόρειας βαλκανικής. Έτσι η ελληνική εξωτερική πολιτική με επίκεντρο τα Σκόπια εγκαινίασε, μετά το 1995 και την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, με την οποία η Ελλάδα αναγνώριζε τη γειτονική χώρα με τη σύνθετη ονομασία “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, μια νέα περίοδο “οικονομικής διπλωματίας” στα Βαλκάνια.

Σύντομα οι πολίτες της ΠΓΔΜ αντιλήφθηκαν τα οφέλη, που μπορούσαν ν’ αποκομίσουν μέσα από τη βελτίωση των σχέσεών τους με την Ελλάδα. Με το τέλος του εμπάργκο το 1995 η Ελλάδα κατέστη ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της χώρας και για ένα διάστημα ήταν και ο υπ’ αριθμόν ένα επενδυτής σε αυτή. Από τα διυλιστήρια της ΟΚΤΑ μέχρι βιοτεχνίες και σούπερ μάρκετ, οι ελληνικές εταιρίες δημιούργησαν ευκαιρίες απασχόλησης και αύξησαν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών προς όφελος, κυρίως, της ελληνικής οικονομίας. Οι βόρειοι γείτονές μας συνειδητοποίησαν -με “βαριά καρδιά” είναι η αλήθεια- ότι μακροπρόθεσμα, ακόμη και η ίδια τους η επιβίωση, εξαρτάται από τη σύμπλευσή τους με τα ελληνικά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και την, διαμέσω της Ελλάδος, πρόσδεσή τους στο ευρωατλανικό άρμα (ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση).

Όταν βεβαίως επιλυθεί και η εκκρεμότητα της ονομασίας, μαζί με όλα τα προβληματικά σημεία των διμερών σχέσεων π.χ. αλυτρωτικές ερμηνείες στο Σύνταγμά της (κάτι που προβλέπεται επακριβώς στη Συμφωνία των Πρεσπών) η ΠΓΔΜ πλέον, ως φίλη και σύμμαχος προς την Ελλάδα χώρα, θα μπορούσε αναδειχθεί σε κομβικό εταίρο και σε εφαλτήριο για την γεωπολιτική εξακτίνωση της Ελλάδας στο νέο πλουραλιστικό γεωπολιτικό περιβάλλον της Βαλκανικής.

Εκ πρώτης όψεως τα στοιχεία που αφορούν την ΠΓΔΜ δεν “γεμίζουν το μάτι” ενός απλού παρατηρητή. Με έκταση 25.713 τετραγωνικά χιλιόμετρα η ΠΓΔΜ είναι η 3η μικρότερη σε έκταση και πληθυσμό (2,1 εκ. κατοίκους) χώρα των Βαλκανίων (μετά το Μαυροβούνιο και το Κόσοβο). Η πλειοψηφία (65%) των κατοίκων της είναι Σλαβομακεδόνες, ενώ υπάρχει και μια πολυάριθμη αλβανική κοινότητα (27% του πληθυσμού) που εντοπίζεται κυρίως στις βορειοδυτικές περιοχές της χώρας. Το ΑΕΠ της ανέρχεται σε 12 δισ. ευρώ και το κατά κεφαλήν της εισόδημα είναι μόνον 5.000 ευρώ, δηλαδή είναι μία από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, μόλις στο 36% του κατά κεφαλήν  μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παρόλα αυτά, έχοντας 228 χιλιόμετρα συνόρων με την Ελλάδα, η ΠΓΔΜ αποτελεί τη βασική φυσική χερσαία πύλη διασύνδεσης της Ελλάδας με τον βορρά, με τη Σερβία και την κεντρική Ευρώπη. Συνδέει αλλά και μπορεί να αποκόψει την επαφή της Ελλάδας με τον παραδοσιακό της σύμμαχο στα Βαλκάνια, τη Σερβία, αλλά και το αντίστροφο. Η ελεύθερη πρόσβαση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι, ως γνωστόν, βασική προτεραιότητα της σερβικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή μας, πράγμα που καθιστά αυτομάτως την ΠΓΔΜ πολύτιμο συνδετικό κρίκο της σερβικής ενδοχώρας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Και αντίστροφα πολλαπλασιάζει τη δυναμική του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και της βόρειας Ελλάδας προς τη βαλκανική ενδοχώρα. Ως γνωστόν η Θεσσαλονίκη είναι ιστορικά και γεωγραφικά προσανατολισμένη προς τις κοιλάδες του Αξιού-Μοράβα, έχει δηλαδή μια ξεκάθαρη φυσική κατεύθυνση προς βορρά, προς τη ΠΓΔΜ και τη Σερβία. Είναι το φυσικό επίνειο ολόκληρης της βαλκανικής χερσονήσου.

Γι’ αυτό τόσο η Σερβία, όπως και η Ελλάδα, συγκλίνουν διαχρονικά στη στρατηγική επιλογή της διαφύλαξης της ακεραιότητας της ΠΓΔΜ. Οι δύο σύμμαχες βαλκανικές χώρες (Ελλάδα  και Σερβία) κατά βάθος επιθυμούν τη διαφύλαξη της ξεχωριστής οντότητας και ταυτότητας της ΠΓΔΜ ως μέσο αποτροπής του ενδεχόμενου συνειδησιακής προσκόλλησης των Σλαβομακεδόνων στο βουλγαρικό έθνος -με το οποίο έχουν στενές ιστορικές και πολιτιστικές σχέσεις- και μελλοντικής ένωσης της χώρας με τη Βουλγαρία, κάτι που θα ανέτρεπε όλους τους ελληνικούς σχεδιασμούς στον βαλκανικό χώρο.

Από το έδαφος της ΠΓΔΜ διέρχεται ο στρατηγικής σημασίας οδικός άξονας Ε75, που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με το Βελιγράδι και τη Βουδαπέστη, καθώς και η αντίστοιχη σιδηροδρομική γραμμή, που αποτελούν τους βασικότερους χερσαίους άξονες διασύνδεσης της Ελλάδας με την κεντρική Ευρώπη και το αντίστροφο. Υπάρχουν επίσης σχέδια για κάθετους ενεργειακούς αγωγούς που θα συνδέουν την Ελλάδα με την κεντρική Ευρώπη μέσω της ΠΓΔΜ, καθώς και το φαραωνικό σχέδιο κατασκευής μιας “υδάτινης λεωφόρου” που θα συνδέει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης μέσω του πλωτού Αξιού και Μοράβα με τον Δούναβη. Η σημασία της φάνηκε το 2015 κι από το κλείσιμο της λεγόμενης “βαλκανικής οδού” διέλευσης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, που εγκλώβισε ξαφνικά στην Ελλάδα δεκάδες χιλιάδες Σύρους πρόσφυγες, δημιουργώντας τον τεράστιο προσφυγικό καταυλισμό της Ειδομένης -ένα αίσχος και στίγμα για την πολιτισμένη Ευρώπη.

Για όλους αυτούς τους λόγους βασική εθνική στρατηγική επιλογή της Ελλάδας, την οποία υιοθέτησε με ιδιαίτερη σοβαρότητα η σημερινή κυβέρνηση, είναι, παρά τις όποιες εθνικιστικές κραυγές που ακούγονται για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και εσωτερικής κατανάλωσης, να συμβάλλει στη σταθεροποίηση του αδύναμου “κρίκου” της βαλκανικής που λέγεται ΠΓΔΜ και να εγγυηθεί την ασφάλεια, εξασφαλίζοντας την πρόσδεσή του στις ευρωατλαντικές δομές. Στη συνέχεια θα πρέπει να προχωρήσει σε όλες τις απαιτούμενες κινήσεις (επίλυση της εκκρεμότητας της ονομασίας κ.ά., μεγάλες στρατηγικές επενδύσεις, ενεργειακή εξάρτηση, φιλική πολιτική “ήπιας ισχύος” κ.α.), ώστε να προσδέσει αυτή τη μικρή κομβική χώρα στο άρμα των ελληνικών γεωπολιτικών συμφερόντων και της νέας στρατηγικής συνανάπτυξης που προτάσσει η μεταμνημονιακή Ελλάδα, για να ανακτήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στα Βαλκάνια.

Από γεωπολιτικής άποψης ισχύει απόλυτα για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα πως “αν δεν υπήρχε αυτή η χώρα θα έπρεπε να την εφεύρουμε”. Ακόμη και με ένα όχι και τόσο επιθύμητο όνομα. Πόσο μάλιστα με το όνομα “Βόρεια Μακεδονία” (Severna Makedonija) που είναι μια ονομασία που ανταποκρίνεται πλήρως στην ελληνική εθνική γραμμή της “σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό”, υιοθετημένης το 2008 από όλα τα τότε ελληνικά πολιτικά κόμματα πλην του ακροδεξιού ΛΑ.ΟΣ. Τέτοιες ευκαιρίες εμφανίζονται συνήθως μια φορά στον αιώνα και η Ελλάδα ορθώς επιχειρεί να την αδράξει, κλείνοντας έτσι ένα κακοφορμισμένο μακροχρόνιο ζήτημα κι ανοίγοντας μια νέα σελίδα ειρήνης, σταθερότητας και συνανάπτυξης για την ίδια και τα Βαλκάνια.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος, ειδικός για τα βαλκανικά ζητήματα.

(Πηγή)

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.