Ανησυχία για τις «μεγάλες παγκόσμιες αλλαγές» εξέφρασε η Καγκελάριος ‘Ανγκελα Μέρκελ, μιλώντας νωρίτερα σήμερα στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο για τον προϋπολογισμό και τάχθηκε υπέρ της πολυμερούς συνεργασίας στην οποία «κερδίζουν όλοι», αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον ηγετικό ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει τόσο η Ευρώπη όσο και η Γερμανία.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος τόνισε ακόμη την σημασία της πολιτικής για το κλίμα, παραδεχόμενη ταυτόχρονα ότι οι στόχοι του 2020 δεν θα επιτευχθούν, ενώ δεσμεύθηκε για τήρηση των δεσμεύσεων σε ό,τι αφορά τις αμυντικές δαπάνες. Ιδιαίτερα φορτισμένη υπήρξε και η αναφορά της στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Το Brexit, την Κίνα, το Ιράν, την Συρία, την Ουκρανία και την Λιβύη ανέφερε η Άνγκελα Μέρκελ ως τα κεντρικά σημεία διεθνών κρίσεων που απασχολούν σήμερα την Γερμανία και την Ευρώπη. «Η Ευρώπη πρέπει να αφήσει το αποτύπωμά της στην επίλυση διεθνών διενέξεων», δήλωσε χαρακτηριστικά και, ειδικά σε ό,τι αφορά την Κίνα, την οποία επισκέφθηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες, δήλωσε ότι κατά την επίσκεψή της εξέφρασε στους συνομιλητές της την ανησυχία της για την κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ. «Έχουμε νέους συσχετισμούς. Από τη μία πλευρά εξακολουθεί να υπάρχει μια ισχυρή υπερδύναμη, οι ΗΠΑ. Η Ευρώπη βρίσκεται κοντά σε αυτή την υπερδύναμη, σε ό,τι αφορά το αξιακό της σύστημα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η Κίνα, με ένα άλλο πολιτικό σύστημα και μία σοβαρή οικονομική ανάπτυξη. Η Κίνα έχει πλέον αυξανόμενη ευθύνη στην πολυμερή τάξη», εξήγησε η κυρία Μέρκελ και υποστήριξε αφενός ότι το Βερολίνο κάνει σωστά που μπαίνει σε διάλογο με το Πεκίνο και αφετέρου ότι η Ευρώπη πρέπει να υποστηρίξει μια πολιτική, η οποία στηρίζει το ελεύθερο εμπόριο.
«Η πολυμερής συνεργασία αποτελεί υποχρέωση», δήλωσε εμφατικά η Καγκελάριος και παρέπεμψε στα διδάγματα από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Καμία χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να λύσει μόνη τα προβλήματά της. Ο ένας εναντίον του άλλου, έτσι δεν μπορεί κανείς να κερδίσει», συνέχισε, για να επισημάνει ότι πιστεύει «σε μια κατάσταση όπου κερδίζουν όλοι (win win)». Σε αυτό το πλαίσιο, τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης της διατλαντικής συμμαχίας και δεσμεύθηκε ότι θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο όσο και σε ό,τι αφορά την αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Ιδιαίτερο βάρος έδωσε η ‘Ανγκελα Μέρκελ στην πολιτική για το κλίμα, καθώς η σχετική συζήτηση σχεδόν μονοπωλεί πλέον την εσωτερική επικαιρότητα. Η Γερμανία, δήλωσε, πρέπει να ξαναγίνει ηγετική δύναμη στην κλιματική αλλαγή, «διότι δεν είναι πια». «Η Γερμανία πρέπει τεχνολογικά να φθάσει και πάλι στο επίπεδο της εποχής και η Ευρώπη πρέπει να γίνει η ατμομηχανή της πολιτικής για το Κλίμα», είπε χαρακτηριστικά, ενώ παραδέχθηκε ότι οι στόχοι που έχει θέσει η ίδια η γερμανική κυβέρνηση για το 2020 δεν θα επιτευχθούν και τόνισε ότι θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030. Διευκρίνισε μάλιστα ότι αυτή η πολιτική θα κοστίσει πολλά χρήματα, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι πρόκειται για «χρήματα σωστά δαπανημένα», καθώς, όπως είπε, «εάν αγνοήσουμε την προστασία του κλίματος, θα πρέπει μετά να πληρώσουμε περισσότερα».
Στην ίδια ενότητα, η Άνγκελα Μέρκελ αναφέρθηκε ακόμη στον ρόλο της αυτοκίνησης, ζητώντας μεγαλύτερη πρόοδο σε ό,τι αφορά την μείωση των εκπομπών καυσαερίου και την προώθηση εναλλακτικών κινητήρων και αναφέροντας ότι θα ήθελε να κυκλοφορούν περισσότερα ηλεκτρικά αυτοκίνητα στους γερμανικούς δρόμους.
Κλείνοντας την ομιλία της, η ‘Ανγκελα Μέρκελ επισήμανε τις αυξημένες ανάγκες σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, κυρίως στα πρώην ανατολικά κρατίδια. «Είναι σημαντικό να φέρουμε γρήγορα ανθρώπους στην Γερμανία και η βάση γι’ αυτό τέθηκε με τον νόμο για την μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού», δήλωσε και τόνισε την στήριξή της σε μια πολυμορφική ανοιχτή κοινωνία των πολιτών, κατά του μίσους για τους ξένους. «Αυτό, το οποίο ζούμε καθημερινά – επιθέσεις σε Εβραίους, σε αλλοδαπούς, βία, αλλά και φρασεολογία μίσους -, πρέπει να το καταπολεμήσουμε», κατέληξε η Καγκελάριος.