Όσο πλησίαζε η ημέρα για την εκπλήρωση της τουρκικής παραγγελίας για το ρωσικό σύστημα αεράμυνας S-400, τόσο πιο ηχηρές γίνονταν οι προειδοποιήσεις προς τον Ταγίπ Ερντογάν. Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές προειδοποιούσαν πως εάν γινόταν η παράδοση, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να επιβάλει κυρώσεις που θα κατέστρεφαν την εύθραυστη τουρκική οικονομία. Τριάντα αεροπλάνα γεμάτα ραντάρ, εκτοξευτές πυραύλων και βοηθητικά οχήματα προσγειώθηκαν σε μια αεροπορική βάση κοντά στην Άγκυρα, όμως οι επαπειλούμενες κυρώσεις δεν υλοποιήθηκαν.
«Κανένας δεν περίμενε αυτό το αποτέλεσμα» λέει η Ασλί Αϊντιντασμπάς, συνεργάτης του Think Tank ECFR (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων). «Ο Ερντογάν έπαιξε ένα μεγάλο στοίχημα και το κέρδισε, προς το παρόν». Τώρα οι αναλυτές αναρωτιούνται κατά πόσον η Τουρκία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, τη γλίτωσε παρά την παράτολμη απόφασή της να κλείσει μια συμφωνία ύψους 2,5 δισ. δολαρίων με τον ιστορικό εχθρό της συμμαχίας ή αν οι συνέπειες θα φανούν στο μέλλον.
Η συνολική εικόνα είναι θολή εξαιτίας της χαοτικής πολιτικής, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της διακυβέρνησης Τραμπ. Το περασμένο καλοκαίρι ο Αμερικανός Πρόεδρος ενεπλάκη, μέσω Twitter, σε μια διαμάχη με την Άγκυρα για τον Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον, τότε κρατούμενο στην Τουρκία, που οδήγησε τη χώρα στο χείλος της οικονομικής κρίσης. Ένα χρόνο μετά, ο Τραμπ υποστήριξε την απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει τους S-400, επειδή οι ΗΠΑ δεν θα πωλούσαν στην Άγκυρα το δικό τους σύστημα, τους πυραύλους Patriot. Όμως, ακόμα και αν ο Ερντογάν έχει τον Τραμπ στο πλευρό του, αυτό ίσως να μην είναι αρκετό για να προφυλάξει την Τουρκία από τις συνέπειες αυτού που κάποιοι στην Ουάσιγκτον φοβούνται ότι είναι η αρχή μιας στρατηγικής στροφής προς τη Μόσχα.
Το Πεντάγωνο έχει ήδη πετάξει την Άγκυρα έξω από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35, κάτι που θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και για τη μελλοντική συνεργασία τους με το ΝΑΤΟ. Επίσης, παραμένει ο κίνδυνος το αμερικανικό Κογκρέσο, που παραδόξως είναι ενωμένο στην αντιπάθειά του προς τον Τούρκο Πρόεδρο, να κινητοποιηθεί ώστε να διασφαλίσει πως οι συναλλαγές του με τη Ρωσία δεν θα μείνουν ατιμώρητες. «Ο Ερντογάν κατάφερε να αναβάλει την κρίση, αλλά δεν πιστεύω πως η κρίση πέρασε» λέει η Ασλί Αϊντιντασμπάς.
«Νομίσαμε πως μας έκαναν πλάκα»
Τα σχέδια της Τουρκίας να αγοράσει το ρωσικό σύστημα S-400 Triumf ήλθαν στο φως της δημοσιότητας το φθινόπωρο του 2016, μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος. Ο Ερντογάν, που υποψιαζόταν ότι οι ΗΠΑ έπαιξαν ρόλο στην απόπειρα ανατροπής του, ήλθε πιο κοντά στον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν, παρά τις βαθιές διαφορές τους για την κρίση της Συρίας. Μέσα σε λίγους μήνες, υπέγραψαν μυστικά μια συμφωνία με τη οποία ο τουρκικός στρατός -ο δεύτερος σε μέγεθος στο ΝΑΤΟ- θα αποκτούσε δύο συντάγματα S-400 που κατασκευάστηκαν για να καταρρίπτουν αμερικανικά πολεμικά αεροπλάνα.
«Νομίσαμε πως μας έκαναν πλάκα», λέει ένας Αμερικανός αξιωματούχος που ασχολήθηκε με το θέμα. «Η αρχική έκπληξη και η σύγχυση μετατράπηκαν σε οργή όσο περισσότερο επέμενε ο Ερντογάν». Το Πεντάγωνο φοβόταν ότι η απόκτηση των S-400 από την Τουρκία θα αποτελούσε απειλή για τα μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35, τα οποία θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά των αεροπορικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ. Αξιωματούχοι του υπουργείου Άμυνας έσπευσαν να διασφαλίσουν ότι η Τουρκία δεν θα παραλάμβανε αεροσκάφη stealth («αόρατα») της Lokheed Martin εφόσον αγόραζε το ρωσικό σύστημα. Υπήρχε ακόμα ένας σοβαρός λόγος ανησυχίας. Το 2017 το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο CAATSA, που προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε χώρες εχθρικές προς τις ΗΠΑ. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ καθώς ο Τραμπ αντιμετώπιζε κατηγορίες για συνεργασία με τη Μόσχα. Το μέτρο αποσκοπούσε στο να δέσει τα χέρια του Αμερικανού Προέδρου έναντι της Ρωσίας.
Σύντομα όμως άρχισαν να φαίνονται οι επιπτώσεις για τις χώρες που κάνουν αμυντικές συμφωνίες με τη Μόσχα. «Διάολε, σκέφτηκα, η Τουρκία θα τσακιστεί από τις κυρώσεις», λέει ο Άαρον Στάιν, διευθυντής του προγράμματος για τη Μέση Ανατολή στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Εξωτερική Πολιτική, που εδρεύει στην Καλιφόρνια. «Η επιτροπή στρατιωτικών υποθέσεων της Γερουσίας, ο αείμνηστος Τζον Μακέιν, όλοι έλεγαν πόσο σοβαρό είναι το θέμα». Μια σειρά από Αμερικανούς γερουσιαστές και άλλους, ανεπίσημους μεσολαβητές, προειδοποιούσαν τον Ερντογάν για τις πιθανές συνέπειες εφόσον προχωρούσε με τη συμφωνία.
Αλλά ο Τούρκος ηγέτης δεν άλλαζε πορεία. Η Ρωσία, βλέποντας την ευκαιρία να κερδίσει έναν χρήσιμο σύμμαχο και να προκαλέσει αναταραχή στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, επέσπευσε το χρονοδιάγραμμα παράδοσης, θέτοντας την τουρκική παραγγελία σε προτεραιότητα έναντι της αντίστοιχης κινεζικής. «Γιατί όχι; Έχουμε ρόλο στην περιοχή και πρέπει να θέτουμε προτεραιότητες», λέει ανώτερος Ρώσος αξιωματούχος.
Καθώς πλησίαζε η ώρα για τις πρώτες παραδόσεις, μεγάλωνε η νευρικότητα των ξένων επενδυτών, που στηρίζουν την τουρκική οικονομία. Η Τουρκία είχε ήδη χτυπηθεί από τη νομισματική κρίση του 2018, κατά την οποία η λίρα έχασε σχεδόν το 30% της αξίας της. Οι επενδυτές φοβόντουσαν ότι ένας νέος γύρος κυρώσεων θα προκαλούσε μια νέα, ακόμα πιο οδυνηρή κρίση. Οι διαχειριστές των hedge funds και οι οίκοι αξιολόγησης πιστωτικού κινδύνου έκαναν φύλλο και φτερό τον νόμο CAATSA προσπαθώντας να προβλέψουν τις κινήσεις του Τραμπ, ο οποίος βάσει του νόμου πρέπει να επιλέξει τουλάχιστον 5 από 12 πιθανές κυρώσεις κατά εκείνου που «θα επιδοθεί σε αξιοσημείωτη συναλλαγή» με τους ρωσικούς τομείς άμυνας ή κατασκοπείας. Επιχειρούσαν να προβλέψουν αν ο Τραμπ θα αποφάσισε ελαφρές κυρώσεις, όπως η άρνηση χορήγησης βίζας, ή μέτρα που θα γονάτιζαν την τουρκική οικονομία.
Kούφια λόγια οι αμερικανικές απειλές;
Ο Ερντογάν επέμενε πάντοτε ότι ο Τραμπ δεν θα επέβαλλε κυρώσεις στην Τουρκία εξαιτίας της γεωστρατηγικής σημασίας της, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Λίγο πριν από τη σχεδιαζόμενη παράδοση του ρωσικού συστήματος, είπε πως απλώς θα ζητούσε από τον Αμερικανό Πρόεδρο να μην επιβάλει τιμωρητικά μέτρα. «Είναι τόσο απλό, αφού είμαστε φίλοι και στρατηγικοί εταίροι», είπε.
Η δήλωση Ερντογάν αντιμετωπίστηκε με χλευασμό. Όμως, κατά τη συνάντηση των δύο ανδρών, στη σύνοδο των G-20 στην Οζάκα στα τέλη Ιουνίου, ο Αμερικανός Πρόεδρος φάνηκε να δικαιώνει τον Ερντογάν. Ο Τραμπ υιοθέτησε τη διαμαρτυρία του Ερντογάν -την οποία αμφισβητούν Αμερικανοί αξιωματούχοι-, ότι η κυβέρνηση Ομπάμα τον μεταχειρίστηκε «πολύ άδικα» όταν η Άγκυρα επιχείρησε, πριν από αρκετά χρόνια, να αγοράσει αμερικανικούς πυραύλους Patriot. «Χρειαζόταν [ένα πυραυλικό σύστημα] για άμυνα», είπε ο Τραμπ. «Έτσι, πήγε στη Ρωσία, αγόρασε το S-400, γιατί δεν μπορούσε να αποκτήσει, να αγοράσει (Patriot)». Την επόμενη ημέρα, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα “Sabah” διακήρυξε στο πρωτοσέλιδό της : «Όχι κυρώσεις». Αμερικανοί αξιωματούχοι τρόμαξαν. Ο Άαρον Στάιν λέει πως το Πεντάγωνο «αιφνιδιάστηκε» από τη δραματική στροφή του Προέδρου. «Ο Τραμπ αποτρελάθηκε στη συνέντευξη Τύπου με τον Ερντογάν», λέει.
Μετά από ένα δεκαπενθήμερο -λίγες ημέρες πριν από την Τρίτη επέτειο της απόπειρας πραξικοπήματος-, άρχισε η μεταφορά των S-400 σε μια βάση κοντά στην Άγκυρα. Ο Ερντογάν έκανε λόγο για την «πιο σημαντική συμφωνία στην ιστορία μας». Έχει περάσει πάνω από ένας μήνας και δεν διαφαίνονται κυρώσεις στον ορίζοντα. Η λίρα ανέβηκε περίπου 6% έναντι του δολαρίου, τις πρώτες εβδομάδες μετά την παράδοση του πρώτου φορτίου στις 12 Ιουλίου. Ορισμένοι αναλυτές αποδίδουν την απροθυμία του Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στο γεγονός ότι οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να καταλήξουν σε μια συμφωνία για να αποτραπεί επίθεση στους Κούρδους συμμάχους της Ουάσιγκτον στη βόρεια Συρία.
«Οι αμερικανικές απειλές αποδείχθηκαν κούφια λόγια», λέει ο Σολί Οζέλ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης. «Η Τουρκία πόνταρε ακόμα μια φορά στη στρατηγική σημασία της και φαίνεται πως αυτό απέδωσε».
Το κόστος των κυρώσεων στην Τουρκία
Παρά την έξαρση της εθνικής περηφάνιας για το θάρρος της Τουρκίας απέναντι στην απειλή κυρώσεων, η χώρα ήλθε αντιμέτωπη με άλλες επιπτώσεις. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα από την έναρξη παράδοσης των S-400, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι η Άγκυρα δεν θα παραλάβει τα 100 αεροσκάφη F-35 που είχε παραγγείλει. Αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν ότι οι Τούρκοι κατασκευαστές θα απομακρυνθούν από την παραγωγή τμημάτων, όπως πτερύγια στροφίου, στοιχεία του συστήματος προσγείωσης και πιλοτηρίου, καταφέρνοντας ισχυρό χτύπημα στον αναπτυσσόμενο αμυντικό κλάδο της Τουρκίας. «Μακροπρόθεσμα, η τουρκική αμυντική βιομηχανία προσδοκούσε από αυτά τα συμβόλαια δουλειές αξίας 12-15 δισεκατομμυρίων δολαρίων», λέει ο Αρντά Μεβλούτογλου, σύμβουλος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. «Τώρα αυτός ο αριθμός θα είναι 0 (μηδέν)».
Ακόμα πιο σημαντικές θα είναι οι συνέπειες για την τουρκική πολεμική αεροπορία, η οποία θα στερηθεί το αεροσκάφος που υποτίθεται πως θα αποτελούσε τον πυρήνα των μελλοντικών επιχειρήσεών της. Το αεροσκάφος θα ενίσχυε «όχι μόνο τον κλάδο της αεροπορίας, αλλά το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων», σύμφωνα με τη μελέτη της δεξαμενής σκέψης Edam, που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη.
Η απώλεια του F-35 και η απόκτηση του S-400 θέτει επίσης μια σειρά από ερωτήματα για την ικανότητα της Τουρκίας να συμμετάσχει σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ. Η συμμαχία «θα προσπαθήσει να βρει δρόμο για μια δημιουργική σχέση, όπου είναι εφικτό», δήλωσε η Ρέιτσελ Έλεχους, πρώην ανώτερο στέλεχος του Πενταγώνου. «Σε ό,τι αφορά τις πρακτικές επιπτώσεις, όπως η διαλειτουργικότητα ή η ικανότητά μας να ανταποκριθούμε σε συλλογικές αμυντικές υποχρεώσεις, η ανταλλαγή πληροφοριών ή οι επιχειρήσεις από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, μια καλή σχέση εργασίας ίσως να γίνει εφικτή». Ακόμα και αν το επιθυμεί ο Τραμπ, παραμένει ασαφές το κατά πόσο θα καταφέρει να προστατεύσει την Τουρκία μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με τον νόμο CAATSA, για να καθυστερήσει την επιβολή των κυρώσεων ο Λευκός Οίκος θα πρέπει να υποβάλλει κάθε έξι μήνες έκθεση στο Κογκρέσο, με την οποία θα επικυρώνει ότι η Τουρκία «περιορίζει σημαντικά» τις δουλειές της με τη Ρωσία.
Διακομματική οργή στο Κογκρέσο
Το πρόβλημα για την κυβέρνηση Τραμπ είναι πως στο Κογκρέσο υπάρχει μεγάλη, διακομματική οργή απέναντι στην Τουρκία. Η οργή αυτή φουντώνει επί χρόνια εξαιτίας μιας σειράς από διαμάχες – από την φυλάκιση υπαλλήλων του αμερικανικού προξενείου μέχρι τη σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Τούρκος Πρόεδρος εναντίον του Ισραήλ. Ταυτόχρονα, πολλοί Αμερικανοί βουλευτές θέλουν να στείλουν προειδοποιητικό μήνυμα σε άλλες χώρες -ανάμεσά τους η Ινδία και η Σαουδική Αραβία- που σχεδιάζουν να αγοράσουν S-400.
Η γερουσιαστής των Δημοκρατικών Τζιν Σαχίν, που πρωτοστάτησε στις προσπάθειες να τιμωρηθεί η Άγκυρα, όχι μόνο για την αγορά των S-400 αλλά και για τη φυλάκιση του πάστορα Μπράνσον, καθώς για μια σειρά από άλλα θέματα αμερικανικού ενδιαφέροντος, θεωρεί πως η απόκτηση του ρωσικού πυραυλικού συστήματος από την Τουρκία αποτελεί «κρίσιμο σημείο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ». Ζητάει από τον Τραμπ να επιβάλει «κλιμακωτές κυρώσεις» και εκτιμά ότι «ο Πρόεδρος θα πρέπει να θέσει ορόσημα και να ενημερώσει το Κογκρέσο για τους τρόπους με τους οποίους θα αποτρέψει την Τουρκία και άλλες χώρες από το να αποκτήσουν περαιτέρω ρωσικά οπλικά συστήματα που υπονομεύουν τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ».
Πολλοί σημαίνοντες Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές έχουν επίσης εκφράσει ανησυχίες, ανάμεσά τους ο Τζιμ Ριτς, Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, και ο Τζιμ Ινχόφε, Πρόεδρος της Επιτροπής Στρατιωτικών Υποθέσεων.
Στο ψυγείο οι S-400;
Η κυβέρνηση Τραμπ εμφανίζεται να αναζητεί ένα νέο συμβιβασμό. «Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλες κυρώσεις, αλλά, ειλικρινά, αυτό που αληθινά θα θέλαμε είναι μην τεθούν σε επιχειρησιακή λειτουργία οι S-400», δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στα τέλη Ιουλίου. Ο Πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε πως η τεχνολογία δεν θα ενεργοποιηθεί πριν από τον Απρίλιο του 2020, αφήνοντας περιθώριο για περαιτέρω διαπραγμάτευση.
Ωστόσο, υπάρχει διακομματική συναίνεση για την κατάθεση ξεχωριστού νόμου, που θα επιβάλει στον Πρόεδρο να τιμωρήσει την Τουρκία, μετά το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών και τη συνεδρίαση του Κογκρέσου στις αρχές Σεπτεμβρίου. Εάν εγκριθεί ένα τέτοιο νομοσχέδιο με πλειοψηφία δύο τρίτων, θα είναι αδύνατον για τον Τραμπ να προβάλει βέτο.
Υπάρχουν και άλλες πιθανές παγίδες. Μετά από εντατικές διαπραγματεύσεις φαίνεται πως απετράπη -τουλάχιστον προσωρινά- μια αναμέτρηση μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας για τη Συρία, ωστόσο παραμένουν οι μεταξύ τους σοβαρές διαφωνίες για το μέλλον της περιοχής που ελέγχεται από τους Κούρδους.
Με δεδομένη τη βαθιά αντιπάθεια που υπάρχει στην Ουάσιγκτον απέναντι στην Τουρκία, ορισμένοι αναλυτές αναρωτιούνται αν έπραξε έξυπνα η Άγκυρα βάζοντας όλα τα αυγά της σε ένα καλάθι – αυτό που ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ Έρικ Έντελμαν χαρακτήρισε ως «ένα βρόμικο αυταρχικό ρομάντζο» μεταξύ των Ερντογάν και Πούτιν.
Η Ασλί Αϊντιντασμπάς πιστεύει πως οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020, όπου ο Τραμπ θα διεκδικήσει ακόμα τέσσερα χρόνια παραμονής στον Λευκό Οίκο, συνιστούν μεγάλο ρίσκο για την Τουρκία. «Η Άγκυρα έχει επενδύσει τα πάντα στον Τραμπ», λέει. «Ποιος μπορεί να πει τι θα γίνει στην Αμερική; Θα μπορούσε να χάσει».
Πηγή: Financial Times. Των Laura Pitel (Άγκυρα), Aime Williams (Ουάσιγκτον) και Henry Foe (Μόσχα) / Μετάφραση: Αυγή