Πουθενά στον κόσμο, ούτε καν στη Βόρεια Κορέα, σύμφωνα με το Spiegel, οι πολίτες δεν παρακολουθούνται τόσο στενά από τις αρχές όσο στην αυτόνομη περιφέρεια των Ουιγούρων, την κινεζική επαρχία Σινγιάνγκ. Η περιοχή είναι τετραπλάσια σε έκταση από τη Γερμανία και συνορεύει με οκτώ χώρες, μεταξύ των οποίων το Αφγανιστάν, το Τατζικιστάν και το Καζακστάν. Η «αυστηρή εποπτεία» δεν είναι καινούργια υπόθεση για τη Σινγιάνγκ, αλλά τους τελευταίους μήνες η κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Στο στόχαστρο βρίσκονται οι Ουιγούροι, η τουρκόφωνη μειονότητα των 10 εκατ. σουνιτών μουσουλμάνων με την οποία το Πεκίνο έχει ανοιχτή κόντρα και την οποία αντιμετωπίζει ως «εμπόδιο για την ανάπτυξη μίας αρμονικής κοινωνίας», πεποίθηση που παγιώθηκε μετά το κύμα επιθέσεων που εξαπέλυσαν οι ισλαμιστές μαχητές.
Οι Ουιγούροι θεωρούν εαυτούς ως μειονότητα που δοκιμάζεται από πολιτισμικές, θρησκευτικές και οικονομικές διακρίσεις. Όταν η επαρχία Σινγιάνγκ ενσωματώθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1949, αποτελούσαν το 80% του πληθυσμού της περιοχής. Η ελεγχόμενη μαζική μετανάστευση Κινέζων Χαν στη Σινγιάνγκ -με στόχο, όπως υποστηρίζουν οι Ουιγούροι, την αλλοίωση του πληθυσμού- μείωσε τον πληθυσμό τους στο 45%, καθώς από την οικονομική άνθηση της περιοχής, η οποία διαθέτει άφθονα αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, επωφελούνται κατά κύριο λόγο οι μετανάστες Χαν.
Όταν οι Ουιγούροι άρχισαν να διαμαρτύρονται το Πεκίνο έσφιξε τον κλοιό γύρω τους και η επαρχία τέθηκε σε κατάσταση τόσο αυστηρής εποπτείας, που ακόμη και για τα δεδομένα της Κίνας, θεωρήθηκε ακραία. Σύμφωνα με τον Γερμανό ειδικό στην Σινγιάνγκ, Adrian Zenz η περιφερειακή κυβέρνηση προσέλαβε πάνω από 90.000 αστυνομικούς μόνο τα τελευταία δύο χρόνια, διπλάσιους από όσους τα προηγούμενα επτά χρόνια. Με περίπου 500 αστυνομικούς για κάθε 100.000 κατοίκους, η αστυνομική παρουσία έγινε ασφυκτική.
Πέρα από τους αστυνομικούς, το Πεκίνο εξόπλισε τη μακρινή επαρχία, με υπερσύγχρονη τεχνολογία επιτήρησης, όπως κάμερες που φωτίζουν και τον πιο μικρό δρόμο, από την πρωτεύουσα Ουρούμκι έως το πιο απομακρυσμένο ορεινό χωριό. Σκάνερ και sniffers WiFi -εργαλεία και προγράμματα που επιτρέπουν την παρακολούθηση της κυκλοφορίας δεδομένων από ασύρματα δίκτυα- βρίσκονται παντού, σε σταθμούς, αεροδρόμια και άλλα σημεία ελέγχου. Στη συνέχεια, ο όγκος των δεδομένων συγκεντρώνεται σε μία «πλατφόρμα κοινών ενεργειών», στην οποία βρίσκονται αποθηκευμένα επιπλέον data για τον πληθυσμό, όπου είναι καταγεγραμμένα στοιχεία που αφορούν από τις καταναλωτικές συνήθειες και την τραπεζικές κινήσεις κάθε κατοίκου, μέχρι την κατάσταση της υγείας του, και το προφίλ του DNA του.
Οποιοσδήποτε φανεί ύποπτος από τα data τίθεται αυτομάτως υπό κράτηση. Η εξαφάνιση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων τους τελευταίους μήνες συνδέεται με το «δίκτυο» εκατοντάδων στρατοπέδων επανεκπαίδευσης. Ο Adrian Zenz εκτιμά ότι ο αριθμός των «εξαφανισθέντων» είναι πολύ υψηλότερος και φτάνει τις εκατοντάδες χιλιάδες. Η πρόσβαση σε ακριβή στοιχεία είναι δύσκολη και η λογοκρισία σκληρή. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το Spiegel απευθύνθηκε σε κατοίκους, αλλά όσοι δέχτηκαν να μιλήσουν το έκαναν υπό καθεστώς ανωνυμίας. Είναι τόσο ιδιότυπη η κατάσταση στην επαρχία Σινγιάνγκ, μία από τις πιο απομακρυσμένες της Κίνας, ώστε η ατμόσφαιρα παραπέμπει σε δυστοπία.
Αστυνομία, μπλόκα και «ρουφιάνοι»
Η πρωτεύουσα έχει πληθυσμό 3,5 εκατ. κατοίκους, το 75% των οποίων είναι Κινέζοι Χαν. Η μεγαλύτερη μειονότητα είναι οι Ουιγούροι, ενώ ο πληθυσμός αποτελείται επίσης, από Μογγόλους και μουσουλμάνους Χουέι. «Όλες οι εθνοτικές ομάδες είναι μαζί όπως οι κόκκοι του ροδιού» γράφει μία πινακίδα στην πρωτεύουσα. «Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς τους Ουιγούρους» λέει ένας Κινέζος Χαν που εργάζεται για το στρατό. «Είναι φιλικοί, αλλά στην πραγματικότητα μόνο μεταξύ τους κολλάνε».
Η πολεμική μεταξύ των δύο εθνοτικών ομάδων είναι παλιά και με τις δεκαετίες έχει γίνει ακόμη πιο έντονη. Το 2009, οι ταραχές που ξέσπασαν κόστισαν τη ζωή σε 200 ανθρώπους. Οι περισσότεροι από τους νεκρούς ήταν Κινέζοι Χαν. Το 2014, Ουιγούροι αυτονομιστές σκότωσαν με μαχαίρια 31 ανθρώπους στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Κουνμίνγκ. Λίγους μήνες αργότερα, δύο αυτοκίνητα έσπειραν τον θάνατο σε πολυσύχναστη αγορά του Ουρούμκι αφήνοντας δεκάδες θύματα. Οι μεγάλες επιθέσεις έχουν μειωθεί έκτοτε, αλλά μεταξύ των Κινέζων Χαν κυκλοφορούν φήμες ότι αιματηρά περιστατικά συνεχίζουν να συμβαίνουν, απλά αποσιωπούνται.
Πριν από δύο χρόνια, το Πεκίνο έστειλε στην Σινγιάνγκ τον σκληροπυρηνικό Chen Quanguo, επικεφαλής του κόμματος στο Θιβέτ. Ο Quanguo εφάρμοσε την πολιτική που είχε υιοθετήσει στο Θιβέτ, στον πυρήνα της οποίας είναι η καταστολή. Έκανε αστυνομικά τμήματα σε ολόκληρη την επαρχία. Εισήγαγε ένα σύστημα που παραπέμπει στα ναζιστικά Blockwarts, σύμφωνα με το οποίο μέλη της τοπικής επιτροπής του Κόμματος επιθεωρούν τα σπίτια και ανακρίνουν τους ανθρώπους, υποβάλλοντας ερωτήσεις που αφορούν τη ζωή και την καθημερινότητα τους, όπως, ποιος ζει εδώ και ποιος σας επισκέφθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και οι ελεγκτές ελέγχονται: Για να αποδείξει ο ελεγκτής ότι έκανε έλεγχο τοποθετεί στο εσωτερικό της εξώπορτας των διαμερισμάτων ετικέτες με bar code. Προκειμένου δε, να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα, καθένας είναι υποχρεωμένος να ελέγχει τον γείτονα του και εάν χρειαστεί να στραφεί εναντίον του. «Εσείς και ο γείτονάς σας είστε τώρα υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλον. Αν κάποιος από εσάς κάνει κάτι ασυνήθιστο, ο άλλος θα θεωρηθεί υπεύθυνος» αναφέρει η εντολή. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, υπάρχουν άνθρωποι που, όπως λένε, αγαπούν τη χώρα τους, αλλά αρνούνται να κατασκοπεύσουν τον γείτονας τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί και η πλούσια σε ιστορία πόλη – όαση Τούρπαν, πάνω στο παλιό Δρόμο του Μεταξιού. Για να επισκεφθεί κανείς το μουσείο της πρέπει να επιδείξει ταυτότητα. Ο εξωτερικός φράχτης είναι από συρματόπλεγμα. Δώδεκα κάμερες εσωτερικού κυκλώματος καταγράφουν και την παραμικρή κίνηση στο κοντινό πάρκο, τη λίμνη και την παιδική χαρά. Οι φρουροί του μουσείου φορούν κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Δίπλα στους σαρωτές αποσκευών στην είσοδο του μουσείου υπάρχουν ασπίδες που χρησιμοποιούνται από τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας «για τον έλεγχο του πλήθους». Κάτι ανάλογο συμβαίνει επίσης, σε καταστήματα, εστιατόρια, μουσεία, νοσοκομεία και ξενοδοχεία. Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί φυλάσσονται σαν να είναι στρατιωτικές βάσεις.
Συλλήψεις και «στρατόπεδα επανεκπαίδευσης»
Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι συλλήψεις αφορούν κατά κύριο λόγο άνδρες και γίνονται είτε αργά τη νύχτα, είτε νωρίς το πρωί. Οι αρχές επικαλούνται λόγους όπως οι επαφές με το εξωτερικό, οι συχνές επισκέψεις σε τζαμί, η κατοχή απαγορευμένου περιεχομένου στο κινητό ή στον υπολογιστή. Οι οικογένειες των συλληφθέντων περιμένουν μήνες μέχρι να μάθουν νέα τους. Και όταν καταφέρνουν να τους δουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να τους συναντήσουν πρόσωπο με πρόσωπο. Πηγαίνουν στο σημείο επισκεπτών και τους μιλούν μέσω video stream.
Στο Κάσγκαρ, την αρχαία πόλη, που βρίσκεται επίσης, στον Δρόμο του Μεταξιού, οι υποδομές επιτήρησης είναι εξελιγμένες, παρά ταύτα, οι αρχές επεξεργάζονται το επόμενο επίπεδο ελέγχου. Σύμφωνα με το Spiegel, οι κινεζικές αρχές σχεδιάζουν ένα σύστημα το οποίο θα αξιολογεί την «αξιοπιστία» κάθε πολίτη (social credit system), θα επιβραβεύει την πίστη και θα τιμωρεί την κακή συμπεριφορά. Οι Ουιγούροι προφανώς υπόκεινται ήδη σε ένα παρόμοιο σύστημα αξιολόγησης, το οποίο περιλαμβάνει κυρίως λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είναι «ενδιαφέρουσες» για την αστυνομία.
Κάθε οικογένεια αρχίζει με 100 πόντους, όπως εξηγεί άτομο που οι αρχές έχουν εντάξει στο σύστημα, αλλά οποιοσδήποτε έχει επαφές ή συγγενείς στο εξωτερικό, ειδικά σε ισλαμικές χώρες όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Μαλαισία, τιμωρείται χάνοντας πόντους. Κάποιος που έχει λιγότερους από 60 πόντους κινδυνεύει. Μία «λάθος» λέξη, μια προσευχή ή ένα τηλεφώνημα αρκούν για να στείλουν κάποιον για «επανεκπαίδευση» σε χρόνο μηδέν.