Το αμυντικό δόγμα των ΗΠΑ υπήρξε πάντοτε η αιχμή του δόρατος για την μεγαλύτερη υπερδύναμη του πλανήτη. Κάθε νέος πρόεδρος άμα τη εκλογή του ανακοίνωνε το αμυντικό δόγμα της χώρας και είτε αυτό ήταν εσωστρεφές – το δόγμα της απομόνωσης για παράδειγμα – είτε εξωστρεφές πάντα βασιζόταν στο τεράστιο οπλοστάσιο των ΗΠΑ. Στη νέα εποχή, το δόγμα αυτό εμπλουτίζεται, το ίδιο και τα παραδοσιακά όπλα. Νέο πεδίο είναι ο κυβερνοχώρος και παιχνίδια πολέμου τα κυβερνο-όπλα.
Παρότι ο κυβερνο-πόλεμος εντάσσεται στις αμυντικές υπηρεσίες της χώρας, αναδεικνύεται σε ξεχωριστό και ειδικής σημασίας τομέα. Σε αυτή τη λογική, οι ΗΠΑ αποκτούν και διακριτό κυβερνο-δόγμα. Το οποίο προσφάτως αναπτύχθηκε και ακόμη πιο προσφάτως άλλαξε κιόλας δραστικά.
Στα τέλη του Ιουνίου ένας ιρανικός πύραυλος χτύπησε ένα αμερικανικό drone. Το Ιράν υποστήριξε ότι το περιστατικό έγινε εντός του εναέριου χώρου του ενώ οι ΗΠΑ σε διεθνή εναέριο χώρο, χωρίς, ωστόσο, να παρουσιάσουν αξιόπιστες αποδείξεις. Όπως και να έχει, η διεθνής κοινότητα περίμενε αντίποινα που παραδοσιακά θα μπορούσαν να είναι ένα αεροπορικό χτύπημα. Υπήρξαν μάλιστα πληροφορίες πώς το χτύπημα αυτό διατάχθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ και ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή.
Coming out
Η απάντηση των ΗΠΑ, σύμφωνα με το Stratfor, ήρθε πάντως με άλλο τρόπο και συγκεκριμένα με τη μορφή κυβερνοεπίθεσης που στόχευε τα συστήματα ελέγχου των πυραύλων των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης. Εδώ ο στόχος των αντιποίνων δεν ήταν επίδειξη δύναμης – μεγαλύτερης από του αντιπάλου – αλλά η υποβάθμιση της ικανότητας του Ιράν να προχωρήσει σε αντίστοιχες κινήσεις εναντίον της Αμερικής.
Η επιλογή αυτής της απάντησης από την Αμερική, ίσως εκ πρώτης όψεως να φαίνεται φοβική με βάση αυτές στις οποίες οι ΗΠΑ έχουν συνηθίσει τη διεθνή κοινότητα, όμως αποτελεί ένα πρώτο βήμα σε μια θεμελιώδη αλλαγή στην στρατηγική της υπερδύναμης και την είσοδό της στις πρακτικές του κυβερνοπολέμου ως μέρους, αυτή τη φορά, του αμυντικού της δόγματος.
Ο Λευκός Οίκος έχει κατά καιρούς δημόσια εκφράσει την βούλησή του για την επέκταση της αμερικανικής δύναμης στον κυβερνοχώρο που θα συνοδεύεται με την επιλογή κυβερνοεπιθέσεων. Αυτό εκφράστηκε όμως και επίσημα στο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής για τον Κυβερνοχώρο του 2018. Επιπλέον, τον Μάιο του 2018 η πολιτική του κυβερνοχώρου απέκτησε δικό της ξεχωριστό στρατηγείο. Με δεδομένο ότι η πόρτα άνοιξε, είναι σίγουρο ότι η στρατηγική αυτή θα επιβιώσει και μετά την κυβέρνηση Τραμπ.
Οι ΗΠΑ δεν άρχισαν να ασχολούνται με την επέκταση των δραστηριοτήτων τους στον κυβερνοχώρο τώρα, αλλά εδώ και δυο δεκαετίες. Προφανώς θεωρούν το χώρο στρατηγικό. Επί Ομπάμα επιδιώχθηκε να διαμορφωθεί μια συνολική στρατηγική για τον κυβερνοχώρο σε τρεις πυλώνες: αύξηση της κυβερνοασφάλειας, αποτροπή των κυβερνοεπιθέσεων εναντίον των ΗΠΑ και ανάπτυξη αποτελεσματικής αντίδρασης και άμεσης αποκατάστασης σε περίπτωση επίθεσης.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν πραγματοποίησαν κυβερνοεπιθέσεις. Αντίθετα ήταν και παραμένουν έως και σήμερα ύποπτοι για εμπλοκή στην επίθεση του ιού Stuxnet το 2010 εναντίον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Επίσημα, ωστόσο, μέχρι και τον Ομπάμα το δόγμα των ΗΠΑ για τον κυβερνοχώρο παρέμενε αμυντικό.
Από την άμυνα στην επίθεση
Το 2018 η υπηρεσία για τον κυβερνοχώρο ανέφερε στο κείμενο της στρατηγικής της ότι οι ΗΠΑ, πρέπει να υπερασπιστούν εαυτόν όντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αντίπαλη δραστηριότητα, καταπολεμώντας επίμονα τους κακόβουλους φορείς του κυβερνοχώρου με στόχο να παράγουν συνεχή, τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό πλεονέκτημα.
Αυτή η κατεύθυνση ενισχύθηκε στην πρώτη πλήρη Εθνική Στρατηγική για τον Κυβερνοχώρο του Λευκού Οίκου, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο. Αν αυτή εφαρμοστεί πλήρως οι ΗΠΑ πλέον θα αντιμετωπίζουν με ένα επιθετικό δόγμα τους αντιπάλους τους στον κυβερνοχώρο.
Κυβερνο-υπερδυνάμεις
Οι ΗΠΑ δεν είναι η μοναδική χώρα που αναπτύσσει ένα τέτοιο δόγμα. Αντίθετα, ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακολουθούν. Χώρες όπως η Βρετανία και η Γαλλία έχουν ανακοινώσει ότι μπορούν – και δεν θα φοβηθούν – να προχωρήσουν σε κυβερνοεπιθέσεις. Το δε, ΝΑΤΟ που υποστηρίζει ότι ως συμμαχία δεν θα διενεργήσει κυβερνοεπιθέσεις, έχει δηλώσει ότι θα ενσωματώσει και θα συντονίσει τις δραστηριότητες των κρατών – μελών του. Αυτό σημαίνει ότι οι αψιμαχίες στον κυβερνοχώρο φεύγουν από τη σφαίρα του μυστικού κι αυτός γίνεται επίσημο πεδίο διαμάχης των χωρών.
Βασικός λόγος που οι χώρες προχωρούν σε μια τέτοια – επιθετική – προσέγγιση είναι ότι ο επιτιθέμενος μπορεί να χρησιμοποιήσει μη κρατικούς φορείς ως όχημα. Έτσι το θύμα της επίθεσης από τη μία πλευρά είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει αυτόν που κινεί τα νήματα αλλά και να αντιδράσει αποτρεπτικά. Έτσι το επιθετικό δόγμα γίνεται μια πιο ελκυστική επιλογή για τους κυβερνώντες. Παράλληλα λειτουργεί και αμυντικά, όπως και ένα συμβατικό οπλοστάσιο, στη λογική δηλαδή της αποτροπής υπό τον φόβο των αντιποίνων.
Αναφορικά με το ευρύτερο πλαίσιο του κυβερνοπολέμου αυτό αναμένεται να ξεκαθαρίσει τα επόμενα χρόνια. Μέχρι στιγμής οι πιο δυνατοί παίκτες θεωρούνται ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα. Οι τρεις κυβερνο-υπερδυνάμεις, ωστόσο, αποφεύγουν την ιδέα των συνομιλιών για τον κυβερνοχώρο, παρά τις προτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών. Πάντως είναι απίθανο να υπάρξει σύντομα ένα σαφές σύνολο κανόνων και ακόμη περισσότερο μια ευρεία συνθήκη που θα αναφέρει ποιοι στόχοι αποκλείονται για παράδειγμα.
Κυβερνο-οπλοστάσιο
Η απόφαση των ΗΠΑ να βγει στα ανοιχτά παίζοντας επίθεση στον κυβερνοχώρο σημαίνει ότι θα χρειαστεί και τα κατάλληλα όπλα. Το οπλοστάσιο στον κυβερνοχώρο αποτελείται από τα κατάλληλα εργαλεία, όπως κακόβουλα προγράμματα, ιούς, backdoors και άλλους κώδικες που απαιτούνται για μια κυβερνο-επίθεση. Αυτά τα όπλα δεν μπορούν να αναπτυχθούν εν μία νυχτί. Έτσι οι ΗΠΑ, με δεδομένο το νέο δόγμα τους σίγουρα δουλεύουν πάνω στην δημιουργία ενός σύγχρονου και συνεχώς αναπτυσσόμενου κυβερνο – οπλοστασίου.
Παράλληλα η κυβέρνηση Τραμπ κινεί τα νήματα ώστε να διευκολύνονται οι κυβερνοεπιθέσεις. Ένα πρώτο βήμα έγινε με την αλλαγή της πολιτικής Ομπάμα που έθετε κάποιους περιορισμούς στην έναρξη μιας κυβερνοεπίθεσης. Η αλλαγή επήλθε τον Αύγουστο του 2018 και «έλυνε» τα χέρια του Αμερικανού προέδρου. Ακολούθησαν οι απειλές του Τραμπ σε Ρωσία και Κίνα, ότι οι ΗΠΑ έχουν πλέον τη δυνατότητα να εξαπολύσουν κυβερνοεπιθέσεις και δεν θα διστάσουν να το κάνουν.
Επιπλέον, με το μυστικό Προεδρικό Διάταγμα 13 για την Εθνική Ασφάλεια ο Τραμπ έδωσε περισσότερες εξουσίες στο Πεντάγωνο για επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, μειώνοντας παράλληλα την εποπτεία από άλλες κρατικές υπηρεσίες αλλά και στο Τμήμα Άμυνας που θα μπορεί να λειτουργεί χωρίς προεδρική εντολή.