Γιώργος Στάμκος
Ένα μεγάλο “γεωπολιτικό πόκερ” διαδραματίζεται το τελευταίο διάστημα στην περιοχή μας με επίκεντρο τις προκλητικές και επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Εκ πρώτης όψεως οι στόχοι της Άγκυρας επικεντρώνονται στην αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), και συγκεκριμένα των νομίμων δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας να αξιοποιεί την ΑΟΖ που της αντιστοιχεί στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και των αντίστοιχων ελλαδικών, που απορρέουν από το σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Ως γνωστόν η Άγκυρα ερμηνεύει κατά το δοκούν το Δίκαιο της Θάλασσας και υποστηρίζει πως τα νησιά, και εν προκειμένω η Κύπρος, έχουν περιορισμένη επήρεια στο θέμα της ΑΟΖ σε σχέση με τα παράκτια ηπειρωτικά κράτη, όπως η ίδια.
Διεκδικώντας μερίδιο της “ενεργειακής πίτας” της Ανατολικής Μεσογείου
Ουσιαστικά όμως η Τουρκία, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τους Τουρκοκυπρίους και τα “δικαιώματα” της λεγόμενης “ΤΔΒΚ”, καθώς και χαράσσοντας αυθαίρετα επί χάρτου τη δική της ΑΟΖ, που φτάνει μέχρι εκείνη της Αιγύπτου ακόμη και της Λιβύης (!), επιθυμεί διακαώς να συμμετάσχει στη διανομή της τεράστιας “ενεργειακής πίτας” της Αν. Μεσογείου – “τίποτε λιγότερο από τα μισά”, όπως συχνά δηλώνει και ο ίδιος ο Ερντογάν. Στο ζήτημα αυτό η Τουρκία έχει υιοθετήσει τη συμπεριφορά ενός δύστροπου παιδιού που, αφού “δεν το παίζουν” τα υπόλοιπα, προτιμά να τους “χαλάσει το παιχνίδι” τους. Δείχνει σαφέστατα αποφασισμένη και δεν αστειεύεται ή απλά μπλοφάρει, πιστεύοντας πως δεν θα υποστεί σοβαρές συνέπειας για την επιθετική συμπεριφορά της.
Αναμφίβολα όμως θεωρεί πως έχει “ζωτικά συμφέροντα” στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία έχει κάνει σαφές ότι θα πληρώσει οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματά της στην Αν. Μεσόγειο, γι’ αυτό και ξεκίνησε μία νέα περίοδο ώστε να δείξει την αποφασιστικότητά της στέλνοντας στην περιοχή τα γεωτρύπανα Γιαβούζ και Πορθητή και το ερευνητικό πλοίο Μπαρμπαρός.
Και αυτό διότι, από τη μία διαβλέπει μια σημαντική αύξηση των ενεργειακών της αναγκών κατά τις επόμενες δεκαετίες, λόγω και της οικονομικής της ανάπτυξης, κι από την άλλη διότι επιθυμεί να διαδραματίσει ρόλο περιφερειακής δύναμης στο γεωπολιτικά κρίσιμο σταυροδρόμι τριών ηπείρων.
Μια κίνηση υψηλού ρίσκου
Η εισβολή των τουρκικών γεωτρύπανων Φατίχ (Πορθητής) και Γιαβούζ στον χώρο της κυπριακής ΑΟΖ, που έχει χαρακτηριστεί από τη Λευκωσία ως “δεύτερο 1974”, επισημαίνει την αποφασιστικότητα της Τουρκίας, από τη μία να αποτρέψει αρνητικές προς τα συμφέροντά της εξελίξεις στην περιοχή, κι από την άλλη να στείλει το μήνυμα ότι κανένα ενεργειακό σχέδιο στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί με ασφάλεια χωρίς την επιθυμία και τη συμμετοχή της ίδιας. Πρόκειται ασφαλώς για μια κίνηση πολύ υψηλού ρίσκου. Αυτή τη φορά η Τουρκία δεν έχει απέναντί της μόνον την Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά και τους περιφερειακούς συμμάχους τους, όπως το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ειδικά χώρες όπως η Γαλλία, εταιρείες της οποίας συμμετέχουν στην εκμετάλλευση βυθοτεμαχίων της κυπριακής ΑΟΖ) και τις ΗΠΑ.
Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ έχουν βαθύνει το ρήγμα της Άγκυρας με τις Βρυξέλλες, καθώς το ζήτημα δεν είναι πλέον διμερές, ή περιφερειακό, αλλά ευρω-τουρκικό, καθώς αφορά τόσο τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., όσο και το δικαίωμα κρατών-μελών της Ένωσης, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, να αξιοποιεί απρόσκοπτα πόρους που βρίσκονται εντός της νόμιμης ΑΟΖ της. Η πρόσφατη απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., όπως άλλωστε και η έκθεση (29.5.2019) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διεύρυνση της Ε.Ε. προς την Τουρκία, υπήρξαν “καταπέλτες” κατά της Άγκυρας καταδικάζοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις παράνομες ενέργειές της στην κυπριακή ΑΟΖ, ενώ άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο αντιποίνων με την επιβολή κλιμακωτών κυρώσεων, που θα πλήξουν πρωτίστως την ευάλωτη τουρκική οικονομία. Η απόφαση αυτή ενίσχυσε τις θέσεις της Κύπρου και της Ελλάδας, που λειτουργούν ως πυλώνες σταθερότητας και φορείς του Διεθνούς Δικαίου σε μια κρίσιμη αλλά ασταθή περιοχή. Αντίθετα προκάλεσε επιπλέον νευρικότητα και δυσαρέσκεια στην Τουρκία, που κατηγόρησε την Ε.Ε. ότι “χειραγωγείται και ασπάζεται αποκλειστικά τις ελληνικές θέσεις”, αντί να παίξει το ρόλο του “Ποντίου Πιλάτου”, όπως παραδοσιακά επιθυμεί η Άγκυρα για τις Βρυξέλλες.
Το “κόκκινο πανί” της προμήθειας των ρωσικών S-400
Το άλλο ζήτημα που αυξάνει κατακόρυφα την ένταση στην περιοχή είναι εκείνο της επικείμενης παραλαβής από την Τουρκία των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400. Η κίνηση αυτή αποτελεί “κόκκινο πανί” για την Ουάσιγκτον, η οποία έχει μια σειρά διαφωνιών με την Άγκυρα σ’ ένα τόξο, που ξεκινά από το βόρειο Ιράκ και τη βόρεια Συρία και φτάνει μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και την κυπριακή ΑΟΖ.
Θεωρείται ως η “σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι” των τεταμένων, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Για την Ουάσιγκτον η αγορά του ρωσικού συστήματος S-400 δεν είναι απλά “μη συμβατή” με τα αμυντικά συστήματα του ΝΑΤΟ. Συνιστά επίσης ζήτημα αξιοπιστίας και ύψιστη πρόκληση ένα κράτος-μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας να προμηθεύεται υψηλής τεχνολογίας όπλα από μια εν δυνάμει εχθρική δύναμη, τη Ρωσία. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο και να πλήξει το σχεδόν μονοπώλιο της τροφοδοσίας των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ με σύγχρονα αμερικανικά όπλα, που αποφέρουν στην αμερικανική αμυντική βιομηχανία δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο -κάτι που ενδιαφέρει πρωτίστως τον επιχειρηματία-πρόεδρο Τραμπ.
East Med Act: Έρχονται τα αντίποινα;
Ως άμεσα αντίποινα η Ουάσιγκτον σκέφτεται να αναστείλει την παράδοση στην Τουρκία των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35, στο πρόγραμμα κατασκευής των οποίων συμμετέχει και η τουρκική αμυντική βιομηχανία. Επίσης η αγορά και εγκατάσταση στην Τουρκία των ρωσικών S-400, που προβλέπεται να ξεκινήσει τον Ιούλιο, αφήνει τη χώρα εκτεθειμένη σε αμερικανικές τιμωρητικές κυρώσεις, που απορρέουν από έναν νόμο του 2017 γνωστός και ως Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act. Αυτό γίνεται όλο και πιο πιθανό μετά κι από την κατάθεση του «East Med Act» στην ολομέλεια του Σώματος της Αμερικανικής Γερουσίας. Το «Νομοσχέδιο για την Ασφάλεια και την Ενεργειακή Συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο», όπως ονομάζεται επίσημα, το οποίο επιχειρεί να αναδιαμορφώσει την γεωπολιτική στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, θα μπορούσε να προσθέσεις νέους πονοκεφάλους στην Άγκυρα.
Η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν στους G20: “κλείσιμο το μάτι” για αναβολή των κυρώσεων για τους S-400;
Όλα αυτά τα ανοικτά ζητήματα δεν συζητήθηκαν εκτενώς στη 35λεπτη συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν στα πλαίσια της Συνόδου των G 20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, παρά μόνον ανταλλάγησαν εκατέρωθεν μηνύματα και “ανησυχίες”. Ο Αμερικανός πρόεδρος φάνηκε να κινήθηκε προς αποκλιμάκωση δηλώνοντας πως «η Τουρκία ήταν πάντα φίλος μας», ενώ ταυτόχρονα έριξε τις ευθύνες στη διακυβέρνηση Ομπάμα, για την αρνητική στάση της το 2013 στο ζήτημα της πώλησης των αμερικανικών πυραύλων Patriot. Παραδεχόμενος πως η κατάσταση με τους S-400 είναι «περίπλοκη», διευκρίνισε πως «εξετάζει διάφορες λύσεις», καθώς αποτελεί κοινό μυστικό πως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να χάσουν αμαχητί μια τόσο σημαντική χώρα, όπως η Τουρκία, ή να την παραδώσουν στην αγκαλιά της Ρωσίας. Στην ουσία ο πρόεδρος Τραμπ φάνηκε πως “έκλεισε το μάτι” στον Ερντογάν για το ενδεχόμενο αναβολής της επιβολής κυρώσεων λόγω της απόκτησης από την Τουρκία των ρωσικών S-400, αν και αυτό πλέον δεν αφορά μόνον τον ίδιο αλλά και την αμερικανική Γερουσία, και φυσικά το “βαθύ κράτος” των ΗΠΑ.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε πως “υπάρχει στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ (…) και πιστεύω πως αυτό θα συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο”. Ταυτόχρονα όμως δεν άφησε καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία δε θα παραλάβει μέσα στον Ιούλιο τους ρωσικούς S-400, που είναι “τελειωμένη υπόθεση”. Παράλληλα, κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Πούτιν, επισήμανε το υψηλό επίπεδο των τουρκο-ρωσικών σχέσεων, ενώ έκανε έκκληση να επιταχυνθούν οι διαδικασίες κατασκευής του πρώτου -και μάλιστα ρωσικής κατασκευής- πυρηνικού σταθμού στην Τουρκία, στο Ακουγιού της Μεσογείου, ώστε να λειτουργεί ως το 2023, που είναι και η επέτειος των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Όλα αυτά συγκλίνουν πως το “μεγάλο παζάρι” της Τουρκίας συνεχίζεται, όσο η χώρα διέρχεται μια βαθιά οικονομική και υπαρξιακή κρίση, και τίποτε δεν έχει κλείσει οριστικά. Ο Ιούλιος και το επόμενο διάστημα θα είναι περίοδος καθοριστικών εξελίξεων που θα κρίνουν τον νέο ρόλο της Τουρκίας καθώς και το γεωπολιτικό μέλλον της περιοχής.
Οικονομική και υπαρξιακή κρίση
Είναι ολοφάνερο πως η σημερινή Τουρκία διέρχεται μια πολύ σοβαρή οικονομική κρίση και ταυτόχρονα και μια βαθιά υπαρξιακή κρίση. Η οικονομία της βρίσκεται για δεύτερο εξάμηνο βυθισμένη στην ύφεση, η τουρκική λίρα έχει χάσει το 40% της αξίας της μέσα σε ένα χρόνο, ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός, τα επιτόκια αυξημένα μαζί με την αβεβαιότητα, το αξιόχρεο της χώρας αλλά και των τουρκικών επιχειρήσεων υποβαθμίζεται συνεχώς, και υπάρχει κίνδυνος εκτεταμένων χρεοκοπιών αλλά και προσφυγής της χώρας στη μέγγενη του ΔΝΤ. Το “τουρκικό οικονομικό θαύμα” που δημιούργησε ο Ερντογάν κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής του, μοιάζει να καταρρέει, μαζί με τα φαραωνικά έργα που εξάγγειλε ο “σουλτάνος” της Άγκυρας.
Ακόμη και η μεσαία τάξη της Τουρκίας αρχίζει πλέον να υποφέρει οικονομικά και να γυρίζει την πλάτη στον Ερντογάν, όπως έδειξε και η θεαματική επανεκλογή στις 23 Ιουνίου του Εκρέμ Ιμάμογλου στο Δήμο Κωνσταντινούπολης.
Το φαινόμενο Ιμάμογλου: Αμφισβήτηση στο εσωτερικό από τη φιλοδυτική αντιπολίτευση
Αν και προέρχεται από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ο 49χρονος Εκρέμ Ιμάμογλου κατέβηκε ως κοινός υποψήφιος της τουρκικής αντιπολίτευσης κι έγινε ένας ανερχόμενος αστέρας στην τουρκική πολιτική σκηνή και μια σοβαρή εναλλακτική λύση απέναντι στον επί 17 χρόνια πολιτικά ισχυρό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που βλέπει την “καρέκλα του να τρίζει”. Υπόψιν ο Ερντογάν, προτού γίνει πρωθυπουργός και στη συνέχεια πρόεδρος της Τουρκίας, υπήρξε δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης. Σε αντίθεση με τον Ερντογάν ο Ιμάμογλου και οι πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπεί έχουν σαφέστατο και σταθερό φιλοδυτικό και φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό με ότι αυτό συνεπάγεται.
Πολλοί Τούρκοι θεωρούν πως ο Ιμάμογλου στις επόμενες προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν το 2023 θα είναι πιθανότατα αυτός που θα “εκπαραθυρώσει” τον Ερντογάν από το πολυτελές προεδρικό μέγαρο που έκτισε στην Άγκυρα. “Αυτό που είδαμε στις εκλογές, ειδικά στον δεύτερο γύρο, είναι η προετοιμασία για τις προεδρικές εκλογές του 2023. Ο Ιμάμογλου είναι πλέον ο κύριος αντίπαλος του Ερντογάν και μια πραγματική εναλλακτική λύση “, εξηγεί ο Τούρκος πολικός αναλυτής Gozde Kilic-Yasin.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή η πρώτη πολιτική και εκλογική ήττα και γενικώς η εντεινόμενη αμφισβήτηση στο εσωτερικό του, τείνει να κάνει τον Ερντογάν ακόμη πιο νευρικό και απρόβλεπτο, με συχνά εθνικιστικά και μεγαλομανή ξεσπάσματα, προκειμένου να συσπειρώσει τους οπαδούς τους και να προσελκύσει υποστηρικτές κι από την εθνικιστική Δεξιά της Τουρκίας.
Ελλάδα: εκτός από αποτρεπτική ισχύ και συμμαχίες, γέφυρες με την “άλλη” Τουρκία
Αυτή η συμπεριφορά όμως απομακρύνει την Τουρκία ακόμη περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Δύση γενικότερα και εμπεριέχει κινδύνους “ατυχήματος” και “θερμού επεισοδίου” με την Ελλάδα. Κανένας στη Δύση, και ειδικά κανένας εχέφρων Έλληνας, δεν επιθυμεί να δει τη γειτονική Τουρκία να εξελίσσεται σε “κανόνι ελεύθερο στο κατάστρωμα” ή σε “τρελό φορτηγό με σπασμένα φρένα”.
Η χώρα μας δεν αρκεί να παρακολουθεί ψύχραιμη τις εξελίξεις, επικαλούμενη μονίμως τον σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά και να ενισχύει την αποτρεπτική της δυνατότητα, τόσο στον αμυντικό τομέα, όσο και με ισχυρές και αξιόπιστες διεθνείς συμμαχίες, ενώ θα έπρεπε να αρχίσει να ρίχνει γέφυρες προς την τουρκική αντιπολίτευση και προς τον τουρκικό λαό γενικότερα, με τον οποίο οφείλουμε να οικοδομήσουμε από κοινού ένα μέλλον ειρηνικής συνύπαρξης με αμοιβαίο όφελος, μέσα σ’ ένα δημοκρατικό σύμπαν.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.