Επιχειρώντας να διαχειριστεί επικοινωνιακά και όχι πολιτικά τις δυσμενείς εξελίξεις στα Ελληνοτουρκικά και τα κρίσιμα ζητήματα που συνδέονται σε διμερές επίπεδο και τη διπλωματική της απομόνωση σε διεθνές επίπεδο, η κυβέρνηση υποπίπτει διαρκώς σε νέες «γκάφες» ενώ αντιδρά με πρωτόγνωρο πανικό.
Τελευταία εξέλιξη η επίσημη υποδοχή του Χαφτάρ στην Αθήνα με την ανήκουστη προαναγγελία του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να στείλει στρατό στη Λιβύη, την οποία στη συνέχεια – μετά και τις αντιδράσεις – τη μάζεψε λέγοντας πως όταν μίλησε για «αποστολή δυνάμεων» δεν εννοούσε στρατό αλλά… «παρατηρητές». Όλα αυτά μια μέρα μετά την – καθυστερημένη – δήλωση του Πρωθυπουργού ότι σκοπεύει να ασκήσει βέτο μετά τον αποκλεισμό από τη διάσκεψη του Βερολίνου, με αποτέλεσμα να διερωτάται η κοινή γνώμη αλλά και σημαντικοί εξωτερικοί παράγοντες, σε τι ακριβώς προτίθεται να ασκήσει βέτο η Ελλάδα.
Πλέον καταστρατηγούνται θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής διπλωματίας μεταπολιτευτικά, καθώς η Ελλάδα δεν συνηθίζει να συνδιαλέγεται με «πολέμαρχους», ηγέτες ενόπλων που επιχειρούν να ανατρέψουν μια διεθνώς αναγνωρισμένη (αλλά αδύναμη στρατιωτικά) ηγεσία, όπως συμβαίνει με τη Λιβύη και τον Χαφτάρ. Και κυρίως δεν εμπλέκεται σε εσωτερικές διαμάχες άλλων κρατών, έχοντας «πληρώσει» ακόμη και τις περιπτώσεις που επιχείρησε στο παρελθόν μια «μυστική διπλωματία». Η Ελλάδα ως «δύναμη σταθερότητας», όπως συχνά (αυτό)προβάλλεται, και με πολύ συγκεκριμένο δόγμα εξωτερικής πολιτικής αποφεύγει τους «λεονταρισμούς» και, πολύ περισσότερο, δεν στέλνει στρατό σε εμπόλεμες ζώνες με τη μία ή την άλλη πλευρά εδώ και 70 χρόνια, παρά μόνο σε ειρηνευτικές αποστολές.
Αλλά και μέσα στην κυβέρνηση, Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών δεν φαίνεται να συμβαδίζουν στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ενώ συγκρούσεις παρατηρούνται και μεταξύ συνεργατών τους ή διπλωματικών παραγόντων σε κρίσιμα θέματα. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί η εσωκομματική ένταση που προκαλούν τα ελληνοτουρκικά με τη μετριοπαθή πτέρυγα της ΝΔ να υποστηρίζει ποια είναι η πραγματικότητα και οι ρεαλιστικοί συσχετισμοί δυνάμεων στην περιοχή, την εθνικιστική πτέρυγα να παρεμβαίνει – όπως μαρτυρά η συνέντευξη Σαμαρά με την κατηγορία για «συνθηκολόγηση» στην περίπτωση προσφυγής στη Χάγη – ή έμπειρους παράγοντες όπως η Ντόρα Μπακογιάννη που επισημαίνουν κομψά τις διπλωματικές ήττες.
Δεν χρειάζεται να αναφερθεί κανείς σε άλλες επιπόλαιες και άκρως επικίνδυνες δηλώσεις όπως η στήριξη στη δολοφονία Σουλεϊμανί, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις ή σε γεγονότα που πλήττουν το κύρος της χώρας και προσωπικά του Πρωθυπουργού, όπως το «χακάρισμα», μεταξύ άλλων, της ΕΥΠ που υπάγεται απευθείας στο Μαξίμου και στελεχώνεται από ένα εμφανώς ανεπαρκή για τη θέση Διοικητή.
Ότι η κυβέρνηση και πρωθυπουργός λειτουργούν ως μαθητευόμενοι μάγοι σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, δεν χρειάζεται περαιτέρω αποδείξεις. Μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να θεωρεί ως στοιχείο ισχυρής εξωτερικής πολιτικής τον ισχυρισμό του πως έχει «καλή χημεία με τον Τραμπ», προκαλώντας σκωπτικά σχόλια, με αναφορές και στην τελευταία επίσκεψη – φιάσκο στις ΗΠΑ. Όμως το γεγονός ότι υποτάσσουν στον πολιτικό εγωισμό και την μιντιακή τους εικόνα, την εξωτερική πολιτική, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που έχει οδηγήσει τη χώρα σε πολύ επικίνδυνο σημείο καθώς τρέχει πίσω από τις εξελίξεις.