Η κρίση που πυροδότησε και κλιμακώνει ο Ταγίπ Ερντογάν ανήκει στην κατηγορία όσων οι εχέφρονες πολιτικοί και πολίτες δεν εύχονται ούτε στον χειρότερο εχθρό τους. Πλέον, γίνονται πια προφανέστατες οι δυσχέρειες, τις οποίες θα αντιμετωπίσουν η χώρα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Η στήλη δεν πρόκειται, φυσικά, να εκδηλώσει την παλαιά ασθένεια του ελληνικού Τύπου με τη θρυλική συμβουλή “δεξιότερα Κουροπάτκιν” (προς τον Ρώσο στρατηγό και υπουργό Πολέμου κατά της Ιαπωνίας το 1904) για τις κινήσεις της κυβέρνησης τις επόμενες εβδομάδες.
Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, όταν οι κρίσεις εξελίσσονται, διαθέτουν περισσότερα στοιχεία προς αξιολόγηση. Ταυτόχρονα, είναι αυτονόητη η ανάγκη εθνικής συσπείρωσης και στήριξης της ηγεσίας της χώρας. Ωστόσο, όσο υπάρχει ακόμα καιρός, η κυβέρνηση οφείλει να σταθμίσει ψυχρά τους συσχετισμούς διπλωματικής ισχύος, ώστε να μην αυτοπαγιδευτεί στη λογική (ή παραλογισμό), τύπου ΣΥΡΙΖΑ, του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Γιατί, όπως και τότε, η σημερινή κυβέρνηση, ίσως παρασυρόμενη από υπεραισιοδοξία λίγους μήνες μετά τις εκλογές, αντιλαμβάνεται λανθασμένα αρκετές εξελίξεις σχετικά με τους εταίρους στην ΕΕ, τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ και τρίτες χώρες. Θα ήταν τραγικό, όταν ο κύκλος της κρίσης κλείσει, να ακούσουμε πάλι ότι υπήρχαν «αυταπάτες» τύπου 2015 στο Μαξίμου.
Το Μαξίμου έχασε χρόνο
Σε αυτό το πλαίσιο, συνοπτικά μπορούν να καταγραφούν αδύναμα σημεία. Σε αντίθεση με τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, το Μαξίμου ολιγώρησε ενόψει έναρξης της κρίσης, καθώς πληροφορίες για επικείμενη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης υπήρχαν από τον Ιούλιο, χωρίς να επιβεβαιώνονται άμεσα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι, όπως το 2015, η κλεψύδρα άδειαζε!
Σύμφωνα με πληροφορίες που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου η κυβέρνηση διέθετε πλέον στοιχεία για σοβαρότατες εξελίξεις εντός λίγων ημερών, χωρίς όμως να πράξει τίποτα. Το Μαξίμου έχασε πολύτιμο χρόνο μέχρι τις 27 Νοεμβρίου, οπότε δημοσιοποιήθηκε η ρηματική διακοίνωση της Άγκυρας στον ΟΗΕ. Τότε παρουσίαζε εικόνα προτεραιότητας στις δημόσιες σχέσεις με τον δημοφιλέστατο, αλλά μη συμβάλλοντα στη θωράκιση της χώρας, Στέφανο Τσιτσιπά!
Ορισμένες κυβερνητικές πρωτοβουλίες εκδηλώνονται, παραγνωρίζοντας τις διπλωματικές επιπτώσεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δικαίως αγανάκτησε με τις ίσες αποστάσεις του ΝΑΤΟ έναντι Ελλάδας-Τουρκίας, βάσει του δόγματος του Luns Ruling. Όμως, δεν δικαιολογείται να προσδοκά αλλαγή στάσης την επόμενη ημέρα. Όταν, μάλιστα, ο γενικός γραμματέας Γιενς Στόλτενμπεργκ έδωσε την (αναμενόμενη) αρνητική απάντηση, η Αθήνα επανήλθε με προαναγγελία καταδίκης της Τουρκίας από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ.
Δεν γνώριζαν στο Μαξίμου ότι κανένας ηγέτης κράτους-μέλους δεν δικαιούται να παρέμβει για θέμα εκτός ημερήσιας διάταξης; Ή μήπως υπάρχει ΝΑΤΟϊκή διαδικασία καταδίκης ενός μέλους; Όλα αυτά θα ήταν ίσως χρήσιμα προς ανύψωση του ηθικού της κοινής γνώμης, αλλά έχουν αντίθετο αποτέλεσμα, όταν η μία ήττα στο ΝΑΤΟ διαδέχεται την άλλη. Η κατάσταση θυμίζει αυτάρεσκες δηλώσεις των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ περί ελληνικών δικαίων στην Ευρωζώνη, πριν από το δημοψήφισμα.
Προτεραιότητα η εικόνα του πρωθυπουργού
Ορθώς το Μαξίμου εμφανίζεται ικανοποιημένο με τις ανακοινώσεις της ΕΕ και των ισχυρών κρατών, αλλά δεν νοούνται ενθουσιασμός και εφησυχασμός. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία καταδικάζουν μεν την κλιμάκωση της έντασης, χωρίς πάντως να εκφράζουν ολοκληρωμένη, σαφή (και μη επιδεχόμενη παρερμηνεία) νομική άποψη, ή διάθεση ανάμιξης. Η Γερμανία δεν διαταράσσει τις σχέσεις της με την Τουρκία και η Βρετανία δεν ομιλεί. Η Κίνα, παρά τα πρωτοφανή ανοίγματα του πρωθυπουργού, τηρεί αποστάσεις.
Για την δε επιτυχία στήριξης από το Ισραήλ, απαιτήθηκαν ανταλλάγματα στο διπλωματικό παρασκήνιο. Αντίθετα, θετικότατη είναι η στάση της Αιγύπτου και θετική της Γαλλίας. Βέβαια παραμένει ανεξήγητο γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντί να ευχαριστεί τον πρόεδρο Μακρόν, του επιτίθεται μέσω των Financial Times προς τέρψη των Έντι Ράμα και Ζόραν Ζάεφ, σε ρυθμούς παρόμοιους με του Αλέξη Τσίπρα προς τους ομολόγους του προ τετραετίας.
Το Μαξίμου παρουσιάζει άγχος για την οικοδόμηση εικόνας δυναμισμού από την πλευρά του πρωθυπουργού. Όμως παραγνωρίζει ότι αποδέκτης μηνυμάτων τέτοιες κρίσιμες ώρες είναι η διεθνής κοινότητα κι όχι οι Έλληνες ψηφοφόροι. Η κατάσταση ομοιάζει, σε αυτό το σημείο, με τα Ίμια του 1996. Ήταν τότε που συνεργάτες του Κώστα Σημίτη εξέδιδαν σκληρές ανακοινώσεις, ώστε να καλύψουν την κοινοβουλευτική αστοχία του περί «επιβεβλημένης μείωσης αμυντικών δαπανών».
Τελικά, οι μόνοι κερδισμένοι από την ελληνική φραστική πλειοδοσία ήταν οι Τούρκοι εμπνευστές των γκρίζων ζωνών. Δυστυχώς, όσοι έζησαν από κοντά, λόγω επαγγέλματος, την κρίση στα Ίμια, αντικρίζουν κι άλλες ανησυχητικές ομοιότητες. Επομένως, επειδή θα ακολουθήσουν πολλά και περίεργα, π.χ. με πρωτοφανείς ερμηνείες της Άγκυρας και ποικίλων καλοθελητών σχετικά με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, προέχει η κυβέρνηση να προετοιμάζεται για το χειρότερο. Κι ας ελπίζει το καλύτερο.