Συντάκτης: Σωτήρης Βαλντέν *
«Ο θόρυβος γύρω από τις δήθεν “νέες προκλήσεις” είναι καταφανώς τεχνητός. Πρόκειται για μια προσπάθεια της τελευταίας στιγμής να αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση μέσω του εκφοβισμού των βουλευτών της αντιπολίτευσης και των ΑΝ.ΕΛΛ. που σκοπεύουν να υπερψηφίσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών»
Σάλος ξεσηκώθηκε για τις «νέες προκλήσεις» του Ζάεφ. Πρώτη είδηση επί ημέρες στον ΣΚΑΪ. Δικαιωμένος για την αντίθεσή του στη Συμφωνία των Πρεσπών δηλώνει ο Μητσοτάκης. Νεκρή κηρύσσει (και πάλι) τη συμφωνία ο Καμμένος. Ξανασκέφτονται τη θετική τους ψήφο, δηλώνουν ή υπονοούν στελέχη της ελάσσονος αντιπολίτευσης.
Πληροφορίες κυκλοφορούν πως δυσανασχετεί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και ο γνωστός προπαγανδιστικός μηχανισμός αναγγέλλει πως καταρρέει η πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας στη Βουλή, επίκειται η πτώση της κυβέρνησης και άρα επισπεύδονται οι εκλογές.
Ακόμη και ο αρχιτέκτονας της συμφωνίας Κοτζιάς δηλώνει με απρέπεια πως «θα τράβαγε τα αυτιά του Ζάεφ» αν ήταν στη θέση του Τσίπρα, ξεχνώντας τα ωραία που έλεγε πρόσφατα ως υπουργός. Η κυβέρνηση από την πλευρά της αφήνει να διαρρεύσει πως, μέσω του Νίμιτς, ανακάλεσε τον Ζάεφ στην τάξη και πως αυτός συμμορφώθηκε με μια «διορθωτική» (στην πραγματικότητα διευκρινιστική) δήλωση του εκπροσώπου του.
Τι είπε όμως ο Ζάεφ;
Αρχικά, τα ΜΜΕ και οι εξανιστάμενοι πολιτικοί απέφυγαν να το προσδιορίσουν. Ο Μητσοτάκης κατήγγειλε πως μίλησε για διδασκαλία της «δήθεν» μακεδονικής γλώσσας («στα σχολεία», προσέθεσαν κάποιοι). Στη συνέχεια κυκλοφόρησαν δύο βίντεο όπου ο Ζάεφ μιλάει και για «Μακεδόνες του Αιγαίου» και δηλώνει πως ο ίδιος δεν θα είναι «Βορειομακεδόνας», αλλά «Μακεδόνας» και δεν θα μιλάει τη «βορειομακεδονική», αλλά τη «μακεδονική» γλώσσα.
Οπερ έδει δείξαι, αναφωνούν οι μακεδονομάχοι μας: παραβιάζει τη Συμφωνία των Πρεσπών και εγείρει θέμα μακεδονικής μειονότητας.
Ας δούμε όμως τα πράγματα συγκεκριμένα:
Πρώτον, το ότι η γλώσσα της γείτονος είναι η μακεδονική αναγνωρίζεται ρητά στη συμφωνία (και το έχουμε αναγνωρίσει στο πλαίσιο του ΟΗΕ από το 1977). Συνεπώς, ουδέν που να συνιστά «νέα πρόκληση».
Τώρα, βάσει ποιας αρχής η διδασκαλία μιας γλώσσας, που μάλιστα αναγνωρίζεται επίσημα, απαγορεύεται σε μια δημοκρατική χώρα; Είναι λογικό τα ελληνικά να διδάσκονται στη Βόρεια Μακεδονία, αλλά τα μακεδονικά να μην μπορούν να διδάσκονται στην Ελλάδα; Αποτελεί «πρόκληση» ο Ζάεφ να υποθέσει πως η απαγόρευση θα αρθεί;
Κανείς βέβαια, ούτε ο Ζάεφ, δεν είπε πως η Συμφωνία των Πρεσπών επιβάλλει να διδάσκεται η μακεδονική γλώσσα και μάλιστα στα σχολεία μας. Πρόκειται προφανώς για ζήτημα που αφορά τα δικαιώματα των πολιτών μας και, όσον αφορά τα σχολεία, την εκπαιδευτική μας πολιτική. Ποιο θα ήταν όμως το πρόβλημα αν τα μακεδονικά διδάσκονταν μέσα ή έξω από τα σχολεία μας;
Δεύτερον, το ότι οι κάτοικοι της πλειοψηφούσας εθνότητας της γειτονικής μας χώρας θα συνεχίσουν όπως πριν να αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες είναι επίσης γνωστό. Ουδείς διανοήθηκε ποτέ πως η συμφωνία επιβάλλει στους γείτονες να μετονομάσουν την εθνότητά τους. Αρα ούτε εδώ υπάρχει «πρόκληση».
Ας δούμε όμως και τα περί μακεδονικής μειονότητας:
Ο Ζάεφ, απαντώντας σε έναν εθνικιστή βουλευτή που τον κατήγγειλε πως εγκατέλειψε τους «Μακεδόνες του Αιγαίου», υπενθύμισε –και μάλιστα ειρωνευόμενος το «ενδιαφέρον» του συνομιλητή του– πως επί 28 χρόνια που διήρκεσε η διαμάχη με την Ελλάδα, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ενώ τώρα, με την επίλυση της διαμάχης, θα μπορούν να διδάσκονται και τη γλώσσα τους. Εγείρει άραγε μειονοτικό ο Ζάεφ;
Αποτελεί αντικειμενικό γεγονός πως στην ελληνική Μακεδονία υπάρχουν κάτοικοι που έχουν μητρική γλώσσα τα μακεδονικά και πως μερικοί από αυτούς (όχι πολλοί πάντως) αυτοπροσδιορίζονται και ως εθνοτικά Μακεδόνες. Αυτούς οι γείτονές μας τους αποκαλούν ανέκαθεν «Μακεδόνες του Αιγαίου». Η ελληνική πολιτεία, μοιάζοντας σ’ αυτό περισσότερο με τριτοκοσμική χώρα παρά με κράτος-μέλος της Ε.Ε., όχι μόνο δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας, αλλά παρεμβάλλει και ποικίλα εμπόδια στην ελεύθερη έκφραση και οργάνωση αυτών των Ελλήνων πολιτών. Γι’ αυτό και έχουμε καταδικαστεί από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου.
Με την ανεξαρτητοποίηση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, περιλήφθηκε άρθρο στο Σύνταγμά της που, σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, προέβλεπε το ενδιαφέρον του κράτους για τους ομοεθνείς τους στις γειτονικές χώρες. Πράγματι, το διεθνές δίκαιο δίνει αυτό το δικαίωμα στις χώρες-μητέρες. Οπως δηλαδή η Ελλάδα νομιμοποιείται να επιδεικνύει ενδιαφέρον για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αλυτρωτικές βλέψεις.