Στο http://www.ert.gr διαβάσαμε:
της Μάχης Μαργαρίτη
Το μακρινό 1889, κυκλοφορούσε ένα άρθρο με τον τίτλο «The Gospel of Wealth» -ο αρχικός του τίτλος ήταν πιο λιτός, «Wealth», δηλαδή «Πλούτος». Το υπέγραφε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής, ο βιομήχανος Άντριου Κάρνεγκι. Στο κείμενο καλούσε τους πλούσιους να δίνουν τα χρήματά τους για το καλό της κοινωνίας, και έβαζε έτσι τα θεμέλια της «σύγχρονης φιλανθρωπίας», δωρίζοντας στο εξής το 90% της περιουσίας του. Τον επόμενο χρόνο, το 1892, το όνομά του ερχόταν και πάλι στην επικαιρότητα: αυτή τη φορά, με την «απεργία του Χόουμστεντ», στο βασικό του χαλυβουργείο στην Πενσιλβάνια. Όταν, λίγο πριν τη λήξη της συλλογικής σύμβασης εργασίας και τη διαπραγμάτευση για τη νέα, για να «σπάσει την αυτοπεποίθηση» των εργατών, ο πιο στενός του συνεργάτης προχωρούσε σε μειώσεις μισθών και λοκ άουτ -σύγκρουση που κορυφώθηκε με την αιματηρή συμπλοκή απεργών και ιδιωτικών φρουρών.
Αυτά συνέβαιναν στο τέλος του 19 ου αιώνα. Μέχρι τότε, ο καπιταλισμός ήταν «γυμνός», η εκμετάλλευση απροκάλυπτη -και αυτό έφερε εξεγέρσεις των καταπιεσμένων. Το σύστημα χρειαζόταν ένα «κοστούμι». Κάτι που θα προωθούσε την ιδέα ότι ο καπιταλισμός είναι η λύση και όχι η αιτία του προβλήματος. Η «καπιταλιστική φιλανθρωπία» που γεννήθηκε, κατά τον ιστορικό Μίκαελ Θόρουπ, όχι μόνο κρύβει τη σύγκρουση πλούσιων-φτωχών, αλλά, επιπλέον, εδραιώνει την πίστη ότι οι πλούσιοι είναι «ο καλύτερος, και ίσως ο μόνος, φίλος των φτωχών». Αλλά τα προβλήματα που ισχυρίζονται ότι λύνουν ή απαλύνουν οι «φιλάνθρωποι», έχουν τις ρίζες τους σε αυτό ακριβώς το οικονομικό σύστημα που τους επιτρέπει να συσσωρεύσουν τον τεράστιο πλούτο τους.
Ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Facebook, Μαρκ Ζούκερμπεργκ, είναι ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. Η περιουσία του εκτιμάται στα 81 δισεκατομμύρια δολάρια. Τον Φεβρουάριο του 2017, ανακοίνωνε ότι η Πρωτοβουλία Τσαν-Ζούκερμπεργκ,το ίδρυμα που έχουν δημιουργήσει με τη σύζυγό του, θα έδινε τρία εκατομμύρια δολάρια σε δωρεές για σπίτια, ώστε να βοηθήσουν να αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση στην περιοχή της Σίλικον Βάλεϊ, όπου είναι συγκεντρωμένες οι εταιρίες τεχνολογίας. Στο Σαν Φρανσίσκο τα ενοίκια έχουν εκτοξευτεί σε επίπεδο τέτοιο ώστε ακόμη και εργαζόμενοι στον τομέα της τεχνολογίας με εξαψήφιους μισθούς δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Για όσους έχουν μικρότερους μισθούς για να ζήσουν, και, ακόμη χειρότερα αν έχουν οικογένεια, η κατάσταση έχει γίνει αβίωτη. Αλλά η «έκρηξη» στη βιομηχανία των τεχνολογιών είναι βασικός παράγοντας της στεγαστικής κρίσης. Το ποσό που δωρίζουν οι Ζούκερμπεργκ είναι σαν τσιρότο σε πληγή που η δική του και άλλες εταιρίες άνοιξαν, έγραφαν πρόσφατα οι καθηγητές Ρόουντς και Μπλουμ σε άρθρο τους στον Guardian. «Μοιάζει σαν ο Ζούκερμπεργκ να ανακατευθύνει ένα θραύσμα της λείας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού της εποχής της τεχνολογίας, στο όνομα της γενναιοδωρίας, για να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ανισότητας στον πλούτο -τα οποία δημιουργεί ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επιτρέπει τη συσσώρευση αυτής της λείας.»
Και το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο.
Η θεσμοποίηση της φιλανθρωπίας
Τον Ιούνιο του 2013, στο κτίριο του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη έγινε μια εκδήλωση. 150 ήταν οι καλεσμένοι για τη δεύτερη ετήσια Φιλανθρωπική Σύνοδο του Forbes. Την εκδήλωση άνοιξε ο τότε γενικός γραμματέας του οργανισμού, Μπαν Κι-Μουν. Την παρακολούθησαν δισεκατομμυριούχοι όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Γουόρεν Μπάφετ. Σύμφωνα με το περιοδικό, οι συμμετέχοντες, που εκπροσωπούσαν «σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο από τον παγκόσμιο πλούτο, συζήτησαν πώς μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο, τη φήμη και το ταλέντο τους στο επιχειρείν για να εξαλείψουν τη φτώχια».
H φιλανθρωπία δεν είναι κάτι νέο. Όμως είναι τις τελευταίες δεκαετίες που έχει αρχίσει να οργανώνεται και να «θεσμοποιείται». Αυτές τις δεκαετίες είναι που καταγράφεται η μεγαλύτερη στην ιστορία αύξηση της οικονομικής ανισότητας σε όλο τον κόσμο. «Παρακολουθούμε έναν απίστευτο πλουτισμό των πλουσιότερων ατόμων σε παγκόσμιο επίπεδο, και υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στη συσσώρευση πλούτου, τη φθίνουσα φορολόγηση, και την αύξηση της ροής χρήματος σε φιλανθρωπικές δράσεις», έχει γράψει η κοινωνιολόγος Λίντσεϊ Μαγκόι, από το πανεπιστήμιο του Έσεξ. «Η φιλανθρωπία μπορεί να αυξάνεται, αλλά μόνο στο πλαίσιο της ανεξέλεγκτης ανισότητας.»
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ο φιλανθρωπικός τομέας έχει διογκωθεί με κάθε τρόπο -σε αριθμό ιδρυμάτων, μέγεθος ετήσιων χρηματοδοτήσεων, και εύρος δράσεων. Σιγά-σιγά, φιλανθρωπικοί οργανισμοί παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική ανάπτυξης, με δράσεις που αφορούν την υγεία, την τροφή και τη γεωργία. Η επιρροή τους στην ατζέντα μεγαλώνει. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Πρώτα από όλα, επίλυση προβλημάτων με τη λογική των «business», όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή και επέκταση του ιδιωτικού τομέα, και χάραξη στρατηγικών χωρίς ουσιαστική λογοδοσία. Τον Φεβρουάριο του 2008, ο Αράτα Κότσι, πρώην υπεύθυνος του προγράμματος του ΟΗΕ του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την ελονοσία, διαμαρτυρόταν σε εσωτερικό υπόμνημα στη Μάργκαρετ Τσαν, γενική διευθύντρια του ΠΟΥ, ότι το ίδρυμα Γκέιτς κυριαρχούσε στο πεδίο της έρευνας για την ελονοσία και υπήρχε κίνδυνος να προκληθεί «ασφυξία» σε διαφορετικές απόψεις στην επιστημονική κοινότητα. Μιλούσε για ομογενοποίηση της σκέψης και προειδοποιούσε ότι «γίνεται όλο και πιο δύσκολο να λάβει κανείς μια ανεξάρτητη μελέτη επιστημονικών στοιχείων».
Ένα άλλο κανάλι επιρροής είναι μέσω της τοποθέτησης μελών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων σε όργανα λήψης αποφάσεων σε διεθνείς οργανισμούς. Έγραφαν το 2015 σε μελέτη τους οι Μάρτενς και Σιτζ από το Φόρουμ για την Παγκόσμια Πολιτική, ότι το ίδρυμα Ροκφέλερ και το ίδρυμα Γκέιτς έχουν προωθήσει με μεγάλη επιτυχία τις βασισμένες στη λογική της αγοράς βιοιατρικές τους προσεγγίσεις στις παγκόσμιες προκλήσεις υγείας, στην έρευνα και την κοινότητα χάραξης πολιτικών υγείας -και παραπέρα. Πολλά κράτη, διεθνείς οργανισμοί υιοθέτησαν την προσέγγισή τους και προσάρμοσαν τις δράσεις τους και τη χρηματοδότηση αναλόγως, εστιάζοντας σε τεχνικές παρεμβάσεις. «Σίγουρα αυτές οι παρεμβάσεις, ιδίως η ανοσοποίηση με εμβολιασμό των παιδιών είναι απαραίτητες. Όμως, υπερβολικά συχνά παραμελούνται τα υποκείμενα και πιο σύνθετα κοινωνικοοικονομικά αίτια των προβλημάτων υγείας και η ανάγκη να ενισχυθούν τα δημόσια συστήματα υγείας.»
Αντίστοιχα διογκώνεται η επιρροή τέτοιων ιδρυμάτων στους τομείς της παγκόσμιας τροφής και γεωργίας. Το ίδρυμα Γκέιτς δραστηριοποιείται με το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξής του κυρίως στην Αφρική. Η πρώτη από τις αρχές του ιδρύματος είναι «να ακούμε τους αγρότες και να απευθυνόμαστε στις συγκεκριμένες ανάγκες τους». Αλλά η οργάνωση GRAIN λέει ότι με βάση την έρευνά της, «το ίδρυμα σταθερά έχει επιλέξει να βάζει τα χρήματά του σε δομές από τα πάνω προς τα κάτω, όπου οι αγρότες γίνονται απλοί παραλήπτες τεχνολογιών που αναπτύσσονται σε εργαστήρια και τους πουλιούνται από εταιρίες».
Και δεν είναι μόνο αυτοί οι τομείς στους οποίους εμπλέκονται τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Συμμετοχή τους μπορεί να εντοπιστεί ακόμα και στο πολιτικό πεδίο. Διαβάζοντας κανείς την ετήσια έκθεση του Ιδρύματος Χάουαρντ Μπάφετ το 2012, εντόπιζε ανάμεσα στις -πιο αναμενόμενες ίσως- δράσεις, και αυτή: «Η επίτευξη διαρκούς ειρήνης στην περιοχή αυτή (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) απαιτεί την ανάμιξη και τη συνεργασία παραγόντων
κρατικών και μη κρατικών. Γι΄αυτό μία από τις πρώτες επενδύσεις του Ιδρύματος το 2012 με στήριξη της Ειρηνευτικής Πρωτοβουλίας μας για τις Μεγάλες Λίμνες της Αφρικής ήταν μια δωρεά 500.000 δολαρίων στην κυβέρνηση της Ουγκάντα, που φιλοξενεί ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα στην κυβέρνηση του Κονγκό και τους αντάρτες του Μ23».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ίδρυμα Φορντ μαζί με άλλη μία οργάνωση ανακοίνωσαν καμπάνια με σκοπό να συγκεντρωθούν 100 εκατομμύρια δολάρια για να ενισχυθεί το κίνημα «Black Lives Matter». Ο πρόεδρος του Ιδρύματος Φορντ, Ντάρεν Γουόκερ, δήλωνε το 2015, «η ανισότητα είναι κακή για τη δημοκρατία μας… Τι είδους καπιταλισμό θέλουμε να έχουμε στην Αμερική;» Αλλά πόση σχέση έχει αυτού του είδους το σκεπτικό με τις ανάγκες των εκατομμυρίων μαύρων που -θεωρητικά- εκπροσωπεί το κίνημα;
«Φάρμακο για την πείνα των φτωχών»
Οπότε, τίθεται το ερώτημα; Τι κινεί τους πλούσιους φιλάνθρωπους; Στις αρχές του 20 ου αιώνα, ο Άντριου Κάρνεγκι και ο Τζον Ροκφέλερ ίδρυσαν τα πρώτα ιδρύματα της Αμερικής, καταρχάς για να οχυρώσουν μέρος του εισοδήματός τους από τη φορολόγηση και να εδραιώσουν το κύρος και την επιρροή τους στις ΗΠΑ και τον κόσμο, γράφουν οι Μάρτενς και Σιτζ. Δεν έχει αλλάξει κάτι από τότε. Μέχρι σήμερα, ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα δε φορολογούνται, ή έχουν ευνοϊκή μεταχείριση, και, ταυτόχρονα, εδραιώνουν την επιρροή πλούσιων προσώπων με επιχειρηματικές δράσεις. Αλλά είναι μόνο αυτό;
Το ίδρυμα Ροκφέλερ αναμίχτηκε ενεργά στο ζήτημα της αγροτικής πολιτικής στον Νότο του κόσμου από τη δεκαετία του ΄40. Επίκεντρο η Λατινική Αμερική και η Νοτιοανατολική Ασία, με έμφαση σε υβριδικούς σπόρους, και στην εκτεταμένη χρήση λιπασμάτων και παρασιτοκτόνων, για να αντιμετωπιστεί η πείνα και ο υποσιτισμός. Γιατί, όμως, η απόφαση να εμπλακεί ενεργά το ίδρυμα; Σύμφωνα με την έκθεση των Μάρτενς και Σιτζ, το 1951, η Συμβουλευτική Επιτροπή για Αγροτικές Δραστηριότητες του Ιδρύματος, έλεγε σε υπόμνημα στρατηγικής για το παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας: «Το αν εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι στην Ασία και αλλού γίνουν Κομμουνιστές θα εξαρτηθεί εν μέρει από το αν θα καλύψει τις υποσχέσεις του ο Κομμουνιστικός κόσμος ή ο ελεύθερος κόσμος».
Πολύ νωρίτερα, ήδη από τον 18 ο αιώνα, η ανώτερη τάξη της Αγγλίας έβλεπε με ανησυχία την πολιτική αναταραχή στη Γαλλία -που έφερε τη Γαλλική Επανάσταση. Πολλοί φοβήθηκαν ότι έρχονται σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Στο πλαίσιο αυτό, η φιλανθρωπία απέκτησε νέα αξία. Φιλανθρωπική οργάνωση της εποχής σχολίαζε ότι η καλοσύνη βοηθούσε «να συντριβεί αυτό το αίσθημα της εργατικής τάξης που κάποιες φορές απειλεί να χωρίσει αυτή τη δική μας Αγγλία σε δύο εχθρικά στρατόπεδα». Ένας από τους «πλούσιους φιλάνθρωπους», ο Τζόνας Χάνγουεϊ -εισηγητής του καθεστώτος απομόνωσης για τους κρατούμενους στις φυλακές- έλεγε, «ο ρόλος της φιλανθρωπίας είναι κεντρικός επειδή μόνο αυτή μπορεί να μεσολαβήσει ανάμεσα στον πλούσιο και τον φτωχό και να λειτουργήσει ως αντίβαρο» στα «πάθη της απληστίας και της εκδικητικότητας» -όπως μάλλον όριζε την πιθανότητα οι φτωχοί να διεκδικήσουν το δίκιο τους. Και επιπλέον, η φιλανθρωπία πρόσφερε «το μοναδικό φάρμακο για την ‘πείνα των φτωχών που φωνάζει δυνατά’».
Η διαφορά με το σήμερα
Μα από τότε μέχρι σήμερα «δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα;», θα ρωτούσε κάποιος. Έχουν αλλάξει. Όταν 130 χρόνια πριν, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Άντριου Κάρνεγκι ανακοίνωνε το μεγαλεπήβολο φιλανθρωπικό του όραμα, στην κεντρική πολιτική σκηνή συναντούσε και κριτική. Οι ηγέτες των Εργατικών επέκριναν τον Κάρνεγκι ότι έδινε σε φιλανθρωπίες χρήματα που δεν του ανήκουν. Ο επιφανής μεθοδιστής κληρικός επίσκοπος Χιου Πράις Χιουζ -όχι αυτό που θα αποκαλούσε κανείς, εκ πρώτης, «ριζοσπάστης»- τον χαρακτήριζε «κοινωνικό τερατούργημα» και «σοβαρό πολιτικό κίνδυνο». Και επέμενε σταθερά ότι οι εκατομμυριούχοι, ακόμη και αυτοί που χάριζαν τις περιουσίες τους, ήταν «το αφύσικο προϊόν τεχνητά κατασκευασμένων κοινωνικών ρυθμίσεων» -με τον όρο εννοούσε τους κυβερνητικούς κανονισμούς και νόμους που ευνοούσαν τους ιδιοκτήτες χαλυβουργείων, καθώς και αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που τους διευκόλυναν. Ταυτόχρονα, εργαζόμενοι και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, έγραφε το 2006 στο αμερικανικό Slate ο ιστορικός Ντέιβιντ Νάσο, έθεταν το ερώτημα αν οι τεράστιες δωρεές του χαλυβοβιομήχανου από το Πίτσμπουργκ θα ήταν καλύτερο να έχουν δαπανηθεί σε υψηλότερους μισθούς, καλύτερες συνθήκες εργασίας και ημέρα εργασίας 8 αντί 12 ωρών. Ο ίδιος τους απάντησε σε μια ομιλία του ότι κρατούσε τους μισθούς χαμηλά για να παραμείνει ανταγωνιστικός, και ότι ακόμη κι αν ήταν δυνατό να μοιραστεί κάποια από τα κέρδη του με τους εργαζόμενους του, δε θα ήταν «ούτε δικαιολογημένο ούτε σοφό» να κάνει κάτι τέτοιο. «Ασήμαντα ποσά που θα δίνονταν στον καθένα κάθε εβδομάδα ή μήνα… θα ξοδεύονταν, εννιά στις δέκα φορές, σε πράγματα που σχετίζονται με το σώμα και όχι με το πνεύμα: σε καλύτερο φαγητό και ποτό, καλύτερα ρούχα, πιο πολυτελή τρόπο ζωής, πράγματα που δεν ωφελούν ούτε τον πλούσιο ούτε τον φτωχό». Πιέζοντας, λοιπόν, τους μισθούς των εργατών του, «επέστρεφε» τα χρήματα πίσω στην κοινότητα, με τον τρόπο που ο ίδιος αποφάσιζε -δημόσιες βιβλιοθήκες και αίθουσες συναυλιών. Το 1915, η κατακραυγή εναντίον Κάρνεγκι και Ροκφέλερ έφτασε μέχρι το Κογκρέσο, που οργάνωσε επιτροπή για να ερευνήσει τι συνέβαινε με τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ο πρόεδρος της επιτροπής θυμάται τη διαμαρτυρία ενός ανθρακωρύχου από το Κολοράντο για τα 250.000 δολάρια που προόριζε το Ίδρυμα Ροκφέλερ για καταφύγιο για τα αποδημητικά πουλιά. Ο ανθρακωρύχος διαμαρτυρήθηκε ότι αυτά τα χρήματα είχαν προέλθει από την εργασία και τον κόπο ανθρώπων σαν κι αυτόν. Και προτού πάει ένα τέτοιο ποσό στα αποδημητικά πουλιά, «είπε ότι πρώτα ήθελε να δει ένα ασφαλές καταφύγιο για τα μωρά και τη γυναίκα του».
Αυτό που έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή, είναι ότι «έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ τη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια των λίγων, που δε ρωτάμε καν από πού προέρχονται τα χρήματα του Γκέιτς και του Μπάφετ. Αντί γι΄αυτό, πανηγυρίζουμε το ότι αυτοί και κάποιοι άλλοι σαν αυτούς δίνουν τις περιουσίες τους για καλούς σκοπούς. Δε θα έπρεπε, επίσης, να ρωτάμε, όπως έκαναν οι επικριτές του Κάρνεγκι πριν από 120 χρόνια, για την υγεία μιας κοινωνίας που περιμένει προσφορές από τους πλούσιους για να πολεμηθεί η φτώχια, να γιατρευτούν οι αρρώστιες και να λειτουργήσουν τα σχολεία;», έγραφε ο Ντέιβιντ Νάσο. Τώρα, όχι μόνο δε γίνεται η ερώτηση, αλλά όλες οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις αποδέχονται τη φιλανθρωπία, την αναζητούν και την επαινούν.
«Φιλανθρωκαπιταλισμό», τον αποκαλούν πολλοί. Όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά, κυβερνήσεις παραιτούνται από τις ευθύνες τους, και επαφίενται σε δωρεές και «φιλανθρωπικές πράξεις». Κράτη περικόπτουν προϋπολογισμούς και κονδύλια για τις ανάγκες της κοινωνίας, και ευθύνες για δημόσια αγαθά και υπηρεσίες ουσιαστικά μεταβιβάζονται σε πλούσιους ιδιώτες κα ιδρύματα, υπό το φιλικό βλέμμα -ή και τις επευφημίες- των πολιτικών. Συνήθως, όμως, η φιλανθρωπία και το «κοινωφελές έργο» αυτού του είδους έρχεται με όρους και δεσμεύσεις -μπορεί να μην είναι άμεσα ορατές, αλλά υπάρχουν, και δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν. «Χρυσή εποχή της φιλανθρωπίας», την ονόμασαν το 2014 οι ανθρωπογεωγράφοι Χέι και Μιούλερ. Ρωτώντας, «μήπως αυτή η ‘νέα φιλανθρωπία’ έρχεται με τέτοιους όρους ώστε είναι πιο σωστό οι δωρεές να γίνονται αντιληπτές ως επενδύσεις με σκοπό να πετύχουν οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά και άλλου είδους αποτελέσματα που συνδέονται με την ιδεολογική και κοινωνική θέση του δωρητή».
Αυτή η συζήτηση, όμως, δε γίνεται. Το αντίθετο -δωρεές και χορηγίες κατευθύνονται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής, και, ταυτόχρονα, στοχοποιούνται ιδεολογικά όσοι αντιστέκονται στην προσπάθεια να εμπεδωθεί στην κοινωνία η «αξία της φιλανθρωπίας». Πρόσφατο παράδειγμα, η ανακοίνωση συνδικαλιστικού οργάνου εκπαιδευτικών στη χώρα, με την οποία καλεί τους διευθυντές σχολείων να μη δεχτούν χορηγία γνωστού ιδρύματος – δωρεά, λέει το ίδρυμα- και θυμίζει ότι είναι το κράτος που έχει την ευθύνη και την υποχρέωση για τη λειτουργία των δημόσιων σχολείων. Παρά τις αντιδράσεις και τις επιθέσεις, οι εκπαιδευτικοί δεν υποχώρησαν από τη θέση τους.
Στο μεταξύ, δρόμοι, λιμάνια, νοσοκομεία, σχολεία, πολιτιστικοί χώροι, «βαφτίζονται» με ονόματα ιδιωτών που δωρίζουν χρήματα. «Τι σημασία έχει μια λέξη;», θα ρωτήσει κανείς; Αλλά οι λέξεις έχουν δύναμη. «Τρυπώνουν» στη δημόσια ζωή ως «απλές λέξεις». Και σιγά-σιγά, διαμορφώνουν τρόπο σκέψης. Παγιώνουν τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας. Συγκαλύπτουν το γεγονός ότι ο πλούτος που συσσωρεύεται στα χέρια λίγων, στην πραγματικότητα είναι ο κόπος των πολλών -επειδή, πέρα από τις θεωρίες ότι τον πλούτο τον φέρνουν «οι καλές ιδέες, η εξυπνάδα και η σκληρή δουλειά», η μόνη θεωρία που έχει εξηγήσει με απτό τρόπο τη συσσώρευσή του είναι ο βασικός νόμος του σύγχρονου καπιταλισμού, ο νόμος της υπεραξίας, και δε χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να τον αποδέχεται ως το ευφυέστερο μέχρι σήμερα εργαλείο ανάλυσης της παραγωγής του πλούτου. Και με βάση αυτόν, όσα «δωρίζονται» στις κοινωνίες, ήδη τους ανήκουν.
Ό, τι κι αν ειπωθεί, όσα επιχειρήματα κι αν ακουστούν για τη φιλανθρωπία, ένα είναι το αδιαμφισβήτητο: Προϋπόθεσή της είναι η ανισότητα. Για να υπάρξει η φιλανθρωπία, πρέπει να υπάρχει μια κατάσταση όπου κάποιοι έχουν και κάποιοι δεν έχουν. «Η φιλανθρωπία δεν είναι λύση», έγραφε το 1891 ο Όσκαρ Ουάιλντ στο δοκίμιό του «Η Ψυχή του Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό», «είναι επιδείνωση της δυσκολίας. Ο σωστός σκοπός είναι να ανασυγκροτηθεί η κοινωνία σε τέτοια βάση ώστε η φτώχια να είναι αδύνατη». Και ίσως τότε, ένα λιμάνι, να παίρνει το όνομα των ναυτικών που χάθηκαν, κάνοντας απλώς τη δουλειά τους, απλώς για να επιβιώσουν. Αλλά αυτή, θα είναι μια άλλη κοινωνία.