Παρακολουθώντας τις τοποθετήσεις των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για το μακεδονικό δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει την αυτοπεποίθηση και τον πατριωτικό οίστρο από τον οποίο διαπνέονται. Επιτέλους βρήκαν ένα θέμα το οποίο έχει κόστος για την κυβέρνηση και τους επιτρέπει να έχουν το πάνω χέρι απευθυνόμενοι στο 70% των πολιτών.
Όποιος, ωστόσο, δει πιο προσεκτικά τι έγινε στη Βουλή δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί σε μάλλον ανησυχητικά συμπεράσματα για την κατάσταση στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ανησυχητικά επειδή η ΝΔ θα αποτελέσει, όπως όλα δείχνουν, τον κορμό της επόμενης κυβέρνησης και θα χρειαστεί να ξεπεράσει τον εαυτό της για να τα βγάλει πέρα. Με αυτή την έννοια ο δείκτης υγείας της αξιωματικής αντιπολίτευσης μας αφορά άμεσα και μας αφορά όλους.
Το πρώτο, λοιπόν, πρόβλημα που έγινε φανερό είναι η συνύπαρξη ριζικά διαφορετικών αντιλήψεων. Το κατέστησαν απολύτως σαφές στις ομιλίες τους ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Σαμαράς. Ο πρώτος είπε ότι η Ελλάδα ποτέ δεν επιδίωξε να μονοπωλήσει το όνομα Μακεδονία, ο δεύτερος είπε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική. Και βέβαια τον τόνο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Δένδια, τον έδωσε ο δεύτερος, τόσο στη Βουλή όσο φυσικά και στα συλλαλητήρια.
Με 2 γραμμές, λοιπόν, η ΝΔ στο Μακεδονικό. Και λοιπόν; Έχει τόσο σημασία; Από τη στιγμή που το θέμα λύθηκε, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα κληθεί να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Πράγματι για το συγκεκριμένο ίσως όχι. Αλλού είναι το πρόβλημα. Ένας πολιτικός αρχηγός υποτίθεται ότι είναι στην πιο ισχυρή θέση λίγο πριν από τις εκλογές. Όταν προηγείται, δηλαδή, στις δημοσκοπήσεις, όταν όλοι περιμένουν ότι θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός και όταν έχει στα χέρια του την κατάρτιση των ψηφοδελτίων. Κι όμως ακόμα και αυτή τη στιγμή ο κ. Μητσοτάκης έδειξε ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στους βουλευτές του, να τους υποχρεώσει να κρατήσουν ενιαία στάση στη Βουλή.
Δεν είναι το μόνο πρόβλημά του. Κάθε αρχηγός υποτίθεται ότι ετοιμάζει την ομάδα του, συνήθως ένα μίγμα παλιών και νέων στελεχών που εκφράζουν και θα αναλάβουν να υλοποιήσουν την πολιτική του φιλοσοφία. Μέχρι σήμερα ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει καταφέρει να βγάλει ούτε ένα νέο στέλεχος πρώτης γραμμής. Κινητοποιεί δεκάδες, ταλαντούχους ενδεχομένως, νέους, οι οποίοι στελεχώνουν διάφορες άγνωστες στους περισσότερους εξ ημών επιτροπές. Ουδείς εξ αυτών, όμως, έχει το ειδικό βάρος που θα του επέτρεπε να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τι αντιδράσεις θα υπάρξουν, αν πράγματι θελήσει ο κ. Μητσοτάκης να συγκροτήσει μια ριζοσπαστικά ανανεωμένη κυβέρνηση. Με ουρανοκατέβατους δεν κυβερνάς. Όπως επίσης εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τις αντιδράσεις της παλιάς καλής Νέας Δημοκρατίας, αν επιχειρήσει να προχωρήσει στις νεωτερικές τομές που κατά καιρούς έχει επαγγελθεί. Αυτής της Νέας Δημοκρατίας που δεν ανεχόταν τον Στουρνάρα στο Yπουργείο των Oικονομικών, που έδινε μάχες οπισθοφυλακών σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και που ανάγκασε τελικά την προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά Βενιζέλου να σηκώσει τα χέρια ψηλά μετά τις ευρωεκλογές του 2014.
Έχει υποστηριχθεί, όχι άδικα, ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν είχε κανένα περιθώριο, αν ήθελε να αποφύγει να πριμοδοτήσει την ακροδεξιά και να προκαλέσει σχίσμα στην παράταξή του. Όμως αυτό ακριβώς δείχνει πόσο εγκλωβισμένος είναι σε ένα κόμμα που αντιμετωπίζει με καχυποψία κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Σύρθηκε σε μια γραμμή που δεν πίστευε. Ο ίδιος ελπίζει ότι η επόμενη κοινοβουλευτική ομάδα θα έχει ριζικά διαφορετική σύνθεση. Κάτι τέτοιο όμως μέχρι στιγμής δεν προκύπτει. Ακόμα και οι μεταγραφές που ανακοινώνει, απορία μάλλον προκαλούν παρά εφησυχασμό. Όπως φυσικά δεν μπορεί να υπολογίζει σε στήριξη από έναν κεντρώο μεταρρυθμιστικό φορέα. Το Ποτάμι αυτοκτόνησε και το ΚΙΝΑΛ κινείται στον αστερισμό του Σόρος τον οποίο ανακάλυψε πίσω από τη συμφωνία των Πρεσπών! Τύφλα να έχουν οι ΑΝΕΛ. Ακόμα και τα πιο γνωστά μεταρρυθμιστικά του στελέχη έχουν εξουδετερωθεί και σιωπούν. Δύσκολα θα ανακτήσουν τη φωνή τους μετά τις εκλογές.
Όπως έλεγε ο ποιητής βέβαια, αυτόν τον θίασο έχουμε, με αυτόν θα παίξουμε. Κι αν κρίνουμε από τον σημερινό θίασο του ΣΥΡΙΖΑ και τα καμώματά του, χειρότερα δεν γίνεται. Είναι ίσως ο μόνος λόγος που μας αφήνει μια ”χαραμάδα αισιοδοξίας”.
Αρκεί όμως αυτό;