Λίγο πριν από τη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης του 2020 η μισή Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας απείχε από ψηφοφορία που είχε ως θέμα την άρση της ασυλίας του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Παύλου Πολάκη, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν σε σκληρή δικαστική αντιδικία με το συγκρότημα Μαρινάκη. Επ’ αφορμή αυτής ζητείτο η άρση της.
- Tου ΜΑΝΩΛΗ ΚΟΤΤΑΚΗ
Κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου ο πρωθυπουργός δέχτηκε τότε από δημοσιογράφο του ομίλου συγκεκριμένο ερώτημα, το οποίο είχε ως αίτημα να ληφθούν μέτρα εις βάρος των μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, η οποία απείχε από την ψηφοφορία για την ασυλία Πολάκη. Συγκεκριμένα, είχε ερωτηθεί και είχε απαντήσει:
«ΠΑΠΑΧΛΙΜΙΝΤΖΟΣ («ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ»): Κύριε πρωθυπουργέ, πριν από λίγες ημέρες, σε συνέχεια της απουσίας περισσότερων από το 50% των βουλευτών της Κοινοβουλευτικής σας Ομάδας από την ψηφοφορία για την άρση ασυλίας του βουλευτή κ. Πολάκη, ο υπουργός Επικρατείας κ. Γεραπετρίτης είπε -μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ 90,1- ότι θα ληφθούν μέτρα ώστε να υπάρξει καλύτερη οργάνωση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, του κοινοβουλευτικού έργου, και να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Θέλω να σας ρωτήσω, ως αρχηγό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ποια θα είναι τα μέτρα αυτά και αν εσείς προσωπικά είστε ικανοποιημένος από τη λειτουργία της Κοινοβουλευτικής σας Ομάδας;
Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Καταρχάς να σας πω, κ. Παπαχλιμίντζο, ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα έχει σηκώσει ένα μεγάλο βάρος τους τελευταίους 14 μήνες και έχει ανταποκριθεί άψογα στα καθήκοντά της. Εχουμε ψηφίσει 105 νομοσχέδια, πάρα πολλή δουλειά στη Βουλή σε επίπεδο επιτροπών, Ολομέλειας. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από την Κοινοβουλευτική μας Ομάδα. Στο συγκεκριμένο περιστατικό υπήρξε μία αστοχία, ίσως αποτέλεσμα μιας καλοκαιρινής ραστώνης. Δεν θα επαναληφθεί αντίστοιχο φαινόμενο».
Ήμουν παρών σε εκείνη τη συνέντευξη Τύπου. Και πραγματικά συγκλονίστηκα όταν άκουσα τον πρωθυπουργό της χώρας να διαβεβαιώνει την ιδιοκτησία του συγκεκριμένου ομίλου ότι «δεν θα επαναληφθεί» αυτό που συνέβη. Μου έκανε ισχυρότατη εντύπωση πώς ο κύριος Μητσοτάκης «άδειασε» τότε την Κοινοβουλευτική του Ομάδα για χάρη ενός μιντιάρχη, κάνοντας στην πραγματικότητα δημοσίως δήλωση μετανοίας. «Δεν θα επαναληφθεί». Ηταν όμως η εποχή που η Νέα Δημοκρατία σάρωνε στις δημοσκοπήσεις με 20 μονάδες διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και οι ευαισθησίες ενός παλαιών αρχών κεντροδεξιού όπως ο υπογράφων μικρά αξία είχαν. Από τότε δεν ξαναπήγα σε συνέντευξη του πρωθυπουργού. Αλλά δεν ξέχασα ποτέ το «προσκύνημα» εκείνης της μέρας. Άλλη Ν.Δ. γνώριζα.
Το θυμίζω σήμερα και προς τον ίδιο τον κύριο Μητσοτάκη, αλλά και προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος στο ίδιο καζάνι βράζει (θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί απευθύνομαι και προς εκείνον). Το θυμίζω στον κύριο Μητσοτάκη την επαύριον της συνέντευξης που έδωσε στον Νίκο Χατζηνικολάου, κατά τη διάρκεια της οποίας πολύ σωστά είπε ότι όσοι έχουν ποδοσφαιρική ομάδα και μέσα ενημέρωσης δεν θα πρέπει να μπλέκουν τους ρόλους και να υπαγορεύουν αποφάσεις σε εκλεγμένους πρωθυπουργούς.
Πολύ σωστά, αλλά και πολύ αργά ταυτόχρονα, κύριε πρωθυπουργέ. Πολύ αργά για δάκρυα.
Στο προσεχές μέλλον θα πρέπει να συνηθίσετε με την ιδέα ότι, όπως στρώσατε, θα κοιμηθείτε. Αυτά τα ξεκαθαρίσματα γίνονται στην αρχή μιας σχέσης, όχι στο τέλος. Οταν οι πολιτικοί δεν παραχωρούν την εξουσία τους στην ολιγαρχία, τότε μπορούν να μιλούν έτσι.
Εάν όμως της δίδουν καθ’ υπέρβαση τηλεοπτική άδεια πανελλαδικής εμβέλειας, δεύτερη άδεια περιφερειακής εμβέλειας, της επιτρέπουν να ελέγχει μονοπωλιακά τη διανομή του Τύπου εις βάρος του ανταγωνισμού, της επιτρέπουν να κατάσχει και να απαγορεύει κυκλοφορία εφημερίδων λίγο προτού κυκλοφορήσουν με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της επιτρέπουν να εξοντώνει ποδοσφαιρικούς ανταγωνιστές της με την αφαίρεση βαθμών και πρωταθλημάτων, της επιτρέπουν να διεκδικεί από σκουπίδια έως λιμάνια και δημόσια έργα, γενικώς γίνονται ένα με αυτήν, τότε, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Κουτσόγιωργας, όταν θα έρθει η ώρα της σύγκρουσης, «δεν δικαιούνται διά να ομιλούν».
Ο κύριος πρωθυπουργός ταυτίστηκε απολύτως -είτε το συμπαθούσε είτε το ανεχόταν λόγω οικογενειακών σχέσεων- με το συγκρότημα του λιμένος. Κατά συνέπεια, η βαριά καταγγελία που εξαπέλυσε εναντίον του για απόπειρα εκβιασμού, για υπονόμευση, για χατίρια είναι κενή περιεχομένου, γιατί δεν διαθέτει την απαιτούμενη αξιοπιστία. Και γιατί δεν τολμά να πει σε τι συνίσταται ο εκβιασμός.
Το συγκρότημα του κυρίου Μαρινάκη είναι ένας από τους βασικότερους συμμάχους του κυρίου Μητσοτάκη στην πορεία προς την εξουσία, ανήκει στο μπλοκ των δυνάμεων που εργάστηκαν για την ανατροπή του ΣΥΡΙΖΑ και την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία.
Ο ίδιος σε μία ομιλία μου στην ΕΣΗΕΑ τον Δεκέμβριο του 2019, χωρίς να αναφερθώ σε ονόματα και διευθύνσεις, είχα προειδοποιήσει για τα επίχειρα της «διαπλοκής τού ενός».
Από την αρχή βλέπαμε καθαρά τα ημερομήνια, αλλά ως συνήθως… είχαμε άδικο, γιατί είχαμε δίκιο νωρίς. Ο κύριος Μητσοτάκης στην πραγματικότητα επανέλαβε κατά τη διακυβέρνησή του το λάθος της σχολής που ίδρυσε ο πατέρας του, η οποία δεν μοιάζει καθόλου με την πολιτική σχολή που ίδρυσε το 1955 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία της ελληνικής Δεξιάς. Ποιο είναι αυτό το λάθος;
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συμμάχησε με τους εκδότες το 1989 προκειμένου να ανατρέψει τον Ανδρέα Παπανδρέου και ως αντάλλαγμα τους έδωσε τις τηλεοπτικές άδειες των ιδιωτικών σταθμών το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Δεν περιορίστηκε όμως να θέσει το πλαίσιο λειτουργίας και αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών. Ανακατεύτηκε. Μετείχε στις διεργασίες για τη διαμόρφωση του μετοχικού κεφαλαίου των τηλεοπτικών σταθμών παντρεύοντας συγκεκριμένους επιχειρηματίες με άλλους επιχειρηματίες. Και όταν κατά τη διακυβέρνησή του χρειάστηκε να πάρει αποφάσεις που ευνοούσαν τα συμφέροντα των μεν αλλά έθιγαν τα συμφέροντα των δε, βρέθηκε αντιμέτωπος με το τέρας που είχε δημιουργήσει.
Συνασπίστηκαν σχεδόν όλοι οι ευεργετηθέντες εναντίον του και, με όχημα τον γνωστό πολιτικό, τον έριξαν από την κυβέρνηση. Με την αιτιολογία (φράση Αριστείδη Αλαφούζου) ότι «αυτός ανακατεύεται στις δουλειές μας» . Κοινώς ξεθώριασε την απόλυτη κόκκινη γραμμή που πρέπει να χαράσσεται μεταξύ μεταξύ πολιτικής και αγοράς. Η ίδια η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ονόμασε «διαπλοκή» αυτούς με τους οποίους έκανε συναλλαγή. Δικαιωματικά. Μόνο αυτή μπορούσε να περιγράψει τόσο καλά το δημιούργημά της. Αντιθέτως, η σχολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ιδρύθηκε το 1955, δεν αναγνώριζε το προβάδισμα της αγοράς απέναντι στην πολιτική. Οι κανόνες ήταν προσδιορισμένοι εξαρχής.
Στις δημοκρατίες κουμάντο κάνει η πολιτική. Και όποιος παραβίαζε τους κανόνες τιμωρείτο παραδειγματικά. Ακόμη και καθ’ υπερβολήν, με την κρατικοποίηση της επιχείρησής του. Σχολή που συνέχισε και ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος ουδέποτε κάθισε στο ίδιο τραπέζι και ουδέποτε έκανε συναλλαγή με μιντιάρχη κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του.
Ουδέποτε έμπλεξε τους ρόλους ή επέτρεψε σε κάποιον να μπλέξει τους ρόλους. Η καθιέρωση του ασυμβίβαστου εργολάβου ή προμηθευτή του Δημοσίου με την ιδιοκτησία μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο περίφημος νόμος για τον βασικό μέτοχο, εξακολουθεί να είναι και σήμερα δραματικά επίκαιρη, διότι αυτό δείχνει πόσο διορατικά ο τότε πρωθυπουργός αντελήφθη ποιο είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα της χώρας: Οπως είχε πει, «δεν γίνεται να εξουσιάζουν τον δημόσιο βίο πέντε συντεχνίες, πέντε νταβατζήδες κι άλλα κέντρα».
Αν υπάρχει λοιπόν ένα δίδαγμα από την προχθεσινή εξέλιξη αυτής της ιστορίας -πέραν, βεβαίως, των αποκαλύψεων για τις υποκλοπές, οι οποίες πλήττουν βαριά το ιμπέριουμ της Νέας Δημοκρατίας στο παιχνίδι ισχύος της εξουσίας-, είναι ακριβώς αυτό: η έγκαιρη χάραξη των ορίων μεταξύ της πολιτικής και των ολιγαρχών. Αυτό όμως δεν αφορά μόνον τον κύριο Μητσοτάκη. Αφορά και τον κύριο Τσίπρα. Ο οποίος, μετανιωμένος από τις πολιτικές συνέπειες που υπέστη μετά την αδυσώπητη σύγκρουση που είχε πράγματι σε μια περίοδο της διακυβέρνησής του με συγκεκριμένα μιντιακά συγκροτήματα, τώρα τα προσκυνά στο παρασκήνιο και αυτός.
Αποστέλλοντας μυστικά σε αυτά αγγελιοφόρους παιδικούς του φίλους από την Αρτα και όχι πολιτικά πρόσωπα, προκειμένου να ρυθμίσουν και να κλείσουν τις μεταξύ τους παλαιές διενέξεις. Γεγονός που γίνεται αντιληπτό από την κοινή γνώμη, έστω κι αν δεν γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά, καθώς, σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση, η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα των αναποφάσιστων, θεωρεί ότι κανένα κόμμα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα διαπλοκής και διαφθοράς στην πατρίδα μας. Το γεγονός πως δεν γράφεται ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ συναλλάσσεται ακροπατώντας με τους λιμένες και τους χαρίζει αποζημιώσεις που του έχουν επιδικαστεί από τη Δικαιοσύνη δεν σημαίνει ότι ο κόσμος δεν το μαθαίνει. Ολα τα μαθαίνει.