Ο συγγραφέας Φίλιπ Μάγιερ, σ’ ένα από τα βιβλία του, εκτιμούσε ότι το 2043 «ο τελευταίος ξεζουμισμένος αναγνώστης τσαλακώνει και πετά το τελευταίο φύλλο της τελευταίας εφημερίδας». Η εντεινόμενη κρίση εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, η στροφή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και το γεγονός ότι δεκάδες νέες ιστοσελίδες ξεπετάγονται καθημερινά δεν σκιαγραφούν ένα ευοίωνο μέλλον για τον Τύπο.
Το Διαδίκτυο έχει παρουσιαστεί ως η αιτία του προαναγγελθέντος θανάτου εφημερίδων και περιοδικών. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική, τουλάχιστον υπό το πρίσμα των τελευταίων ερευνών. Το σενάριο οι παραδοσιακές εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης και οι νεοσύστατες επιχειρήσεις να συνυπάρξουν σε σχετική αρμονία κερδίζει έδαφος.
Οι εφημερίδες και τα περιοδικά θα επιβιώσουν, αναπτύσσοντας ένα αναγνωρίσιμο προφίλ που προσελκύει μια συγκεκριμένη ομάδα των αναγνωστών. Οι αναγνώστες αυτοί είναι που θα συμβάλλουν σημαντικά στη δημοσιογραφική παραγωγή: θα φέρουν μέχρι και θέματα, συμμετέχοντας ενεργά στη δημοσιογραφική διαδικασία.
Παρ’ ότι σήμερα οι γίγαντες του Διαδικτύου συμπιέζουν τα λεγόμενα ιστορικά ΜΜΕ, το ψηφιακό ακροατήριο που οι εφημερίδες αναπτύσσουν στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν θα αποδώσει. Σύμφωνα με μελέτες, στο Διαδίκτυο θα υπάρξει η μαζική δημοσιογραφία και στο χαρτί μία δημοσιογραφία «προσανατολισμού και εμβάθυνσης».
Οι εφημερίδες που θα επιβιώσουν είναι αυτές που δεν θα δεν περιφρονήσουν το Διαδίκτυο. Αντίθετα, θα διαθέτουν την ψηφιακή έκδοση, για την οποία θα εργάζονται δεκάδες ικανοί δημοσιογράφοι. Μέρος του περιεχομένου της εφημερίδας θα δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο στη διάρκεια της εβδομάδας. Οι έρευνες καταδεικνύουν ότι οι εκδότες θα έχουν ελπίδα να ακούσουν με προσοχή και λιγότερη αλαζονεία τις ανάγκες των αναγνωστών τους. Υποχρεούνται να ανοίξουν, επίσης, νέα πεδία για ανταγωνισμό.
Το τέλος των υπολογιστών
Μία ακόμα ευνοϊκή για τον Τύπο μελλοντική τεχνολογική εξέλιξη είναι η σταδιακή έκλειψη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εκεί είναι που συγκλίνουν και οι προβλέψεις: μέχρι το 2045, μάλλον θα τους βλέπουμε μόνο σε μουσεία. Θα υπάρξει μια ακόμα μεγαλύτερη γκάμα “έξυπνων” συσκευών, οι οποίες θα αναλάβουν σταδιακά την εκτέλεση των λειτουργιών των σημερινών υπολογιστών. Αυτές, όμως, εξαιτίας του μεγέθους τους δεν βοηθούν στην ανάγνωση.
Επιπλέον, ο νέος, ψηφιακός, ρομποτικός κόσμος που ξεδιπλώνεται δεν είναι ευχάριστος για όλους. Ακόμα και νέοι σε ηλικία άνθρωποι θα αντιδράσουν με την πάροδο των χρόνων στην ανάπτυξη των “έξυπνων” σπιτιών, στον αυτοματοποιημένο τρόπο ζωής και στα ρομπότ. Η αντίθεση προς τις εξελίξεις της πληροφορικής θα οδηγήσει κάποιους στην αποφυγή χρήσης “έξυπνων” συστημάτων, συσκευών και ρομπότ για ορισμένους τύπους εργασιών. Αυτοί δεν θα έχουν καμία ψηφιακή ταυτότητα.
Η εφημερίδα θα είναι γι’ αυτούς ένα είδος ρομαντικής επανάστασης. Με λίγα λόγια, οι καλές εφημερίδες δεν θα πεθάνουν. Απλά θα προσαρμοστούν. Είναι ζήτημα επιχειρηματικής φαντασίας, αλλά και έρωτα για τη δημοσιογραφία. Η πρόβλεψη, λοιπόν, είναι ότι οι Κασσάνδρες θα διαψευσθούν. Το μέλλον χωράει τα πάντα: ο Τύπος θα ενσωματωθεί στην ψηφιακή εποχή, χωρίς να διακυβεύσει το κύρος του, ούτε να μειώσει το δημοσιογραφικό δυναμικό του. Θα προηγηθεί, όμως, το αιματηρό ξεκαθάρισμα που βιώνουμε.