Είναι παραπάνω από σαφές ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, πέρα από τη διπλωματική της αποτίμηση, εντάχθηκε στην πολιτική στρατηγική της κυβέρνησης Τσίπρα. Με πολιορκητικό κριό τη Συμφωνία και εκμεταλλευόμενος το ειδικό βάρος του μακεδονικού ζητήματος στην ελληνική κοινωνία, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να καλλιεργήσει μία διχαστική λογική (είχε επαρκές know-how, εξάλλου), αναδιανέμοντας το πολιτικό φορτίο και πυροδοτώντας ανακατατάξεις, με σκοπό την πρόσκτηση του μεγαλύτερου δυνατού πολιτικού οφέλους. Πίσω από τη διευθέτηση ενός χρονίζοντος διεθνούς προβλήματος και ανεξάρτητα από τους ειδικότερους όρους της Συμφωνίας και τις επιπτώσεις της στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, η στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου επικεντρώθηκε στην οικοδόμηση ενός μετά-ΑΝΕΛικού «προοδευτικού» προφίλ, στο οποίο φαίνεται ότι υπολογίζει για τη δημιουργία νέων πολιτικών συσχετισμών και την πολιτική ανάκαμψη της κυβέρνησης.
Πριν αλέκτορα φωνήσαι, ωστόσο, αλλά και πριν προλάβουν οι –από καιρό– πρόθυμοι να διαλαλήσουν την ανάγκη για τη σύμπηξη ενός νέου «προοδευτικού» συνασπισμού, οι κυβερνώντες φρόντισαν να μας θυμήσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την «προοδευτική» διακυβέρνηση της χώρας.
Με τις πρόσφατες επιστολές τους προς τον Πρόεδρο της Βουλής, έξι (6) βουλευτές που δεν ανήκουν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ), οι τέσσερις (4) έχοντας εκλεγεί με εξαρχής αντιπολιτευόμενα κόμματα, ενώ δύο (2) εξ αυτών (Ζουράρις και Παπαχριστόπουλος) ανήκοντας ακόμη, μη παραιτούμενοι από αυτήν, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα αντιπολιτευόμενου κόμματος (ΑΝΕΛ), δηλώνουν, εκ των προτέρων, ότι υπερψηφίζουν όλα τα νομοσχέδια που θα καταθέσει η Κυβέρνηση στη Βουλή (!).
Με τον τρόπο αυτό, παραβιάζοντας, χωρίς προσχήματα, τη συνταγματική τάξη, οι 6 βουλευτές, καθώς και οι εμπνευστές του σχεδίου τους, επιχείρησαν αφενός να αποκλείσουν τη διενέργεια ονομαστικών ψηφοφοριών, οι οποίες θα ήταν υποχρεωτικές για να αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, η «δεδηλωμένη» της Κυβέρνησης, αφετέρου να διατηρήσουν με τεχνητά μέσα στη ζωή την Κοινοβουλευτική Ομάδα των ΑΝΕΛ, ώστε να μην απωλεσθούν τα σχετικά προνόμια του παλιού, καλού συνεταίρου του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο –όπως προσφυώς ονομάστηκε– «αναδιπλασιασμός» δύο βουλευτών, συνιστά μία πραγματικά πρωτοφανή θεσμική εκτροπή, καθώς οι βουλευτές, χωρίς να ανήκουν σε συμπολιτευόμενη κοινοβουλευτική ομάδα ή, ακόμη χειρότερα, ανήκοντας, δύο εξ αυτών, σε αντιπολιτευόμενη κοινοβουλευτική ομάδα (…), επιχειρούν να δώσουν γενική εν λευκώ εξουσιοδότηση στην κυβέρνηση, για την απρόσκοπτη συνέχιση του έργου τους. Η διεθνώς πρωτότυπη αυτή κοινοβουλευτική ευρεσιτεχνία παραβιάζει ευθέως τις ίδιες τις συνταγματικές εγγυήσεις, αφού οι κοινοβουλευτικές ομάδες δεν αποτελούν κομματικό παράρτημα, αλλά έχουν πολύ συγκεκριμένο ρόλο και θεσμική «αποστολή», με λειτουργική σημασία για την κοινοβουλευτική και τη δημοκρατική διαδικασία.
Με πιο απλά λόγια: Δεν μπορεί δίπλα στο θεσμό του Κοινοβουλίου να λειτουργεί ένα Παρα-κοινοβούλιο, όπως είναι αυτονόητα ανεπίτρεπτο δίπλα στο Σύνταγμα της χώρας να θεσπίζουμε ένα Παρα-σύνταγμα, ανάλογα με το τι εξυπηρετεί πληρέστερα τις πολιτικές επιδιώξεις των εκάστοτε κυβερνώντων.
Μπορεί, βέβαια, η προσέγγιση αυτή να συμβαδίζει απόλυτα με τις εκλεκτικές σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με καθεστώτα τύπου Μαδούρο. Αλλά, κακά τα ψέματα, η εικόνα του εκφυλισμού του κοινοβουλίου, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός αλλότριου ως προς τις συνταγματικές προβλέψεις modus operandi της Βουλής, αλλοιώνει πραγματικά την πολιτειακή βάση.
Όλα τα παραπάνω, πέρα από το βαρύ αποτύπωμα παρακμής που αφήνουν στην πολιτική επικαιρότητα, καταδεικνύουν την ακόμη μεγαλύτερη ζημιά που έχει προκαλέσει η τετραετής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ναρκοθετώντας τη δημόσια ζωή του τόπου, για τα επόμενα χρόνια: Η κοινωνία, εμφορούμενη από πνεύμα διάχυτης και γενικευμένης απογοήτευσης, έχει αναπτύξει ανοσία απέναντι σε οποιαδήποτε κίνηση αμφισβήτησης των θεσμών. Τίποτα πια δεν προκαλεί την αγανάκτηση ή, έστω, την αντίδραση των πολιτών, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ακόμη και όταν η προσβολή της θεσμικής συγκρότησης της χώρας λαμβάνει χαρακτήρα αποδόμησης των στοιχειωδών όρων λειτουργίας του πολιτεύματος.
Ταυτόχρονα, όμως, ο εκφυλισμός της πολιτικής ζωής και οι τελευταίες εξελίξεις, σηματοδοτούν την απόλυτη ανάγκη για τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της «προοδευτικότητας» στην πολιτική σκέψη και πράξη του τόπου μας. Όταν κλυδωνίζεται το ίδιο το δημοκρατικό οικοδόμημα, όταν οι εγγυήσεις του πολιτεύματος μετατρέπονται σε έναν άμορφο χυλό πολιτικού αμοραλισμού, κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να καμώνεται τον «προοδευτικό», χωρίς να δίνει γενναίες απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα της χώρας.
Η έπαρση της σημαίας του «προοδευτισμού» είναι ευκαιριακή και κενή ουσιαστικού περιεχομένου, όταν επιχειρείται στο έδαφος ιστορικών αναφορών και συσχετισμών που ανήκουν στο χθες και δεν αντιστοιχούν στις προκλήσεις και τα πολιτικά διλήμματα του σήμερα. Σε αυτό το πνεύμα, η σύναψη και έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν είναι ούτε αναγκαίος, αλλά σίγουρα ούτε ικανός όρος για να οικοδομηθεί μία «προοδευτική» συμμαχία, με ορίζοντα την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης και την αλλαγή ιστορικής σελίδας για τον τόπο μας.
Υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας των πολιτών που παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς δύναμη παρέμβασης, χωρίς φωνή, χωρίς πολιτική εκπροσώπηση – σίγουρα χωρίς εκείνη που θα του αναλογούσε. Είναι εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που δεν θέλει να βλέπει τους ανέργους να συνωθούνται στα κομματικά γραφεία για μια δουλειά «στο δημόσιο», οι νέοι που θέλουν να κερδίσουν το μέλλον τους χωρίς ενδιάμεση στάση στα τραπεζάκια των φοιτητικών παρατάξεων, οι επαγγελματίες και επιχειρηματίες που ασφυκτιούν από την υπερφορολόγηση και δεν μπορούν να ορθοποδήσουν, όσοι κατανοούν την επίθεση που γίνεται στους θεσμούς και τη δημοκρατική συνοχή και αποστρέφονται τον κομματισμό, σε όλες του τις εκδοχές.
Υπάρχει το οικοσύστημα των start up-ers. Νέοι άνθρωποι, με εξαιρετική κατάρτιση, εξωστρέφεια και αστείρευτη διάθεση καινοτομίας, ο πραγματικός ανθός της γενιάς της κρίσης, που αντιμετωπίζει τη φυγή στο εξωτερικό ως μονόδρομο. Το εθνικό αυτό κεφάλαιο εξανεμίζεται μέρα με τη μέρα, στερώντας τη χώρα από ένα σπάνιο απόθεμα ταλέντου και δημιουργικότητας – και προεξοφλώντας τις μελλοντικές χρεωκοπίες της.
Όλοι αυτοί, δεν ακούν καμία απάντηση στις εναγώνιες εκκλήσεις τους για μία διαφορετική παιδεία, μία διαφορετική δημόσια διοίκηση, μία διαφορετική φορολογία, ένα άλλο Κράτος, μία άλλη Ελλάδα. Το πολιτικό σύστημα, με αποκορύφωμα τον κυνισμό και τον εκχυδαϊσμό της τετραετίας Τσίπρα – Καμμένου, είτε κωφεύει εμφατικά, είτε αναμένει να εκπορθήσει την εξουσία με το ίδιο, ασίγαστο μεταπολιτευτικό πάθος, είτε αναμασά τετριμμένες ιδέες περί «προοδευτικών λύσεων», με ατζέντα μετεμφυλιακής Ελλάδας και συνθηματολογία – κονσέρβα από τα «χρόνια της υπομονής».
Για τους λόγους αυτούς, είναι κρίσιμο, στην καθοριστική αυτή συγκυρία, να αναζητήσουμε και να βρούμε τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική έκφραση όσοι αναγνωρίσαμε την ανάγκη να αφήσουμε πίσω μας ένα χρονίζον εξωτερικό ζήτημα με τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά δεν θα εκχωρήσουμε τα πρωτεία της «προοδευτικότητας» σε όσους κρατάνε την Ελλάδα δέσμια στο παλαιοκομματικό της χθες. Όσοι κρατάμε κλειστά τα αυτιά στις σειρήνες του εύκολου και ευκαιριακά δημοφιλούς «πατριωτισμού», αλλά δεν θα κάνουμε τα στραβά μάτια, όσο κάποιοι εξακολουθούν να εκλαμβάνουν την «κυβέρνηση» ως ενδιάμεσο σταθμό για την «εξουσία». Όσοι μιλάμε για έναν νέο, αυθεντικό πατριωτισμό, που θέλει μία Ελλάδα απαλλαγμένη από το χρεωκοπημένο μοντέλο της, δομημένη με άλλα υλικά.
Ένα αληθινά προοδευτικό κίνημα, μία πραγματικά προοδευτική συμμαχία, πρέπει να στρέψει το βλέμμα στις καθοριστικές προκλήσεις του σήμερα και στις ουσιαστικές ανάγκες μίας χώρας σε βαθιά κρίση. Να αγκαλιάσει τους αληθινά «μη προνομιούχους» του 2019. Να αλλάξει οριστικά ιστορική σελίδα και να αποδομήσει το αρρωστημένο μοντέλο – όχι να το διαχειριστεί αλλιώς. Όλα αυτά, δεν μπορούν να γίνουν με τους επαγγελματίες «προοδευτικούς», παρά μόνο με ανθρώπους που θέλουν να αλλάξουν αυτή τη χώρα, χωρίς κομματικά λάβαρα στο χέρι, αλλά με ριζοσπαστικές ιδέες στο μυαλό.