Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% ξεπέρασε το όριο των προσδοκιών και των αντοχών της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και της ελληνικής οικονομίας, δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ( Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας), Γιώργος Καρανίκας.
Η δήλωση του Προέδρου της ΕΣΕΕ
«Η ΕΣΕΕ πάντοτε αποτιμούσε με θετικό τρόπο και δεν είδε ποτέ φοβικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, υπό δύο όμως προϋποθέσεις:
- Πρώτον, η αύξηση να είναι σταδιακή –μέχρι το 2022- και να ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας και της αγοράς.
- Δεύτερον, να είναι σε θέση οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να την αντιμετωπίσουν, με μία αντίστοιχη ουσιαστική μείωση στο μη μισθολογικό κόστος, κάτι το οποίο κατ’ επανάληψη έχουμε επισημάνει.
Το ανακοινωθέν ποσοστό του 11% ξεπέρασε το όριο των προσδοκιών και των αντοχών που έχει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και η ελληνική οικονομία. Να μην ξεχνάμε ότι, το αυξημένο κόστος καλείται και πάλι να καταβληθεί από το ίδιο πορτοφόλι, το οποίο παραμένει κενό τραπεζικής χρηματοδότησης και παράλληλα καλύπτει παράλογη φορολόγηση, αυξημένα εργοδοτικά κόστη, ασφαλιστικές εισφορές, μισθούς, ενοίκια, δημοτικά τέλη, ρυθμίσεις ή καταβολές δανείων, ενώ ο κάτοχός του προσπαθεί στο τέλος κάθε μήνα να ισορροπήσει ψυχολογικά μεταξύ του διλήμματος, αν αξίζει να κρατά την επιχείρησή του ανοιχτή ή όχι.
Θα προτιμούσαμε ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί πιο λελογισμένα, ρίχνοντας, τουλάχιστον προς το παρόν, το βάρος του σε χαμηλότερες εισφορές και φόρους στην εργασία.
Πάγια θέση της ΕΣΕΕ παραμένει ότι, για να υπάρξει πραγματική βελτίωση στο οικονομικό κλίμα και αντίστοιχα στην αύξηση των κατώτατων αμοιβών με ορίζοντα διατήρησης και αύξησης των θέσεων εργασίας, χρειάζονται περισσότερο δομικές παρεμβάσεις και ένα συντονισμένο σχέδιο επανεκκίνησης της ανάπτυξης».
Ανακοίνωση της ΓΣΕΒΕΕ
Η ΓΣΕΒΕΕ σε ανακοίνωσή της δηλώνει ότι είχε ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και της εισόδου της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο κύκλο ανόδου, είχε ωστόσο επισημάνει, όπως προσθέτει, ότι μία αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς την λήψη άλλων ελαφρυντικών μέτρων για μισθωτούς και επιχειρήσεις, δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρει στη συνέχεια η ΓΣΕΒΕΕ, η εξαγγελία του πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ θα πρέπει να συνοδευτεί με πρωτοβουλίες προς δυο κύριες κατευθύνσεις: τη διεύρυνση του αφορολογήτου ποσού για τους μισθωτούς έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημα τους να ανταποκρίνεται σε αυτή την αύξηση και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όπως για παράδειγμα η άμεση κατάργηση της επιπλέον εισφοράς 1% επί των ασφαλιστικών εισφορών του άρθρου 97 του Ν. 4387/2016.
Για την ΓΣΕΒΕΕ η οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων δεν θα πρέπει να εξουδετερώνεται από μια επιπλέον διεύρυνση της «φορολογικής σφήνας» η οποία στην χώρα μας είναι ήδη πολύ υψηλή.
Υπενθυμίζεται ότι πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ είναι η αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω της επαναφοράς της αποφασιστικής συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Σημειώνουμε ότι ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού (ν.4172/2013) με τον οποίο ουσιαστικά αντικαταστάθηκε ο κοινωνικός διάλογος θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμος υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτελούσε εργαλείο των κοινωνικών εταίρων και όχι των κυβερνήσεων.
Τέλος, ένα ακόμα ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί, σύμφωνα με τη συνομοσπονδία, αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών που υπολογίζονται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό. Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν υπάρξει σχετική μέριμνα περίπου 1 εκατ. μη μισθωτοί θα κληθούν να καταβάλουν αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές το επόμενο διάστημα.
Ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«…Αναμφίβολα, πρόκειται για μία θετική απόφαση, που θα συμβάλει στην τόνωση της ενεργούς ζήτησης, ενώ οι αυξήσεις αυτές θα ενσωματωθούν αυτόματα σε 24 επιδόματα. Επομένως, από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ωφεληθούν σημαντικά, όχι μόνο όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά και άνεργοι, σπουδαστές, εργαζόμενες μητέρες, οι οποίες λαμβάνουν αυτά τα επιδόματα. Επιπλέον, χαιρετίζουμε την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, που λαμβάνουν όσοι είναι κάτω των 25 ετών, καθώς ήταν μία μεγάλη αδικία και ανισότητα για νέους εργαζόμενους δύο ταχυτήτων. Θα ήθελα να επισημάνω πως, ο επιχειρηματικός κόσμος δεν αντιμετώπισε ποτέ φοβικά, μέχρι σήμερα, το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού[..] Σε αυτό το πλαίσιο, οι υγιείς επιχειρήσεις και οι συνεπείς εργοδότες, έχουμε τονίσει την αναγκαιότητα για σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, με ορίζοντα τα 751 ευρώ σε βάθος τριετίας, 2019-2022, με παράδειγμα το “πορτογαλικό” μοντέλο ως το πιο ενδεδειγμένο. Ας μην ξεχνάμε ότι, ο νέος κατώτατος μισθός των 650 ευρώ, αφορά μόνο το 8% των μισθωτών, όμως η γενναιόδωρη αύξηση του 11%, από 1/2/19 θα πρέπει να συνδέεται και με την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Αναφορικά, τέλος, με τη σχέση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους επιμένουμε σε μια μεταβολή υπέρ του καθαρού μισθού, ως ένα σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα για την πραγματική οικονομία και σταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής…».