Όταν η πράσινη ουτοπία συγκρούεται με την πραγματικότητα

Για σχεδόν δύο δεκαετίες, το κλιματικό λόμπι στη Βρετανία λειτουργούσε από θέση σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας.

Διαμόρφωσε την εθνική πολιτική, καθόρισε τους όρους του δημόσιου διαλόγου και απολάμβανε απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπουργούς και συμβούλους. Δημόσιοι θεσμοί αντήχησαν τις προτεραιότητές του, η διαφωνία περιθωριοποιήθηκε, ενώ χρηματοδοτήθηκε γενναιόδωρα από το κράτος και τη Μεγάλη Φιλανθρωπία. Βασιλείς και διασημότητες στήριξαν την υπόθεση. Ένα τεχνοκρατικό consensus εγκαθιδρύθηκε και παγιώθηκε.

Από το 2008 και έπειτα, η επιτυχία του δεν βασίστηκε μόνο στον ισχυρισμό ότι η κλιματική δράση είναι αναγκαία, αλλά και στο ότι θα μας έκανε πλουσιότερους, υγιέστερους και ασφαλέστερους. Μας έλεγαν ότι οι πράσινες πολιτικές θα μείωναν τους λογαριασμούς, θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας και θα μας απελευθέρωναν από πετρελαιοπαραγωγές απολυταρχίες όπως η Ρωσία του Πούτιν. Το Net Zero παρουσιαζόταν ως «win-win»: ηθική επιταγή και οικονομική ευκαιρία.

Αυτό το αφήγημα είχε σημασία. Για χρόνια, οι εργατικές τάξεις έβλεπαν τον περιβαλλοντισμό ως πολυτελή ιδεολογία – προνόμιο των ευκατάστατων που μπορούσαν να ανησυχούν για το ανθρακικό τους αποτύπωμα. Τη δεκαετία του 1970, σε προηγούμενο «πράσινο κύμα», ιστορικά στελέχη των Εργατικών, στοιχειωμένα από την ανεργία του Μεσοπολέμου, θεωρούσαν τέτοιες ιδέες ελιτίστικες και επιζήμιες. Ο Άντονι Κρόσλαντ τις αποκαλούσε «ηθικά λανθασμένες». Ο Τόνι Μπεν, τότε Υπουργός Ενέργειας, κατέγραφε στα ημερολόγιά του πως το περιβαλλοντικό κίνημα ήταν «κατά συντριπτική πλειοψηφία μεσοαστικό».

Η υπόσχεση της “ανώδυνης μετάβασης” διαψεύστηκε

Έτσι, το μήνυμα εξελίχθηκε. Μέχρι τη δεκαετία του 2010, η πράσινη πολιτική δεν αφορούσε πλέον “θυσίες” ή όρια στην ανάπτυξη. Αφορούσε καθαρότερο αέρα, φθηνότερη ενέργεια και ενεργειακή ανεξαρτησία. Ο καταναλωτισμός θα μπορούσε να συνεχιστεί – απλώς με «βιώσιμη» εκδοχή. Η μετάβαση θα ήταν αβίαστη. Το κόστος θα υπερκαλύπτονταν από τα οφέλη.

Για ένα διάστημα, αυτό το αφήγημα λειτούργησε. Κάλυψε πολιτικά τους ηγέτες, καθησύχασε τους πολίτες και επέτρεψε τη μονιμοποίηση της συναίνεσης.

Όμως πλέον, αυτή η συναίνεση καταρρέει ραγδαία.

Οι υποσχέσεις περί ανώδυνης μετάβασης και συλλογικής ευημερίας δεν υλοποιήθηκαν. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει από τα υψηλότερα βιομηχανικά κόστη ενέργειας στον αναπτυγμένο κόσμο. Η βαριά βιομηχανία συρρικνώνεται και οι ελπίδες για ανταγωνιστικότητα σε νέους τομείς, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, κινδυνεύουν. Ύστερα από δύο δεκαετίες επενδύσεων σε διαλείπουσες ανανεώσιμες πηγές, οι ενεργειακές εισαγωγές αυξάνονται. Όπως επισημαίνει το Γραφείο Δημοσιονομικής Ευθύνης, η Βρετανία βρέθηκε επικίνδυνα εκτεθειμένη όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.

Ταυτόχρονα, η γεωστρατηγική πραγματικότητα άλλαξε. Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων επέστρεψε, και η προετοιμασία της Δύσης για σύγκρουση είναι πλέον πιο επείγουσα από την κλιματική διπλωματία. Η ιδέα ότι η Βρετανία μπορεί να «ηγείται διά του παραδείγματος», ανεξαρτήτως του τι κάνουν η Κίνα, η Ινδία ή οι ΗΠΑ, μοιάζει όλο και πιο αφελής.

Το κοινό αφυπνίζεται – το “πράσινο κύμα” υποχωρεί

Ο κόσμος το έχει αντιληφθεί. Ναι, η αφηρημένη υποστήριξη στο Net Zero παραμένει υψηλή. Όμως η στήριξη στις πρακτικές συνέπειες —το κόστος ζωής, οι περιορισμοί στον τρόπο ζωής— καταρρέει. Ένα λεγόμενο “πράσινο αντικύμα” διαφαίνεται σε όλη τη Δύση. Το βλέπει κανείς στις δημοσκοπήσεις, με το Reform UK να ανεβαίνει. Κεντρικές πολιτικές προσωπικότητες και συνδικάτα —από τον Τόνι Μπλερ και την Κέμι Μπάντενοκ έως τη GMB και την Unite— αμφισβητούν πλέον ανοιχτά τη συναίνεση.

Εύλογα, το κλιματικό λόμπι αισθάνεται την πίεση.

Ο Τόνι Μπεν είχε προβλέψει ότι οι περιβαλλοντιστές θα ενσωματώνονταν στον κορμό της κυρίαρχης πολιτικής σκέψης. Και πράγματι, έτσι έγινε. Όμως τώρα, μπροστά στον σκεπτικισμό και την πτώση εμπιστοσύνης, το κλιματικό κατεστημένο επιστρέφει στα παλιά του αντανακλαστικά: διπλασιάζει, μεταθέτει ευθύνες, και δαιμονοποιεί τη διαφωνία.

Αντί να προβληματιστεί για τις αποτυχίες του, εμμένει στην τεχνοκρατική αυθεντία, αποφεύγει τον ουσιαστικό διάλογο και παρουσιάζει την κριτική ως «συνωμοσιολογία».

Ο επιστημονικός “διάλογος” που δεν είναι διάλογος

Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι ένα βίντεο του γνωστού διαδικτυακού επικοινωνιολόγου Simon Clark, με συμμετοχή του Dr Simon Evans από το Carbon Brief — ένα μέσο που χρηματοδοτείται από το European Climate Foundation. Το βίντεο υποτίθεται πως απαντά σε δημόσιες ανησυχίες για το Net Zero. Όμως, ο πραγματικός του σκοπός είναι σαφής: να επαναβεβαιώσει τον ελιτίστικο έλεγχο επί του διαλόγου.

Προσποιείται ότι συμμετέχει σε διάλογο —αναγνωρίζοντας ότι οι λογαριασμοί ρεύματος έχουν αυξηθεί, ότι η Βρετανία ευθύνεται για μόλις 1% των παγκόσμιων εκπομπών και ότι είναι «λογικό» να αναρωτιέται κανείς για το κόστος. Μα όλα αυτά είναι απλώς ρητορική επίφαση. Το πλαίσιο δεν είναι «ας συζητήσουμε τις θυσίες», αλλά «επιτρέψτε μας να σας εξηγήσουμε γιατί έχετε άδικο».

Η διαφωνία δεν αντιμετωπίζεται. Διαχειρίζεται. Ο σκεπτικισμός παρουσιάζεται όχι ως αντίδραση σε πραγματικά βιώματα —υψηλούς λογαριασμούς, απώλεια εργασιών— αλλά ως αποτέλεσμα σκοτεινής χρηματοδότησης, παραπληροφόρησης και δημαγωγίας.

Ένα σημείο του βίντεο αγγίζει τα όρια της παρωδίας: μας λένε ότι η Βρετανία είναι «τυχερή» που διαθέτει την «ανεξάρτητη» Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή. Μόνο σε ελίτ κύκλους θεωρείται τύχη να έχεις μια μη εκλεγμένη τεχνοκρατική ομάδα που ορίζει εθνική πολιτική.

Δεν κατονομάζεται το πράσινο αντικύμα. Όμως το βίντεο στάζει φόβο απέναντί του. Αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι το περιεχόμενο, αλλά ο τόνος: αμυντικός, ελεγκτικός, απεγνωσμένος να διατηρήσει τον έλεγχο. Δεν πρόκειται για σίγουρη υπεράσπιση ενός εδραιωμένου δόγματος. Μοιάζει περισσότερο με οπισθοφυλακή που υποχωρεί.

Το μοτίβο επαναλαμβάνεται — και το χάσμα βαθαίνει

Αν όλα αυτά ακούγονται γνώριμα, είναι επειδή τα έχουμε ξαναδεί. Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στο Brexit, στην παγκοσμιοποίηση, στη μαζική μετανάστευση, ακόμα και στον πόλεμο στο Ιράκ. Σε κάθε περίπτωση, το κατεστημένο απάντησε όχι με ταπεινότητα, αλλά με έλεγχο. Όχι με ακρόαση, αλλά με κήρυγμα. Και κάθε φορά, το αποτέλεσμα ήταν να βαθύνει η κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών θεσμών.

Το Net Zero παρουσιάστηκε ως ανώδυνο και επικερδές. Η πραγματικότητα είναι ακριβότεροι λογαριασμοί, αστάθεια στο δίκτυο και αποβιομηχάνιση.

Αυτό δεν είναι πρόβλημα «επικοινωνιακής στρατηγικής». Είναι μια αυταπάτη του πολιτικού κατεστημένου του SW1 (του λονδρέζικου πολιτικού κέντρου) που πλέον συγκρούεται με τους νόμους της φυσικής και της οικονομίας. Πηγές ενέργειας χαμηλής πυκνότητας και αναξιόπιστης απόδοσης δεν μπορούν να στηρίξουν μια σύγχρονη βιομηχανική οικονομία χωρίς μόνιμες κρατικές επιδοτήσεις.

Προς το παρόν, το κλιματικό λόμπι εξακολουθεί να κυριαρχεί στους θεσμικούς κύκλους. Αλλά χάνει τη μάχη στο πεδίο της κοινωνίας. Καθώς οι πολίτες βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια τις ψεύτικες υποσχέσεις και πληρώνουν τον λογαριασμό, είναι έτοιμοι να ψηφίσουν για αλλαγή.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.