Γιατί έπρεπε να λυθεί τώρα το Μακεδονικό; Ποιοι κίνδυνοι έζωναν την Ελλάδα μέσα από τη μη επίλυσή του; Ο Νίκος Κοτζιάς, στον πρόλογό του στο βιβλίο του Σπ. Σφέτα «Οι Μεταλλάξεις του Μακεδονικού», αναφέρει τους λόγους που τον έκαναν να λάβει την απόφαση να λύσει τώρα αυτό τον γόρδιο δεσμό στα βόρεια σύνορά μας -και μάλιστα δίχως ξίφος- πριν η χώρα μας βρισκόταν με ένα -ακόμα- τουρκικό προτεκτοράτο στα βόρεια σύνορά μας, που θα ολοκλήρωνε τη «δαγκάνα» θανάτου με την οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αγωνίζεται η Άγκυρα να μας «σφίξει».
Ο τέως υπουργός Εξωτερικών παραθέτει τα επιχειρήματά του, τα οποία βεβαίως δεν εισακούονται από τους πιο «κουφούς» εξαιτίας του φανατισμού και της άγνοιας στα ζητήματα της ιστορίας και της διπλωματίας, ωστόσο, όπως επισημαίνει «υπήρχε ο άμεσος κίνδυνος», τον οποίο έσπευσε να αποσοβήσει πριν η «φωτιά» που θα άναβε κατέβαινε ευθεία, από την κοιλάδα του Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη.
Διαβάστε τον πρόλογο του Νίκου Κοτζιά:
Ο Αχμέτι, ο φυσικός ηγέτης των Αλβανών της ΦΥΡΟΜ, της χώρας που έχουμε συμφωνήσει να ονομάζουμε ως Βόρεια Μακεδονία, μόλις επικυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών από τις δύο χώρες, σε μία από τις διεξοδικές συνομιλίες που είχαμε, μου επισήμανε τον κίνδυνο ότι, αν δεν λυθεί το ονοματολογικό με τη βόρεια γείτονά μας, κινδυνεύουμε, και εκείνοι και εμείς, από τον μετασχηματισμό του ακόμη περιορισμένης εμβέλειας και ήπιου στον χαρακτήρα του αλβανικού εθνικισμού σε ισχυρό και επιθετικό ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Λίγο αργότερα, ισχυρός παράγοντας της διακυβέρνησης Γκρουέφσκι, που είχε αρχίσει να διαφοροποιείται από αυτόν μαζί με συνεργάτες του, μου επισήμανε την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας σε αυτή τη χώρα, την εξαγορά πολλών ΜΜΕ από την Άγκυρα και την εκπαίδευση των πολιτικών, στρατιωτικών και άλλων ελίτ.
Η σκέψη και ανησυχία που είχα ως Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας ήταν ότι σε σχετικό σύντομο διάστημα η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι «εγκλωβισμένη» από μια «δαγκάνα τουρκικού κάβουρα».
Η ανησυχία μου αυτή ισχυροποιήθηκε και άλλο από την προσπάθεια που έκαναν σειρά δυνάμεων να επηρεάσουν άμεσα την εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας με την ενίσχυση του αλυτρωτισμού του Γκρουέφσκι.
Μου ήταν φανερό ότι το πρόβλημα της ονομασίας της βόρειας γείτονος χώρας είχε, πλέον, κακοφορμίσει.
Υπήρχε ο άμεσος κίνδυνος η χώρα αυτή να γινόταν εργαλείο στους κατεξοχήν αντιπάλους μιας Ελλάδα με ενεργητική εξωτερική πολιτική.
Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί προτού κακοφορμίσει και άλλο και πάρει έναν αρνητικό δρόμο χωρίς επιστροφή.
Σε αυτή την πρόθεση λύσης βοηθούσε και το γεγονός της εκλογής του Ζ. Ζάεφ ως πρωθυπουργού της χώρας του.
Πολιτικό με τον οποίο είχαμε προσωπικά πολύχρονο διάλογο και επικοινωνία.
Υπήρχε και άλλος ένας λόγος που το πράγμα με το ονοματολογικό είχε γίνει κατά τη γνώμη μου άμεσα επίκαιρο.
Μετά τα ανόητα ψέματα που είχαν πει δημόσια υπουργοί της ΝΔ το 2008 ότι τάχα η χώρα είχε βάλει στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ βέτο για την ένταξη της ΦΥΡΟΜ και οδήγησε –εξαιτίας αυτής της επιπολαιότητας– στην καταδίκη της Ελλάδας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η διαπραγματευτική θέση της χώρας δυσκόλεψε.
Ιδιαίτερα δυσκόλεψε διότι το Δικαστήριο της Χάγης δεν στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα, αλλά στις ψευδείς δηλώσεις στελεχών της ΝΔ.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ένα πραγματικό αυτή τη φορά βέτο στην ένταξη της βόρειας γείτονος θα αύξανε τον κίνδυνο νέας καταδίκης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αυτή τη φορά και για παραβίαση του πνεύματος των δικών του αποφάσεων.
Η συνέπεια μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν ότι δημιουργούνταν δυνατότητες στη γείτονα χώρα να ζητήσει την ένταξη στον ΟΗΕ με το συνταγματικό όνομα που είχε πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, σκέτο «Μακεδονία».
Ονομασία, εξάλλου, που κατά καιρούς είχαν αποδεχτεί, για την εσωτερική τουλάχιστον χρήση, σε αυτή τη χώρα τόσο κυβερνήσεις της ΝΔ, όσο και του ΠΑΣΟΚ.
Αποδοχή που ασφαλώς συνοδευόταν από την αποδοχή και όλων των παραγώγων που απορρέουν ή συνδέονται από αυτό το σκέτο όνομα.
Ο τρίτος λόγος που πίεζε τα πράγματα ήταν τα ίδια τα γεγονότα.
Περισσότερες από 150 χώρες είχαν αναγνωρίσει τη ΦΥΡΟΜ, και μάλιστα με το συνταγματικό της όνομα.
Όλο και περισσότερο η ζωή έπαιρνε εκδίκηση από τη μη λύση του προβλήματος.
Είχαμε, ακόμη, μια ευκαιρία για μια συναινετική λύση.
Διαβάζω συχνά ανθρώπους που θέλω να τους θεωρώ σοβαρούς να περιγράφουν πόσο «κακή» είναι η συμφωνία των Πρεσπών, επικαλούμενοι πόσο καλύτερες λύσεις είχαν να προτείνουν.
Πρόκειται, όμως, κατά κανόνα, για πράξεις υποκρισίας.
Το υποστηρίζω αυτό για δύο λόγους: πρώτον, όποιος περιγράφει πόσο καλή συμφωνία θα έκανε, αν διαπραγματευόταν σπίτι του με τον εαυτό του, ουσιαστικά δεν θέλει καμία συμφωνία.
Διότι κάθε συμφωνία, ιδιαίτερα αν δεν είναι προϊόν νικηφόρου πολέμου, πρέπει να υιοθετεί –σε έναν βαθμό- και τις ανάγκες και απόψεις και της άλλης πλευράς, στο ένα ή άλλο θέμα, προκειμένου και η άλλη πλευρά να αποδεχτεί δικές σου ανάγκες και απαιτήσεις.
Η κύρια δική μας απαίτηση ήταν να αλλάξει το όνομα αυτής της χώρας από «Μακεδονία» σε «Βόρεια Μακεδονία».
Αλλά όποιος περιγράφει τη «δική του» συμφωνία», χωρίς την άλλη πλευρά, δεν θέλει συμφωνία.
Θα σεβόμουν περισσότερο σειρά παραγόντων που δεν τους αρέσει η Συμφωνία των Πρεσπών αν μας έλεγαν, τουλάχιστον, εκείνοι όχι τι τάχα ονειρεύονται, μόνο και μόνο για να κάνουν αντιπολίτευση, αλλά σε ποιο ζήτημα θα έκαναν συμβιβασμό, για να γίνει μια συμφωνία αποδεκτή και από την άλλη πλευρά.
Διότι αυτό που ακούω όλο το 2018 είναι ότι «αν έρθουν στα πράγματα», θα «κάνουν μια πολύ πιο καλή συμφωνία».
Και το μοτίβο αυτό διατυπώνεται με εξίσου ανευθυνότητα τόσο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όσο και στα Σκόπια από ακραίες εθνικιστικές συντηρητικές αντιπολιτευτικές φωνές.
Και οι δύο κοροϊδεύουν το ακροατήριό τους, καθότι καλύτερη συμφωνία δεν μπορεί να υπάρξει, και το γνωρίζουν και οι δύο, και μάλιστα καλύτερη κατά πολύ και για τις δύο πλευρές ταυτόχρονα.
Βέβαια, πάντα στη ζωή υπάρχουν και τα χειρότερα.
Εκείνοι που ονειρεύονται τον διαμελισμό της γείτονος χώρας, δυνάμεις ακραίες δεξιές σε αντιπολίτευση και όχι μόνο.
Αυτές ονειρεύονται αναθεωρητισμό της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και διαμελισμό της χώρας που λέγεται ΦΥΡΟΜ.
Δεν μετράνε, βέβαια, το αποτέλεσμα ότι η χώρα μας θα κλειστεί στα βόρειά της από μια «μεγάλη» Βουλγαρία και μια «μεγάλη» Αλβανία, στις οποίες ο εθνικισμός θα έχει ξεχυθεί σε βουνά και λαγκάδια και ότι πιθανό αποτέλεσμα είναι να μας εμπλέξουν και εμάς σε περιπέτειες.
Πρόκειται για όνειρα ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο, στα δίκαια των λαών και σε μια ηγεμονική πολιτική ευθύνης που πρέπει να ακολουθεί η Ελλάδα.
Ας σκεφτεί κανείς τι θα έλεγαν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αν σε Σκόπια, Κωνσταντινούπολη ή Τίρανα και Σόφια ακούγονταν τα αντίστροφα συνθήματα από εκείνο το φασιστικό που ακούστηκε στην Ελλάδα: «Φέρτε τα όπλα να μπούμε στα Σκόπια».
Για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και για άλλους πολλούς που δεν υπάρχει εδώ ο χώρος να αναπτυχθούν, καταλήξαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών και στην Κυβέρνηση στο συμπέρασμα ότι ήρθε η ώρα να λύσουμε το κακοφορμισμένο και επικίνδυνο για τη σταθερότητα της περιοχής, αλλά και για τον ηγεμονικό ρόλο της χώρας σε αυτήν ζήτημα του ονοματολογικού.
Προσωπικά διάβασα ό,τι υπήρχε στους φακέλους του Υπουργείου, όλα τα επιστημονικά άρθρα και βιβλία (επιστημονικά και μη) επί του θέματος.
Εξάλλου, όπως σχεδόν όλα τα θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έτσι και αυτό του ονοματολογικού το δίδασκα για πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, ιδιαίτερα στο μάθημα «Ειδικά προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής».
Στο διάβασμα που έκανα εντόπισα μια «ακαδημαϊκή ομάδα» ακαδημαϊκών υψηλής ποιότητας, που είχαν γνώσεις της ιστορίας της περιοχής, των νομικών και πολιτικών προβλημάτων που συνδέονται με το ονοματολογικό και γνώριζαν όλες τις βασικές γλώσσες της περιοχής. Άνθρωποι υψηλής ειδίκευσης και ευθύνης.
Εργάζονταν στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.
Προσωπικότητες όπως οι κ.κ. Μιχαηλίδης, Ζάικος, Περράκη και Σφέτας.
Στην «παρέα» τους ήταν πολλά νέα παιδιά, σοβαροί επιστήμονες, που έκαναν διδακτορικό και μεταδιδακτορικές έρευνες σχετικά με τα προβλήματα της περιοχής.
Συμμετείχε και ο φυσικός ηγέτης ενός δημοκρατικού μακεδονισμού, ο αειθαλής Ν. Μέρτζος.
Η απόφασή μου ήταν να τους βρω, να ζητήσω τη συμβολή τους και να «ανοίξω» έναν ειλικρινή διάλογο μαζί τους.
Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαιρετική συνεργασία, στη διάρκεια της οποίας βοηθήθηκε άμεσα το ίδιο το Υπουργείο, μαζί με τους διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες που εργάζονταν στα θέματα της ΦΥΡΟΜ, ενώ έμαθα και εγώ πολλά. Μάθανε και εκείνοι. Δημιουργήθηκαν δεσμοί εμπιστοσύνης.
Σε εκείνη τη μεγάλη ακαδημαϊκή ομάδα ξεχώρισα τον συγγραφέα του παρόντος πονήματος Σπύρο Σφέτα, ιδιαίτερα για τις βαθιές ιστορικές του γνώσεις.
Ως συνθεμελιωτής και συνιδρυτής του προγράμματος για τη Νότια Ευρώπη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (SEESOX), φρόντισα να στείλω αυτή την ομάδα στην Οξφόρδη και να οργανωθεί μια επιστημονική συζήτηση με αντίστοιχους ακαδημαϊκούς των Σκοπίων.
Μια σκληρή και γεμάτη αντιπαραθέσεις συζήτηση, με την οποία καταγράφτηκαν, πιο πολύ επιβεβαιώθηκαν, τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες.
Στην υπέρβαση των διαφορών κλήθηκε να συμβάλει –γιατί ασφαλώς το ήθελε– και η προαναφερθείσα ακαδημαϊκή ομάδα.
Με την ομάδα αυτή είχα μια ειλικρινή και μεστή σχέση, όπως πάντα είναι οι σχέσεις μου σε πολιτικό και ακαδημαϊκό πεδίο.
Τους περιέγραψα με σαφήνεια τη στρατηγική που σχεδίαζα και τις κινήσεις που θα έκανα και έκανα.
Συχνά συναντιόμασταν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να τους ενημερώσω.
Πάντα μεγαλόψυχα, μου τόνιζαν τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους.
Ο Σπύρος Σφέτας διακρινόταν για τις ιστορικές αναγωγές και συγκρίσεις.
Όπως και στα γραπτά του, με εντυπωσίαζε το εύρος των γνώσεών του.
Ακόμη και για την ιστορία του Μακεδονικού από τη σκοπιά του ΚΚΕ είχε λεπτομερείς γνώσεις.
Γνωρίζει για αυτό το ειδικό θέμα, όσο οι ειδικοί της Αριστεράς. Αλλά αυτό ήταν ένα από τα πολλά θέματα που γνώριζε σε βάθος και στέρεα. Δημιουργικά και τολμηρά.
Οι γνώμες του, όπως και των άλλων μελών αυτής της ακαδημαϊκής «παρέας», όπως και άλλων επιστημόνων και πρακτικών της διπλωματίας, βοήθησαν πολύ την ελληνική διπλωματία στη διαμόρφωση της πολιτικής της στις διαπραγματεύσεις και στην τακτική σε αυτές.
Οφείλω να πω ότι σε αυτές καθαυτές τις διαπραγματεύσεις έλαβαν μέρος μόνο υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΕΞ, διπλωμάτες και υπηρεσιακοί και κανένας άλλος.
Η διαπραγμάτευση δεν έγινε ούτε με «εξ απορρήτων πρωτοσύμβουλους και διοικητές μυστικών υπηρεσιών», όπως έγινε στη δεκαετία του ’90, ούτε με προσωπικούς φίλους και γνωστούς των πολιτικών, όπως είχε γίνει στο παρελθόν από αυτούς που εκ των υστέρων με κατηγόρησαν ως φορέα μυστικής διπλωματίας.
Έγιναν αποκλειστικά από υπηρεσιακούς και μένα, αλλά βοηθηθήκαμε από σειρά προσωπικοτήτων και την ομάδα που προανέφερα, χωρίς ασφαλώς να είχε εκείνη την ευθύνη για το τι συμφωνούνταν κάθε φορά στις διαπραγματεύσεις.
Στη διάρκεια αυτής της γνωριμίας, συνεργασίας και φιλίας, κέρδισα πολλά ως προς το Μακεδονικό, όπως θα κερδίσει και ο αναγνώστης του παρόντος πονήματος.
Στο σχετικά με το θέμα μικρό παρόντα τόμο, ο αναγνώστης θα γνωρίσει την ιστορία του «Μακεδονικού Ζητήματος» και του ονοματολογικού, τις μεταμορφώσεις του.
Ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου δείχνει και αποδεικνύει μια θεμελιακή του θέση υψίστης σημασίας για το θέμα, σύμφωνα με την οποία ο «μακεδονισμός» των γειτόνων μας δεν γεννήθηκε σε μια αντιπαράθεση με την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά ως μια προσπάθεια διαφοροποίησής τους από τον σερβικό και βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό, ότι αυτό ωφελούσε αντικειμενικά την Ελλάδα.
Αντιστρατευόταν τα σχέδια της Βουλγαρίας για μια μεγάλη Βουλγαρία.
Σε αυτά τα σχέδιά της η Βουλγαρία, δείχνει ο συγγραφέας, εκδήλωσε έναν σκληρό αναθεωρητισμό, μη αναγνωρίζοντας ακόμη και τα αποτελέσματα του Βουκουρεστίου (σελ. 41 παρόντος).
Κάτι που επιθυμούν ακροδεξιές δυνάμεις σήμερα στην Ελλάδα, με καθυστέρηση σχεδόν ενός αιώνα.
Ιστορικά ο συγγραφέας δείχνει πώς το πρόβλημα έγινε πιο σύνθετο, όταν σειρά πολιτικών δυνάμεων στην περιοχή, πρωτοστατούσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, προσπάθησαν να ανακαλύψουν «Μακεδονικό Έθνος» και επεδίωξαν να ενσωματώσουν σε ένα νέο κράτος τις τρεις Μακεδονίες που προέκυψαν γεωγραφικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι μεταμορφώσεις του προβλήματος θα συνεχιστούν και ο συγγραφέας αναλύει το πώς προέκυψε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Γιουγκοσλαβία) για το «Μακεδονικό».
Οι συνέπειες της βουλγαρικής στάσης στη διάρκεια του Μεσοπολέμου φάνηκαν σε όλη την αρνητική τους έκταση στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής σε Θράκη και Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σελ. 49 κ.ε.).
Είναι η περίοδος που ολοκληρώνεται στα Βαλκάνια ο μετασχηματισμός της τοπικής-γεωγραφικής ταυτότητας σε εθνική.
Οι εδαφικές διαφορές γίνονται, σταδιακά, πλέον εξ ολοκλήρου διαφορές ταυτότητας.
Οι γεωστρατηγικές διαφορές γίνονται διαφορές κουλτούρας, ανάγνωσης της ιστορίας και γλώσσας (σελ. 119 κ.ε.).
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνοδεύτηκε με εντάσεις ανάμεσα σε Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία και ως προς το Μακεδονικό.
Επρόκειτο για αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει ως (σελ. 94 κ.ε.) «Πόλεμο της Ιστορίας».
Η ηγεσία της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας προσπαθεί να προσδιορίσει «τον λαός της» σε αντίθεση με τη Βουλγαρία, αλλά και ολοένα περισσότερο με εκείνον της Ελλάδας.
Πρόκειται, όπως λέει ο συγγραφέας, για την πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του Μακεδονικού Ζητήματος, που βρίσκει την αφετηρία λύσης του στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Συμφωνία που βάζει σε τάξη νομικά-πολιτικά την ιστορία και τη γλώσσα των γειτόνων μας, αφού αυτοί παραδέχονται ότι είναι σλαβικής καταγωγής και η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των σλαβικών γλωσσών.
Βέβαια, η βόρεια γείτονα δεν είναι μια χώρα που κατοικείται μόνο από Σλαβομακεδόνες, κατοικείται και από άλλες ομάδες, πριν από όλα από Αλβανούς.
Στο πρώτο παράρτημα του παρόντος τόμου ο αναγνώστης έχει να μάθει πολλά για τη θέση των Αλβανών σε αυτή τη χώρα, για τις συγκρούσεις ανάμεσα σε Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς, καθώς και τις λύσεις στις αντιθέσεις που διατρέχουν αυτές τις σχέσεις.
Το πρώτο παράρτημα συνοδεύεται από ένα άκρως ενδιαφέρον δεύτερο παράρτημα στο οποίο καταγράφονται οι απόψεις της σλαβικής/γιουγκοσλαβικής ιστοριογραφίας για το Μακεδονικό Ζήτημα.
Ο τόμος συνοδεύεται με πλούσιο φωτογραφικό και άλλο υλικό, που τον κάνει ακόμη πιο πολύτιμο στον αναγνώστη του.
Εύχομαι ο παρών τόμος να είναι καλοτάξιδος για το καλό της χώρας μας και της ειρηνικής-φιλικής συνύπαρξης στη ΝΑ Ευρώπη.
Ελπίζω, δε, να χρησιμοποιηθεί από τους μελετητές του θέματος, καθώς και από τα στελέχη της ελληνικής εκπαίδευσης, ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας.
Η γλώσσα και ο τρόπος γραφής του σίγουρα το επιτρέπουν.
Περιγραφή του βιβλίου:
Το Μακεδονικό Ζήτημα είναι ένα περίπλοκο ζήτημα στα Βαλκάνια και προκαλεί σύγχυση στον εξωτερικό παρατηρητή.
Η ιδιαιτερότητα του ζητήματος έγκειται στο γεγονός ότι κατά τον 19ο αιώνα και το πρώτο ήμισυ του 20ού το ζήτημα ετίθετο διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα.
Στον 19ο αιώνα υπό τον όρο Μακεδονικό Ζήτημα αντιλαμβανόταν κανείς τον ελληνο-βουλγαρο-σερβικό ανταγωνισμό για τη διεκδίκηση του μακεδονικού χώρου υπό την ευρύτερη έννοια και τη διαμόρφωση ελληνικής, βουλγαρικής ή σερβικής ταυτότητας στον σλαβικό κυρίως πληθυσμό.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το ζήτημα απέκτησε διαφορετικό περιεχόμενο.
Το Μακεδονικό κατέστη γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Επρόκειτο για ζήτημα διαμόρφωσης μιας σλαβομακεδονικής ταυτότητας στην Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, αλλά και για την επεκτατική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας στο όνομα του «μακεδονισμού».
Ο όρος Σλαβομακεδόνες δεν πρέπει να εννοείται ως εθνολογική ανάμειξη αρχαίων Μακεδόνων και Σλάβων μετά τον 7ο αιώνα, αλλά ως διαφοροποίηση των Σλάβων του ευρύτερου μακεδονικού χώρου από τη βουλγαρική, σερβική και ελληνική εθνική ιδέα.
Η διαδικασία αυτή άρχισε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η ουσία του σύγχρονου Μακεδονικού Ζητήματος είναι η οριοθέτηση των ταυτοτήτων, κάτι που είναι και το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.