Επιχειρείται η ανατροπή τού «δόγματος Σακελλαροπούλου», που δικαιολόγησε τις περικοπές, και μόνιμη επαναφορά των δώρων, αλλά και επιστροφή αναδρομικών από το 2012 για τις επικουρικές
Νέα πιλοτική δίκη για μόνιμη επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης (δώρα), αλλά και επιστροφή αναδρομικών από το 2012 για τις επικουρικές συντάξεις ανοίγει με τη νέα υπόθεση που δικάζεται αύριο ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας. Ο νέος γύρος της επαναθέσπισης σε μόνιμη βάση των δώρων, αλλά και της χορήγησης των αναδρομικών από το 2012, άνοιξε με το προδικαστικό ερώτημα που έθεσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών προς το ΣτΕ με την υπ’ αριθ. 8898/2021 απόφασή του, που δημοσιεύτηκε στις 20 Οκτωβρίου 2021.
Η εξέλιξη είναι σημαντική, αφού, όπως επισημαίνει ο Αλέξης Μητρόπουλος που έχει αναλάβει την υπόθεση, «επιχειρείται η ανατροπή του “δόγματος Σακελλαροπούλου”, σύμφωνα με το οποίο οι περικοπές στις συντάξεις και η κατάργηση των δώρων επιβλήθηκαν από τους δανειστές προς τις ελληνικές μνημονιακές κυβερνήσεις προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος της χώρας και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Σήμερα, που δεν συντρέχουν οι λόγοι αυτοί, το “δόγμα Σακελλαροπούλου” δύναται να αναιρεθεί, αφού και “έχουμε βγει από τα Μνημόνια” (όπως υποστηρίζουν οι πολιτικοί των Μνημονίων) και το χρέος δεν μειώθηκε, αλλά απεναντίας διπλασιάστηκε, παρά τις περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων, ύψους 100 δισ. ευρώ την περίοδο 2010-2018».
Οπως είναι γνωστό, τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας νομιμοποίησαν τις μνημονιακές περικοπές των συντάξεων, καθώς και την κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης για όλους τους συνταξιούχους, και του 13ου και 14ου μισθού για τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα:
– Με την υπ’ αριθ. 1307/2019 απόφασή της η Ολομέλεια του ΣτΕ (ανέτρεψε την υπ’ αριθ. 2626/2018 ομόφωνη απόφαση του ΣΤ’ Τμήματός του υπό την προεδρεία της κυρίας Σακελλαροπούλου) αποφάνθηκε ότι είναι συνταγματική η κατάργηση των δώρων για τους δημοσίους υπαλλήλους.
– Με την υπ’ αριθ. 1389/2021 απόφασή του το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ολομέλεια) αποφάνθηκε ότι είναι συνταγματική η κατάργηση των δώρων για τους συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους, λειτουργούς και αποστράτους όλων των Σωμάτων Ασφαλείας και του Στρατού.
– Με την υπ’ αριθ. 1439/2020 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε συνταγματική η κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης όλων των συνταξιούχων πλην Δημοσίου.
Η δίκη ενώπιον του ΣτΕ, αν και αναφέρεται στην επαναφορά των δώρων ως προς τις επικουρικές συντάξεις, έχει μείζον ενδιαφέρον τόσο για τους συνταξιούχους όσο και για τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, διότι εμμέσως ανοίγει ένας νέος γύρος για την επαναθέσπιση της 13ης και 14ης σύνταξης, καθώς και του 13ου και 14ου μισθού. Με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών καλείται το Συμβούλιο Επικρατείας με πιλοτική δίκη να αποφασίσει τη μόνιμη και υποχρεωτική καταβολή των δώρων σε όλους ανεξαιρέτως τους συνταξιούχους και μετά το 2012 (και μετά το 2016), αντίθετα από όσα αποφάσισε η Ολομέλεια του ΣτΕ (1439/2020).
Από τη στιγμή που το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει το 2015 αντισυνταγματική την κατάργησή τους, θα έπρεπε, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, να ορίζεται το ζήτημα με σαφή τρόπο στον νόμο Κατρούγκαλου, ο οποίος ψηφίστηκε έναν χρόνο αργότερα. Εφόσον κάτι τέτοιο δεν έγινε, καλείται εκ νέου το ΣτΕ να δώσει την οριστική λύση.
Το προδικαστικό ερώτημα που έθεσε προς το ΣτΕ το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έχει ως εξής: «Εάν οι πρόσθετες συνταξιοδοτικές παροχές του, τακτικώς μεν χορηγούμενου κατ’ έτος αλλά σε ορισμένη μόνο περίοδο του χρόνου, δώρου Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας, που καταβάλλονταν από τα Ταμεία επικουρικής ασφάλισης έως τις 31.12.2012, η δε κατάργησή τους από 1.1.2013 κρίθηκε αντισυνταγματική με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει να θεωρούνται, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, ως μη κατηργημένες, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 96, παρ. 5 του ν. 4387/2016, από 12.5.2016 και εφεξής, εφόσον θεωρηθεί ότι με τις συνταξιοδοτικές διατάξεις του νόμου αυτού ρυθμίστηκαν μόνο οι επικουρικές συντάξεις αυτές καθεαυτές («stricto sensu») των παλαιών συνταξιούχων και για τον λόγο αυτόν υιοθετήθηκαν, κατ’ ουσίαν εκ νέου, νομίμως μόνον οι προηγουμένως κριθείσες ως αντισυνταγματικές (με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας) περικοπές, όχι δε και η κατά την υποπαρ. ΙΑ.6, περ. 3 της παρ. ΙΑ του ίδιου άρθρου και νόμου κατάργηση των ως άνω ένδικων, αυτοτελών (έναντι της επικουρικής σύνταξης) παροχών.
Περαιτέρω, και σε συνάρτηση προς το ανωτέρω ερώτημα, εφόσον κριθεί ότι υπό το καθεστώς του ν. 4387/2016 ο επανυπολογισμός των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων βαίνει παραλλήλως με την κατάργηση των πιο πάνω πρόσθετων συνταξιοδοτικών παροχών (ανεξαρτήτως του τυχόν αυτοτελούς χαρακτήρα των δεύτερων), εάν το ακυρωτικό αποτέλεσμα των αποφάσεων 1889, 1890 και 1891/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αναγόμενο στη μεσοβραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ικανότητα του ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016 να χορηγεί επαρκείς συνταξιοδοτικές παροχές, ανατρέπει τα θεμελιακά, νόμιμα κατά τα κριθέντα με τις πιο πάνω αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ερείσματα του συστήματος αυτού, με αποτέλεσμα για όσο χρονικό διάστημα μεσολαβήσει έως την πλήρη αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τον ανακαθορισμό των δικαιούμενων από 12.5.2016 επικουρικών συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων να αναβιώνουν οι προϊσχύουσες διατάξεις και να καθίστανται αγώγιμες οι προβαλλόμενες, με αγωγές ασκηθείσες, εν προκειμένω πριν από τις 4.10.2019, αξιώσεις κατά του ΕΤΕΑΕΠ των συνταξιούχων αυτών για την καταβολή αποζημίωσης ισόποσης με το επίδομα αδείας και το δώρο Χριστουγέννων των ετών 2016 και εντεύθεν».
Οπως υπογραμμίζει ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος: «Είναι αναμφισβήτητο ότι η δίκη ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ, που προκλήθηκε με την ιστορική για τη σπουδαιότητά της και τη συγκυρία απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό 8898/2021, έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον όλων των συνταξιούχων αλλά και των δημοσίων υπαλλήλων, που με τις μνημονιακές παρεμβάσεις και τις αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων απώλεσαν ένα μεγάλο τμήμα τού εισοδήματός τους».