Το εθνικό ατόπημα του κ. Μητσοτάκη

Με τη ρηματική διακοίνωσή της προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, η κυβέρνηση της ΠΓΔ Μακεδονίας αποσαφηνίζει τα κρίσιμα ζητήματα της Συμφωνίας των Πρεσπών και πιστοποιεί με τον πιο επίσημο τρόπο ότι δεν επιδέχονται διαφορετική ερμηνεία. Ειδικά αναφέρεται στα δύο κρίσιμα ζητήματα στα οποία έχει επικεντρωθεί και η κριτική της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό της Ελλάδας.

Ξεκαθαρίζει καταρχάς το ζήτημα της εθνικότητας, επαναλαμβάνοντας ότι ο όρος «nationality», όπως αναγράφεται στη Συμφωνία, αναφέρεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια και «δεν καθορίζει ούτε προδικάζει» το ζήτημα της εθνότητας των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας. Ως προς την επίσημη γλώσσα των γειτόνων, στη διακοίνωση αναφέρεται ότι έχει αναγνωριστεί από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ το 1997 και ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών.

Με τις επίσημες αυτές διευκρινίσεις, δίνονται οριστικές απαντήσεις στους φόβους και στις αιτιάσεις της Νέας Δημοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής. Αναφέρομαι ειδικά σ’ αυτά τα δύο κόμματα, επειδή έχουν κυβερνήσει τη χώρα και έχουν καταναλώσει μεγάλο πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο προκειμένου να επιλύσουν το ζήτημα που επιχειρεί τώρα να αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς από τον Κ. Μητσοτάκη και τη Φ. Γεννηματά να δεχτούν την πρόκληση που τους απηύθυνε ο Αλέξης Τσίπρας στο κλείσιμο της προχτεσινής συζήτησης στη Βουλή.

Να μπουν στον κόπο να επανεξετάσουν την αρνητική θέση τους και να αναγνωρίσουν ότι η Συμφωνία των Πρεσπών κινείται με συνέπεια εντός της εθνικής γραμμής που εγκαινιάστηκε το 1995 με την Ενδιάμεση Συμφωνία επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, κωδικοποιήθηκε στο Βουκουρέστι το 2008 από τον Κώστα Καραμανλή και την Ντόρα Μπακογιάννη και διακηρύχτηκε με τον πιο επίσημο τρόπο από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2014, διά στόματος Ευάγγελου Βενιζέλου, αντιπροέδρου στην κυβέρνηση Σαμαρά.

Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν συνέβη. Παρά τις σαφείς διευκρινίσεις, ο κ. Μητσοτάκης παραμένει στην αντιπολιτευτική πολεμική του και εξακολουθεί να απορρίπτει με βαρείς χαρακτηρισμούς τη Συμφωνία, οχυρωμένος πίσω από τη δική του ερμηνεία των ρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί για τη γλώσσα και την ιθαγένεια των γειτόνων. Οι λόγοι αυτής της επιμονής είναι κατανοητοί.

Η προσμονή της εξουσίας έχει καταστεί κινητήριος μοχλός του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, ενώ η ηγεμονία στο εσωτερικό του κόμματός του της τριανδρίας Σαμαρά-Γεωργιάδη-Βορίδη αποκλείει κάθε άλλη σκέψη. Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποφασίσει να καβαλήσει τον Βουκεφάλα του εθνικιστικού πυρετού και των συλλαλητηρίων για τη «Μακεδονία που είναι μία και μόνο ελληνική», φτάνοντας να κλείνει τα μάτια στις ακρότητες των στελεχών του.

Δικαίωμά του, θα πει κανείς. Οχι ακριβώς. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια τυπική υιοθέτηση μιας τυπικής εθνολαϊκιστικής ρητορικής για λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας. Σε ζητήματα διακρατικών σχέσεων και διεθνών συνθηκών οφείλουν όλοι οι κορυφαίοι θεσμικοί παράγοντες της χώρας (και ένας από αυτούς είναι βέβαια ο αρχηγός της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης) να λαμβάνουν υπόψη τους τις ενδεχόμενες συνέπειες των πράξεων και των λεγομένων τους, εφόσον μπορεί να επηρεάσουν την τύχη σοβαρών ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής.

Ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται να διαφωνεί όχι με την ουσία της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά με την ερμηνεία των ρυθμίσεών της. Δεν διαφωνεί με την εισδοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ ή την Ε.Ε. (όπως το ΚΚΕ), ούτε βέβαια μπορεί να πει ότι διαφωνεί με τη σύνθετη ονομασία (όπως οι ΑΝ.ΕΛΛ., η Ενωση Κεντρώων και η Χρυσή Αυγή), όσο κι αν ο κ. Σαμαράς το θυμήθηκε κι αυτό.

Αυτό που επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ο κ. Μητσοτάκης και το κόμμα του είναι να κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «έδωσε» τη γλώσσα και την «εθνότητα» μέσω της Συμφωνίας. Από τη στιγμή όμως που η ίδια η Συμφωνία αλλά και η ρηματική διακοίνωση διευκρινίζουν απολύτως το περιεχόμενο των σχετικών ρυθμίσεων, η επιμονή του κ. Μητσοτάκη ισοδυναμεί με μια «άλλη», δική του ερμηνεία στα επίσημα αυτά κείμενα. Επιμένοντας λ.χ. ότι η Συμφωνία μιλά για «μακεδονική εθνότητα», έρχεται σε σύγκρουση όχι μόνο με την ερμηνεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και με την ερμηνεία της άλλης πλευράς!

Αυτή η απερίσκεπτη στάση μπορεί να έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Οι διεθνείς συνθήκες είναι λεπτά και ακριβολόγα κείμενα. Πολλές φορές, όμως, ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη διεκδικεί κάτι περισσότερο από τα ήδη συμφωνημένα. Και τότε όλες οι λεπτομέρειες έχουν σημασία. Ας υποθέσουμε ότι ευοδώνεται το πολιτικό σχέδιο του κ. Μητσοτάκη να βρεθεί στη θέση του Ελληνα πρωθυπουργού, ενώ στη γειτονική χώρα επανακάμπτουν οι επίγονοι του Γκρούεφσκι. Η άλλη πλευρά θα μπορεί να καταφύγει στα διεθνή φόρα (ΟΗΕ, Διεθνές Δικαστήριο), προκειμένου να διεκδικήσει ως «συμφωνημένα» αυτά που ανακάλυψε ο κ. Μητσοτάκης. Με άλλα λόγια, θα μπορεί να πει ότι, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, έχουμε αναγνωρισμένη μακεδονική εθνότητα!

Μη φανταστεί κανείς ότι θα μπορεί τότε ο κ. Μητσοτάκης να πει πως αυτά τα έλεγε «ανεπισήμως» και για εσωτερική κατανάλωση. Ειδικά η Νέα Δημοκρατία θα έπρεπε να γνωρίζει ότι ακόμα και οι απλές δηλώσεις κορυφαίων πολιτικών παραγόντων έχουν και νομική υπόσταση στο διεθνές δίκαιο. Μήπως έχουν ξεχάσει στην Πειραιώς ότι η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Διεθνές Δικαστήριο το 2011 επειδή παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία το 2008, εμποδίζοντας την ΠΓΔΜ να μπει στο ΝΑΤΟ;

Προκειμένου να αποφύγει την καταδίκη, η Ελλάδα είχε επισήμως υποστηρίξει ότι ουδέποτε έθεσε βέτο, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της Συμφωνίας και ως τεκμήριο θεωρήθηκε η συνέντευξη Τύπου του Κώστα Καραμανλή προς Ελληνες δημοσιογράφους (Βουκουρέστι, 3.4.2008), στην οποία ο τότε πρωθυπουργός δήλωσε ότι ασκήθηκε βέτο (Απόφαση 5.12.2011, I.C.J. Reports 2011, σ. 669). Δεν μένουν, λοιπόν, μόνο τα γραπτά του κ. Μητσοτάκη. Μένουν και τα λόγια του.

Κακά τα ψέματα. Τις δήθεν παραχωρήσεις εθνότητας και γλώσσας μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών ο κ. Μητσοτάκης τις ανακάλυψε εκ των υστέρων και για καθαρά αντιπολιτευτικούς και προεκλογικούς λόγους. Από τις αρχές του 2008 είχε δημόσια τοποθετηθεί υπέρ μιας συμβιβαστικής λύσης και βέβαια ουδέποτε αμφισβήτησε την προοπτική μιας σύνθετης ονομασίας ως ευνοϊκή λύση για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Δεν τολμά, επομένως, να υιοθετήσει πλήρως την ατζέντα των Μακεδονομάχων και κρύβεται πίσω από μια σκόπιμη και χοντροκομμένη παρερμηνεία της Συμφωνίας. Μόνο που αυτή η στάση του κρύβει κινδύνους για τα εθνικά συμφέροντα. Είναι έτοιμος να πάρει αυτό το ρίσκο;

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.