Ο ελληνοτουρκικός διάλογος (που, οπωσδήποτε, πρέπει να διεξάγεται, αλλά η ουσία και η εθνική του χρησιμότητα εξαρτώνται από το πλαίσιο, τον τρόπο και τον χρόνο που επιλέγονται) εισήλθε σε νέα ιστορική καμπή, στις 7 Δεκεμβρίου 2023, με την υπογραφή της «Διακήρυξης των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» από τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη και τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν.
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η Διακήρυξη προέβλεπε, πρώτον, την αναβάθμιση των διμερών επαφών με «Πολιτικό Διάλογο» σε θέματα αμοιβαίου συμφέροντος και διερευνητικές – «διαβουλευτικές» (κατά την ορολογία της Άγκυρας) συνομιλίες. Δεύτερον, τη «Θετική Ατζέντα» για την οικονομία και άλλα «ήπια» θέματα και, τρίτον, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στον στρατιωτικό τομέα.
Όσο κι αν η πολιτική εμπεριέχει το στοιχείο της υπερβολής, ο κ. Μητσοτάκης ξεπέρασε και τον εαυτό του, παρουσιάζοντας τη Διακήρυξη σαν συνέχεια του Συμφώνου Φιλίας του 1930 και του διαλόγου των Ελ. Βενιζέλου και Ι. Ινονού! Από την άλλη πλευρά, οι πιο επιφυλακτικοί επισήμαιναν ότι ο πρωθυπουργός -μετά την ατυχή συνάντηση της Κωνσταντινούπολης τον Μάρτιο του 2022- οριστικοποιούσε τη μεγάλη στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς διμερή συζήτηση όλων των θεμάτων. Χωρίς να διαψεύδει τις επανειλημμένες δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας για συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Χωρίς σαφείς όρους, χωρίς το πλεονέκτημα ανάμειξης της Ε.Ε. και χωρίς περιορισμό της ατζέντας στη μία και μοναδική διαφορά της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Έναν χρόνο μετά, ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης επιβεβαιώνει τους διαφωνούντες. Παραδέχεται πως «είμαστε μακριά από το ενδεχόμενο» συνυποσχετικού για την υφαλοκρηπίδα στο Δικαστήριο της Χάγης και πως «δεν έχει επιτευχθεί καμία ουσιαστική πρόοδος». Για το δε -εκπορευόμενο από το υπουργείο Εξωτερικών- κλίμα επικείμενης ιστορικής συμφωνίας, ισχυρίστηκε πως δεν είχε καλλιεργηθεί «καμία υπερβολική προσδοκία».
Παράλληλα, ο πρωθυπουργός προσφεύγει σε υπεραπλουστεύσεις. Δηλώνει ότι «αυτά (περί διεκδικήσεων) τα έλεγαν και πριν οι Τούρκοι», ότι «γκρίζες ζώνες είχαμε και πριν» και ότι «αμφισβήτηση της δυνατότητας της Ελλάδας να εξοπλίσει τα νησιά της είχαμε και πριν». Ωστόσο, ξεχνά ή κρύβει ότι όλες οι σημαντικές αλλαγές στις ελληνοτουρκικές ισορροπίες ήταν -σχεδόν πάντα- αποτέλεσμα λαθών και παραλείψεων της Αθήνας. Όπως οι γκρίζες ζώνες, που καθιερώθηκαν ως ορολογία και διεκδίκηση τον Απρίλιο του 1996, με εκμετάλλευση των ελληνικών αστοχιών κατά την κρίση των Ιμίων τρεις μήνες νωρίτερα. Ακριβώς γιατί δεν αρκούσε και δεν αρκεί «που τα έλεγαν» -ή έκαναν- οι Τούρκοι. Μετρούν εξίσου οι ορθές ή λανθασμένες κινήσεις του Έλληνα εκάστοτε πρωθυπουργού. Για παράδειγμα, κανένας προκάτοχός του, από το 1974 έως το 2022, δεν είχε αποφασίσει την απόσυρση υλικού από νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Ο απολογισμός ενός έτους
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Μητσοτάκης δεν ψηφίστηκε σαν σχολιαστής ή ιστορικός. Ούτε μπορεί να παγώσει τον χρόνο, διαγράφοντας όσα συνέβησαν τους τελευταίους 12 μήνες και ισχυριζόμενος ότι δεν θα έχουν αντίκτυπο στην πορεία των διμερών σχέσεων. Ο απολογισμός, κατά την πρώτη επέτειο της Διακήρυξης, είναι κατεξοχήν αρνητικός, αφού η Άγκυρα αποκόμισε, τουλάχιστον, πέντε σημαντικά κέρδη:
1. Η ελληνική πλευρά ανέστειλε κάθε πρωτοβουλία ή και σκέψη αντίδρασης στο παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο του Νοεμβρίου 2019. Ίσως κάποιοι αυθυποβάλλονται και επαναπαύονται λόγω της μη κύρωσης του μνημονίου από την (εικονική) Βουλή ή δικαστήρια της Λιβύης, ξεχνώντας ότι οι εκεί αντιμαχόμενες πλευρές ακολουθούν πλέον κοινή πολιτική εξαρτώμενες από την Άγκυρα. Παρατείνουν την εξουσία τους χωρίς εκλογές (που αναβάλλονται από το 2021) με διαμοιρασμό των κερδών της Εθνικής Εταιρίας Πετρελαίου (NOC) και της ισχύος της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Και τα χειρότερα έρχονται. Από το Δεκέμβριο, πέρυσι, υπήρχαν δημοσιεύματα ότι η NOC θα προκήρυσσε, εντός του 2024, διεθνείς διαγωνισμούς (τους πρώτους έπειτα από 20 χρόνια) για την ανάθεση αδειών σεισμικών ερευνών αφενός στον Κόλπο της Σύρτης και αφετέρου σε θαλάσσιες περιοχές βορειοανατολικά του. Δηλαδή, σε «οικόπεδα» του τουρκολιβυκού μνημονίου, νότια και νοτιοανατολικά της Κρήτης. Αν και λόγω τεχνικών δυσχερειών οι διαγωνισμοί μετατίθενται στο πρώτο τρίμηνο ή εξάμηνο του 2025, ο διεθνής κλάδος της ενέργειας βοά (π.χ. σε συζητήσεις μεταξύ εταιριών στις πρόσφατες εκθέσεις Global Energy στο Κάλγκαρι, ICIF στη Σανγκάη, GasTech στο Χιούστον, GNL στην Μπολόνια κ.α.) ότι, σύντομα, θα υπάρξουν σημαντικά γεγονότα.
2. Η Αθήνα δεν αξιώνει πια -ούτε ως αναγκαία προϋπόθεση ούτε ως ενέργεια υποβοηθητική των συνομιλιών- την άρση του ψηφίσματος casus belli (αιτία πολέμου) της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, του Ιουνίου 1995 σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Η σημερινή ελληνική σιωπή θα έχει επιπτώσεις στο κοντινό μέλλον, αφού οι ξένες κυβερνήσεις θα ρωτούν «πού το θυμηθήκατε;», όταν θα καταγγέλλονται οι τουρκικές προκλήσεις. Εξάλλου, η επίπλαστη ηρεμία ελήφθη υπόψη για την επανάληψη των συζητήσεων Ουάσινγκτον – Άγκυρας για τα F-16 και τα F-35. Σε αντιστάθμισμα, ο κ. Μητσοτάκης έλαβε μόνο την επιστολή Μπλίνκεν για τη συνήθη χορήγηση πλεονάζοντος υλικού (EDA). Και την παρουσίασε, χωρίς αμερικανική ευθύνη, σαν μέγιστη επιτυχία μέχρι να αποδειχθεί (εντός εξαμήνου) η τεχνική και οικονομική ακαταλληλότητα του διαθέσιμου υλικού.
3. Η Τουρκία πέτυχε να αποκτήσει πρωτεύοντα ρόλο στον πλου του ιταλικού πλοίου «Ievoli Relume» που πραγματοποιεί έρευνες βυθού στα διεθνή ύδατα κατόπιν μίσθωσης από τον ΑΔΜΗΕ, για λογαριασμό του ιδίου και της γαλλικής Nexans, στο πλαίσιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου – Ισραήλ (Great Sea Interconnector). Όταν τον περασμένο Ιούλιο η εφημερίδα «Εστία» αποκάλυψε την αδιανόητη εξέλιξη ότι εκδόθηκε άδεια από τον παράκτιο σταθμό της Αττάλειας, ως αναγνώριση τουρκικής δικαιοδοσίας, η κυβέρνηση άλλοτε σιωπούσε κι άλλοτε διέψευδε ανεπίσημα με οργή. Σε άλλη γραμμή, όταν ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Γ. Γκιουλέρ θριαμβευτικά δήλωσε τα ίδια προ εβδομάδος, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης απέφυγε επιμελώς να τον διαψεύσει. Εμμέσως, πλην σαφώς, η Τουρκία είτε ακυρώνει είτε συναποφασίζει για όλα τα μεγάλα ενεργειακά έργα στη Μεσόγειο. Αντίθετα, από το 2012 ως τη Διακήρυξη των Αθηνών, η Ελλάδα και η Κύπρος διατηρούσαν την πρωτοβουλία χάρη στα δύο τριμερή σχήματα συνεργασίας, αντίστοιχα με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, και, σε ορισμένους τομείς, και με τις ΗΠΑ («3+1»).
4. Ξαφνικά, αναβιώνει το Πρωτόκολλο της Βέρνης του 1976, κατόπιν αυτοκαταστροφικών διαρροών του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ότι οι διατάξεις του «επιτρέπουν» τις βυθομετρικές εργασίες του «Ievoli Relume», επειδή οι μόνες που «απαγορεύει» ρητά είναι οι έρευνες υδρογονανθράκων. Άραγε, εξέλιπε η θεσμική συνέχεια στην ελληνική διπλωματία που, από τον Μάρτιο του 1982, βασιζόταν σε κοινοβουλευτική ομιλία του πρωθυπουργού Αν. Παπανδρέου ότι η Ελλάδα θεωρεί το Πρωτόκολλο ανενεργό, αφού όποιες επαφές περί υφαλοκρηπίδας και υδρογονανθράκων με την Τουρκία είχαν τερματιστεί ήδη πριν από τον Σεπτέμβριο του 1980; Δεν αξιοποιεί κανείς όσα διευκρινίζει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Π. Μολυβιάτης, ότι δεν υπήρξε ποτέ ελληνική δέσμευση αναστολής γεωτρήσεων παρά μόνον συναίνεση αμοιβαίας αποχής από ενέργειες που θα έβλαπταν πιθανές διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκειά τους; Και αν δεν αρκούν οι ερμηνείες των Παπανδρέου και Μολυβιάτη, μήπως πρέπει το σημερινό Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών να θυμηθούν τις δηλώσεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τον Οκτώβριο του 1991; Έλεγε χαρακτηριστικά ότι ο ομόλογός του, Μ. Γιλμάζ, έκανε «αυθαίρετη ερμηνεία». Γιατί η ελληνική θέση ήταν πως, με το Πρωτόκολλο, «οι δύο πλευρές ανέλαβαν να αποφεύγουν οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να δυσχεράνει τις διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας» και «πάντως, μόνο για την περίοδο που γίνονται αυτές οι συζητήσεις». Επομένως, εφόσον οι κύριοι Μητσοτάκης και Γεραπετρίτης διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι «είμαστε μακριά από το ενδεχόμενο» συνυποσχετικού, δεν ισχύει ούτε και η -πιο διασταλτική- ερμηνεία του 1991. Εκτός, βέβαια, αν γίνονται ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και δεν το ομολογούν.
5. Παράπλευρη απώλεια της Διακήρυξης των Αθηνών είναι και η Μεγαλόνησος. Με την προσδοκία ότι πιθανή πρόοδος στα Ελληνοτουρκικά θα έχει επίδραση στο Κυπριακό, η Λευκωσία ανέστειλε όλο τον σχεδιασμό της. Κυρίως τη φιλόδοξη εξαγγελία του Προέδρου Ν. Χριστοδουλίδη για τον διορισμό πανίσχυρου ειδικού απεσταλμένου της Ε.Ε. που θα αποτελούσε τον καταλύτη ιστορικών αλλαγών. Σήμερα, το μόνο που ελπίζεται είναι η σύγκληση πολυμερούς διάσκεψης υπό τον γ.γ. του ΟΗΕ. Όχι για πρόοδο στην επίλυση του προβλήματος, αλλά μόνο για την αναζήτηση μεθόδων ανακίνησης της διαδικασίας.
Αμφότεροι οι κύριοι Μητσοτάκης και Χριστοδουλίδης οφείλουν να εξηγήσουν (έχει μεσολαβήσει ολόκληρος μήνας) τι συζήτησαν με τον κ. Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στη Βουδαπέστη. Ο πρωθυπουργός θεώρησε προσβλητικά τα περί «χαριεντισμών» και διευκρίνισε ότι δεν ήταν προγραμματισμένη συνάντηση, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην αποκαλύψει -απολύτως- τίποτα για το περιεχόμενό της και όσα ακολούθησαν. Προφανώς είναι υπερβολικές οι επικρίσεις περί «μυστικής διπλωματίας» (αφού δεν υπάρχουν κρυφοί στόχοι), αλλά πρόκειται για την επιτομή της «προσωπικής διπλωματίας» από την οποία κανένας πολιτικός και -το σημαντικότερο- καμία χώρα ποτέ δεν ωφελήθηκαν.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη