Ο μέσος μηνιαίος μισθός (μαζί με τις εισφορές των εργαζομένων) διαμορφώνεται στο εννεάμηνο του 2017 σε 1.184 ευρώ (+0,5 % από πέρυσι) και μαζί με τις εισφορές των εργοδοτών, σε 1.567 ευρώ. Στη βιομηχανία, ο μηνιαίος μισθός, διαμορφώνεται σε 1.476 ευρώ (+1,7% από πέρυσι), στο εμπόριο, μεταφορές, τουρισμό σε 978 (+0,7% από πέρυσι), στην ενημέρωση και επικοινωνία σε 1.218 (-0,5% από πέρυσι), και στη Δημόσια Διοίκηση, εκπαίδευση, υγεία σε 1.342 ευρώ (-0,9% από πέρυσι). Τα στοιχεία που αφορούν το 9μηνο του 2017 σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα περιλαμβάνονται στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΣΕΒ, ο οποίος σχολιάζει πως «είναι σαφής η υπεροχή των μισθών στη βιομηχανία σε σχέση με τους μισθούς που πληρώνονται στους λοιπούς κλάδους, αν και οι μισθοί στη Δημόσια Διοίκηση, εκπαίδευση, υγεία εξακολουθούν να είναι αρκετά υψηλοί, εμποδίζοντας την άριστη κατανομή των παραγωγικών συντελεστών».
Οι υψηλότεροι μισθοί καταγράφονται σε τράπεζες- ασφάλειες (3669,2 ευρώ, +5,4 % από πέρυσι) και οι χαμηλότεροι στις κατασκευές (849,3 ευρώ, +0,6 %) και τη γεωργία- κτηνοτροφία (595,6 ευρώ, +3,3 %).
Σχολιάζοντας γενικά τις οικονομικές εξελίξεις ο ΣΕΒ τονίζει πως «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομία έχει εισέλθει σε φάση ανάκαμψης», προσθέτει ωστόσο ότι πρέπει χρειάζεται να αυξηθεί η υποκατάσταση των εισαγωγών και η κερδοφορία των κλάδων διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε μόνιμη βάση.
Επαναλαμβάνει δε τη θέση ότι οι μισθολογικές προσαρμογές θα πρέπει να είναι συνδεδεμένες με την παραγωγικότητα της οικονομίας ώστε να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, υποστηρίζοντας ότι από το 2015 η ανταγωνιστικότητα της χώρας υποχωρεί και παρεμποδίζει τον μετασχηματισμό της οικονομίας προς την επιθυμητή κατεύθυνση ενός εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου.
«Με την αύξηση της απασχόλησης (+1,9%) να υπερβαίνει την αύξηση του ΑΕΠ (+1,1%), η παραγωγικότητα της οικονομίας υποχωρεί. Η μείωση της παραγωγικότητας, στην ουσία, ενσωματώνει όλες τις διαρθρωτικές παθογένειες που εξακολουθούν να επηρεάζουν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια. Σε συνδυασμό, δε, με την αύξηση των αμοιβών, οδηγεί σε αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, και τείνει να συμπιέζει την ελκυστικότητα της ελληνικής οικονομίας ως επενδυτικού προορισμού. Η αχίλλειος πτέρνα της ανάκαμψης είναι οι επενδύσεις, που εξακολουθούν να μειώνονται (πλην των μεταφορικών μέσων), ενώ σε καθαρή βάση (μετά τις αποσβέσεις) είναι ακόμη αρνητικές, δεν αρκούν δηλαδή για να αυξήσουν το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας και, κατ’ επέκταση, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της», αναφέρει μεταξύ άλλων ο Σύνδεσμος.
Συγκεκριμένα το 2016, σε σύνολο ακαθάριστων επενδύσεων 20,5 δισ. ευρώ, οι καθαρές επενδύσεις (μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων) είναι αρνητικές και ανέρχονται σε -9,6 δισ. ευρώ. Η μεγάλη διαφορά οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στις αποσβέσεις των ακινήτων, που το 2016 διαμορφώνονται σε 9 δισ. ευρώ λόγω της συσσώρευσης μεγάλων επενδύσεων σε ακίνητα στο παρελθόν, πριν την κρίση. Για παράδειγμα, το 2007 οι επενδύσεις σε κατοικίες ήταν 22,5 δισ. ευρώ, όταν το 2016 διαμορφώνονται σε 1,1 δισ. Χωρίς την αγορά ακινήτων, οι καθαρές επενδύσεις εξακολουθούν να είναι αρνητικές και ανέρχονται σε -1,8 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα επενδύουμε 1,8 δισ. λιγότερα απ’ ό,τι απαιτείται απλώς και μόνο για να αναπληρώνουμε το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας.