Ανατροπές στα όσα γνωρίζαμε για την ρύθμιση «κόκκινων δανείων» που είναι εγγυημένα από το ελληνικό δημόσιο φέρνουν νέες διατάξεις του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Μέσω των προτεινόμενων διατάξεων ανοίγει ο δρόμος ώστε να «κουρεύονται» δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου. Μάλιστα εάν διαγραφεί μέρος της οφειλής, ο κρατικός μηχανισμός καταβάλλει σε τράπεζες και servicers εφάπαξ το ποσό της εγγύησης, χωρίς κατόπιν να το αναζητήσει από το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο με διαδικασίες που φτάνουν ως και τον πλειστηριασμό.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία ρύθμισης με μερική διαγραφή μέσω εξωδικαστικού συμβιβασμού, βάσει του πτωχευτικού νόμου, σε μια ευρεία κατηγορία δανείων. Στο τέλος της περασμένης χρονιάς το ανεξόφλητο υπόλοιπο εγγυημένων από το Δημόσιο δανείων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ανερχόταν σε 1,4 δισ. ευρώ, ενώ δάνεια ύψους 1,15 δισ. ευρώ έχουν δοθεί σε πληγέντες από φυσικές καταστροφές με κρατική εγγύηση.
Τι αναφέρει το νομοσχέδιο για την βεβαίωση της εγγύησης
Η προτεινόμενη διάταξη αναφέρει πως«εάν προβλέπεται ποσό διαγραφής, οι χρηματοδοτικοί φορείς δικαιούνται να ζητήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητή την εφάπαξ πληρωμή του εγγυημένου μέρους του ποσού αυτού ως συνόλου, με αίτημα προς την αρμόδια υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που υποβάλλεται άμεσα μετά τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης. Το Ελληνικό Δημόσιο προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεών του ως εγγυητής ως προς το ποσό της κύριας οφειλής που διαγράφεται πλήρως, χωρίς τη βεβαίωση του ποσού αυτού, ως εσόδου του Ελληνικού Δημοσίου, σε βάρος του φυσικού προσώπου».
Με άλλα λόγια με τη νέα ρύθμιση το Κράτος θα πληρώνει τον χρηματοδοτικό φορέα, αλλά δεν θα χρεώνει το ποσό στον οφειλέτη.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως βάσει της νομοθεσίας για τις καταπτώσεις εγγυήσεων, το Δημόσιο πληρώνει μεν τον πιστωτή, αλλά στη συνέχεια βεβαιώνει ως φορολογική οφειλή την κατάπτωση της εγγύησης εις βάρος του οφειλέτη και ακολούθως την εισπράττει με τις προβλεπόμενες διαδικασίες που φθάνουν ως τον πλειστηριασμό ακινήτου.
Οι χρηματοδοτικοί φορείς, λοιπόν, όπως αναφέρεται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο «δικαιούνται να ρυθμίζουν δάνεια ή πιστώσεις οποιουδήποτε είδους προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για τα οποία τους έχει παρασχεθεί η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς περιορισμό ως προς όλους τους γενικούς και ειδικούς όρους αυτών, ιδίως δε ως προς τη διάρκεια, το επιτόκιο, το ποσό της δόσης και την περιοδικότητα των δόσεων. Ανεξαρτήτως της ρύθμισης, οι ως άνω παρασχεθείσες υπέρ των χρηματοδοτικών φορέων εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου διατηρούν την ισχύ τους στο σύνολό τους, χωρίς να επέρχεται ποσοτική αύξηση της εγγυητικής του ευθύνης.
Τι θα προβλέπεται για το «κούρεμα» δανείων με εγγύηση
Η παραγραφή των αξιώσεων των χρηματοδοτικών φορέων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως εγγυητή, καθώς και η οριζόμενη στις οικείες υπουργικές αποφάσεις προθεσμία υποβολής αιτημάτων κατάπτωσης, αναστέλλονται από την ημερομηνία οριστικής υποβολής της αίτησης του άρθρου 8 μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο ολοκλήρωση της διαδικασίας της αίτησης, καθώς και για όσο χρονικό διάστημα η σύμβαση αναδιάρθρωσης με την οποία ρυθμίζονται οφειλές για τις οποίες έχει παρασχεθεί η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι σε ισχύ. Αιτήματα κατάπτωσης που έχουν ήδη υποβληθεί μέχρι την ημερομηνία οριστικής υποβολής της αίτησης του άρθρου 8, επίδικα ή μη, παραμένουν ισχυρά.
Εφόσον η διαδικασία ολοκληρωθεί επιτυχώς και τεθεί σε ισχύ η καταρτισθείσα Σύμβαση Αναδιάρθρωσης, κατά την υλοποίηση, η οφειλή δύναται να παρακολουθείται σε νέο λογαριασμό, στον οποίο αποτυπώνονται τα χαρακτηριστικά της ρύθμισης.
Εάν προβλέπεται ποσό διαγραφής, οι χρηματοδοτικοί φορείς δικαιούνται να ζητήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητή την εφάπαξ πληρωμή του εγγυημένου μέρους του ποσού αυτού ως συνόλου, με αίτημα προς την αρμόδια υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που υποβάλλεται άμεσα μετά τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης. Το Ελληνικό Δημόσιο προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεών του ως εγγυητής ως προς το ποσό της κύριας οφειλής που διαγράφεται πλήρως, χωρίς τη βεβαίωση του ποσού αυτού, ως εσόδου του Ελληνικού Δημοσίου, σε βάρος του φυσικού προσώπου, στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία και με αναλογική εφαρμογή της διαδικασίας των περ. β, γ, και δ της παρ. 6 του άρθρου 101 του ν. 4549/2018 (Α’ 105).
Η καταγγελία της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης για οποιονδήποτε λόγο που προβλέπεται στον παρόντα, στις εν ισχύι υπουργικές αποφάσεις που αφορούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό, καθώς και στη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης και τα Παραρτήματα αυτής, η οποία έχει ως συνέπεια την απώλεια της ρύθμισης ως προς τον καταγγέλλοντα χρηματοδοτικό φορέα, επί δανείων ή πιστώσεων εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο συνεπάγεται την αναβίωση της οφειλής αυτής στο ύψος που είχε πριν από τη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης, η οποία καθίσταται στο σύνολό της ληξιπρόθεσμη και άμεσα απαιτητή, αφαιρουμένων ποσών που εν τω μεταξύ καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω ρύθμισης, καθώς και από το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητή. Ο χρηματοδοτικός φορέας δικαιούται να υποβάλει προς το Ελληνικό Δημόσιο αίτημα κατάπτωσης για το εγγυημένο υπόλοιπο της οφειλής όπως διαμορφώθηκε, κατά τα άνω, μετά την αναβίωση. Τα παραπάνω ισχύουν και για τα εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο δάνεια προς φυσικά πρόσωπα ή ομάδες φυσικών προσώπων, κατά παρέκκλιση των προβλεπόμενων για την υποβολή αιτημάτων κατάπτωσης, ανά δόση, σύμφωνα με τις οικείες υπουργικές αποφάσεις παροχής της εγγύησης, της καταγγελίας της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης, η οποία συνιστά και καταγγελία της ρυθμισθείσας σύμβασης.
Για τις οφειλές από δάνεια ή πιστώσεις με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, η αίτηση του άρθρου 8 συνυποβάλλεται και η Σύμβαση Αναδιάρθρωσης συνυπογράφεται υποχρεωτικά από όλους τους ενεχόμενους (οφειλέτη, συνοφειλέτες, εγγυητές πλην του Ελληνικού Δημοσίου).»