Θεωρούμε δεδομένη την επιβολή ενός νέου μνημονίου, αν και μάλλον με μία καλυμμένη μορφή και με ένα διαφορετικό όνομα – καθώς επίσης τη συνέχιση του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και των πλειστηριασμών της ιδιωτικής, έως ότου αλλάξει εντελώς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Ελλάδας.
Τι σημαίνει αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος; Απλά πως όλα όσα έχουμε, θα μεταφερθούν στα χέρια ξένων – με τους Έλληνες να παραμένουν φθηνοί σκλάβοι χρέους των νέων ιδιοκτητών της χώρας τους. Με την Ελλάδα δε αποικία και εξοχικό τους, για την κάλυψη των τουριστικών τους αναγκών – καθώς επίσης χώρο, για την πώληση των δικών τους προϊόντων.
Εδώ θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κανείς εάν υπάρχει λύση. Ασφαλώς υπάρχει, θα ήταν η απάντηση, με μία σωστή διαχείριση των οικονομικών μας και χωρίς να είναι απαραίτητη καμία σύγκρουση με κανέναν – κάτι που όμως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη στήριξη ολόκληρης της κοινωνίας, η οποία έχει πεισθεί δυστυχώς από τις κυβερνήσεις των μνημονίων πως δεν υπάρχει λύση.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η μετατροπή μας από καταναλωτές εισαγομένων σε παραγωγούς, η χρησιμοποίηση των δικών μας ενεργειακών αποθεμάτων, οι επενδύσεις στον πρωτογενή μας τομέα κοκ., είναι μερικές μόνο από τις λύσεις που υπάρχουν – ενώ πρέπει να σταματήσουμε επιτέλους να δανειζόμαστε, για να καταναλώνουμε ξένα προϊόντα.
.
Ανάλυση απο τον Βασίλη Βιλιάρδο
Το ελληνικό ΑΕΠ το 2019, σε όρους όγκου, ανήλθε σε 194,4 δις € – έναντι 190,8 δις € το 2018 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,9% (πηγή). Όσον αφορά δε το ΑΕΠ το 2022, σε όρους όγκου ανήλθε σε 192,1 δις € – έναντι 181,3 δις € το 2021 (πηγή). Έτσι έχουμε τη μεταβολή του σε πραγματικές τιμές, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί (πηγή)
Η ονομαστική μεταβολή του τώρα το 2022, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή του πληθωρισμού, ήταν πολύ υψηλότερη, φτάνοντας στα 208,03 δις € (γράφημα) – ενώ σε αυτό το ποσόν επιβάλλονται οι φορολογικοί συντελεστές, αυξάνοντας τα έσοδα του κράτους εις βάρος των Πολιτών. Έτσι οι Πολίτες πλήττονται διπλά– αφενός μεν από τους αυξημένους φόρους, αφετέρου από τον πληθωρισμό.
Αντί τώρα η κυβέρνηση να συγκρίνει το πραγματικό ΑΕΠ του 2022 με αυτό του 2019, το συγκρίνει με το 2021 – οπότε θριαμβολογεί, θεωρώντας πως απευθύνεται σε ανόητους. Εν προκειμένω, εάν συνέκρινε το ΑΕΠ του 2022 σε όρους όγκου με το 2019, θα ήταν αναγκασμένη να δηλώσει πως ήταν χαμηλότερο – από 194,4 δις € το 2019 στα 192,1 δις € το 2022, οπότε κατά 2,3 δις € μικρότερο.
Δηλαδή, παρά το ότι η κυβέρνηση σπατάλησε περίπου 50 δις € με δανεικά μέσα στα τρία τελευταία χρόνια, στηρίζοντας δυστυχώς την κατανάλωση και όχι τις επενδύσεις, το πραγματικό μας ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2,3 δις € μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια. Επομένως, για κάθε 100 € που τοποθέτησε στην οικονομία (ανάλυση), δεν είχε έστω 0,01 € παραγωγή ΑΕΠ αλλά, αντίθετα, παρήγαγε αρνητικό ΑΕΠ – οπότε ήταν ξεκάθαρη σπατάλη, με τεράστιες ζημίες για την Ελλάδα.
Περαιτέρω, όπως φαίνεται από τον πίνακα 10, σε ονομαστικές τιμές (ονομαστικές είναι μαζί με τον πληθωρισμό, ενώ πραγματικές χωρίς) οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, θαλασσίων μεταφορών κλπ. (πηγή), διαμορφώθηκαν στα 101,388 δις € ή στο 48% περίπου του ΑΕΠ – ενώ οι εισαγωγές τους στα 121,033 δις € ή στο 58% του ΑΕΠ. Επομένως, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας διαμορφώθηκε στα 19,65 δις € – ενώ, όπως γνωρίζουμε, το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου εκτοξεύθηκε στα 38,37 δις € (πηγή).
Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να θριαμβολογεί η κυβέρνηση για την άνοδο των εξαγωγών, αφού αυτό που έχει σημασία είναι το εμπορικό ισοζύγιο που ήταν ελλειμματικό, εξαιτίας της ακόμη μεγαλύτερης ανόδου των εισαγωγών – όπως μία επιχείρηση δεν υπερηφανεύεται ποτέ για την άνοδο του τζίρου της, όταν αυξάνονται ταυτόχρονα οι ζημίες της. Αντίθετα ανησυχεί, διαπιστώνοντας πως όταν αυξάνεται ο τζίρος, αυξάνονται και οι ζημίες της – οπότε η άνοδος του τζίρου της είναι καταστροφική, δεν αποτελεί λύση και οδηγεί στη χρεοκοπία της.
Ακόμη χειρότερα, ούτε τα τουριστικά μας έσοδα το 2022 ήταν υψηλότερα από το 2019 – όταν την ίδια στιγμή το λειτουργικό κόστος των ξενοδοχείων μας αυξήθηκε το 2022, σε σχέση με το 2019, σχεδόν κατά 40%, χωρίς να καλύπτεται από τις τιμές των δωματίων. Εκτός αυτού, τα τουριστικά έσοδα πρέπει να μετρούνται σε σχέση με τον αριθμό των κλινών – οι οποίες έχουν αυξηθεί, οπότε μειώθηκαν συγκριτικά τα έσοδα ακόμη περισσότερο. Οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί, σημαίνουν πως ο τουριστικός κλάδος είχε υψηλότερες ζημίες το 2022, σε σχέση με το 2019 – ενώ αυτό που μετράει είναι το κέρδος ή η ζημία και όχι τα έσοδα.
Επίσης από τον πίνακα 10, φαίνεται πως οι φόροι στα προϊόντα αυξήθηκαν στα 32,951 δις € το 2022, από 24,651 δις € το 2021 – οπότε κατά 8,3 δις €. Οι επιδοτήσεις επί των προϊόντων αυξήθηκαν επίσης, αλλά λιγότερο – κατά 5,95 δις €. Όσον αφορά δε την καταναλωτική δαπάνη που συμβάλει πάνω από 70% στο ΑΕΠ, οπότε αποτελεί το βασικό του συντελεστή (εξίσωση παρακάτω), αυξήθηκε κατά 12,5% (των νοικοκυριών κατά 15,8%).
ΑΕΠ = Κατανάλωση + Επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + Εμπορικό ισοζύγιο
Προφανώς λόγω των επιδοτήσεων με δανεικά που δεν μπορούν να συνεχισθούν – οπότε το ΑΕΠ μας το 2023 δύσκολα θα στηριχθεί από την κατανάλωση. Οι καταθέσεις πάντως μειώθηκαν απότομα τον Ιανουάριο, κατά 4,5 δις € (πηγή) – λόγω των φόρων και του πληθωρισμού. Μπορεί δεν να αναφέρεται πως ήταν σε επίπεδα ρεκόρ το Δεκέμβρη του 2022, στα 188,7 δις €, αλλά το 2008 ήταν στα 237,8 δις € (πηγή) – με πολύ μεγαλύτερη αγοραστική αξία τότε.
Ο συνολικός ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου τώρα αυξήθηκε σε πραγματικούς όρους, όπως φαίνεται από τον πίνακα 11, στα 36,664 € το 2022, από 30,114 δις € το 2021 – κάτι θετικό μεν, αλλά παραμένει πολύ χαμηλότερος σε σχέση με τα 62 δις € περίπου πριν το 2010, καθώς επίσης με το μέσον όρο της ΕΕ. Ο καθαρός σχηματισμός όμως παγίου κεφαλαίου ήταν ενδεχομένως οριακά θετικός το 2022 – δηλαδή, μόλις και μετά βίας καλύπτονται οι αποσβέσεις του 2022, ενώ ήταν συνεχώς αρνητικός μετά το 2010 (γράφημα δεξιά), με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τεράστιου επενδυτικού κενού.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Απλά πως οι υποδομές στη χώρα μας, τόσο των επιχειρήσεων, όσο και του κράτους, είναι υπό κατάρρευση, έχοντας ανάγκη να στηριχθούν με πάνω από 150 δις € που είναι το επενδυτικό κενό – αφού τα παλαιά μηχανήματα, μεταξύ πολλών άλλων, δεν αντικαθίστανται με καινούργια όταν αποσβεσθούν, δηλαδή όταν χαλάσουν ή δεν είναι πλέον ανταγωνιστικά. Ας μην ξεχνάμε δε πως η μη έγκαιρη αντικατάσταση παγίων, προκαλεί πολύ μεγαλύτερες ζημίες, από ότι το κόστος τους – όπως όταν δεν αλλάξουμε λάστιχα σε ένα αυτοκίνητο, σκάζουν και μετά έχουμε εκτός από το κόστος των νέων και τη ζημία που προκαλείται.
Αυτό φάνηκε από το σιδηροδρομικό «ατύχημα» των Τεμπών, κυρίως λόγω της κατάστασης του δικτύου που ήταν υπό κατάρρευση – ενώ πολλές άλλες υποδομές ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση, είτε κρατικές (αποχέτευση, ύδρευση κλπ.), είτε επιχειρηματικές (μηχανήματα κοκ.). Επομένως, το συγκεκριμένο «ατύχημα» είναι μάλλον η κορυφή του παγόβουνου – ενώ, εκτός από το κόστος του σε ανθρώπινες ζωές, θα έχει επίσης ένα τεράστιο οικονομικό και γεωπολιτικό κόστος.
Εύλογα, αφού ο εμπορικός σιδηρόδρομος δεν λειτουργεί – οπότε οι Έλληνες εξαγωγείς υποφέρουν, container με εμπορεύματα για την Ευρώπη στοιβάζονται στον Πειραιά, πλοία οδηγούνται σε άλλα λιμάνια και οι Κινέζοι της Cosco έχουν ασφαλώς προβληματισθεί για το μέλλον του ΟΛΠ που αγόρασαν (κάτι θετικό για τις ΗΠΑ που δεν θέλουν την Κίνα προμηθευτή της ΕΕ – ενώ ο Πειραιάς και ο σιδηρόδρομος είναι μέρη του γεωπολιτικού κινεζικού δρόμου του Μεταξιού).
Ένα δεύτερο αρνητικό αποτέλεσμα των χαμηλών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και γενικότερα της οικονομίας – αφού τα πεπαλαιωμένα μηχανήματα ή οι εγκαταστάσεις, δεν παράγουν καινοτόμα ή/και φθηνότερα προϊόντα. Ως εκ τούτου, αυξάνονται οι εισαγωγές πολύ περισσότερο από τις εξαγωγές, οπότε το εμπορικό έλλειμμα – ενώ μειώνονται ανάλογα το ΑΕΠ, τα έσοδα του δημοσίου κοκ.
Ένα μέρος της ανταγωνιστικότητας βέβαια οφείλεται μεν στους χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με άλλες χώρες, αλλά έχει κατώτατα όρια (μισθοί επιβίωσης) και δεν είναι βιώσιμο – αφού περιορίζεται έτσι η εγχώρια κατανάλωση που αποτελεί πάνω από το 70% του ΑΕΠ, ενώ φυσικά μειώνεται το βασικό ζητούμενο: η κοινωνική ευημερία.
Όπως φαίνεται πάντως ξανά από τον πίνακα 11, η κατανάλωση το 2022 διαμορφώθηκε στα 170,314 δις € – οπότε θα μπορούσε μεν να πει κανείς πως συνέβαλλε στο 88% του ΑΕΠ, αλλά δεν ισχύει, επειδή το εμπορικό έλλειμμα συνέβαλλε αρνητικά και θα έπρεπε να συνυπολογισθεί η μείωση που προκάλεσε.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, το νούμερο ένα πρόβλημα της χώρας παραμένει να είναι το υπέρογκο δημόσιο χρέος που ξεπέρασε τα 400 δις € το Δεκέμβρη του 2022, κατά πολύ υψηλότερο από την επικίνδυνη ζώνη (ανάλυση) – καθώς επίσης το ιδιωτικό που υπερέβη τα 410 δις €, από τα οποία πάνω από 260 δις € κόκκινο.
Θεωρούμε δε δεδομένη την επιβολή ενός νέου μνημονίου, αν και μάλλον με μία καλυμμένη μορφή και με ένα διαφορετικό όνομα – καθώς επίσης τη συνέχιση του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και των πλειστηριασμών της ιδιωτικής, έως ότου αλλάξει εντελώς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Ελλάδας.
Τι σημαίνει αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος; Απλά πως όλα όσα έχουμε θα μεταφερθούν στα χέρια ξένων – με τους Έλληνες να παραμένουν φθηνοί σκλάβοι χρέους των νέων ιδιοκτητών της χώρας τους. Με την Ελλάδα δε αποικία και εξοχικό τους, για την κάλυψη των τουριστικών τους αναγκών – καθώς επίσης χώρο, για την πώληση των δικών τους προϊόντων.
Εδώ θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κανείς εάν υπάρχει λύση. Ασφαλώς υπάρχει, θα ήταν η απάντηση, με μία σωστή διαχείριση των οικονομικών μας και χωρίς να είναι απαραίτητη καμία σύγκρουση με κανέναν – κάτι που όμως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη στήριξη ολόκληρης της κοινωνίας, η οποία έχει πεισθεί δυστυχώς από τις κυβερνήσεις των μνημονίων πως δεν υπάρχει λύση. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η μετατροπή μας από καταναλωτές εισαγομένων σε παραγωγούς, η χρησιμοποίηση των δικών μας ενεργειακών αποθεμάτων, οι επενδύσεις στον πρωτογενή μας τομέα κοκ., είναι μερικές μόνο από τις λύσεις που υπάρχουν – ενώ πρέπει να σταματήσουμε επιτέλους να δανειζόμαστε, για να καταναλώνουμε ξένα προϊόντα.