Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, συνοδευόμενος από μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια, αποπειράθηκε αντικίνημα με σκοπό την ανατροπή της χούντας των συνταγματαρχών.
Οι σχέσεις της χούντας με το βασιλιά ήταν αμφίρροπες από την πρώτη στιγμή. Η χούντα ήταν απρόθυμη να δώσει απτές αποδείξεις πως η επέμβασή της ήταν ένα προσωρινό στάδιο. Οι στρατιωτικοί δεν φαίνονταν πρόθυμοι να προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή στη δημοκρατία. Αντίθετα, προσεκτικά και συστηματικά, έδιωχναν ανθρώπους του βασιλιά από όλες τις κρίσιμες θέσεις στο στρατό, υποβάλλοντας τακτικά νέες καταστάσεις αποστρατείας αξιωματικών που επέμεναν να υπογράψει ο βασιλιάς. Ήταν φανερό πως ετοιμάζονταν για μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία.
Ο βασιλιάς λάβαινε καθημερινά προειδοποιήσεις από το περιβάλλον του πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν να πάρει θέση και ν΄ αρνηθεί να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του Γεωργίου Παπαδόπουλου που είχαν στόχο την αποσύνθεση της δομής δύναμης, πάνω στην οποία στηριζόταν η θέση του βασιλιά. Έπρεπε λοιπόν να βιαστεί, πριν αποστρατευθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις όλοι οι δικοί του αξιωματικοί.
Τον Σεπτέμβριο του 1967 ο βασιλιάς επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου στο κογκρέσο, στις 11 Σεπτεμβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί τον έφεραν σε αμηχανία, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για την καταπίεση του λαού και των ελεύθερων θεσμών στην Ελλάδα από τη δικτατορία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δήλωσε ότι «Δεν είναι η κυβέρνησίς μου».
Μόλις επέστρεψε από τις Η.Π.Α., ο Γεώργιος Παπαδόπουλος του παρουσίασε μία κατάσταση τετρακοσίων αξιωματικών για αποστρατεία. Αρνήθηκε να υπογράψει αλλά ο Παπαδόπουλος πίεσε σκληρά και τελικά έφθασαν σε συμβιβασμό μειώνοντας την αποστρατεία σε 144 αξιωματικούς. Ο βασιλιάς άρχισε τις προετοιμασίες του αντικινήματός τους και ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Η οργή του βασιλιά για τον Παπαδόπουλο και η ελπίδα του να τον ανατρέψει δημιουργούσαν καθημερινά προστριβές που προκαλούσαν κωλύματα στο «εποικοδομητικό» πρόγραμμα της χούντας. Η λύση ήταν να ενθαρρυνθεί ο βασιλιάς να παίξει το χαρτί του. Σίγουρα θα έχανε κι έτσι θα απαλλασσόταν η χούντα από ένα ενοχλητικό είδος αντιπολίτευσης.
Με αφορμή τη σύνταξη του νέου Συντάγματος ο βασιλιάς κινήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου.
Αν πετύχαινε το κίνημα τότε ο βασιλιάς θα καλούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος βρισκόταν τότε στο Παρίσι, να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα κατάρτιζε νέο Σύνταγμα και θα προκήρυσσε εκλογές το 1969.
Το χρονικό
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1967, κλήθηκαν στα ανάκτορα οι αντιστράτηγοι Κόλλιας, διοικητής της Πρώτης Στρατιάς, και Περίδης, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού. Εκεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρουσία του στρατηγού Κωνσταντίνου Δόβα, τους ανακοίνωσε την απόφασή του να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς βιαίως. Τους ενημέρωσε για το σχέδιό του, που ουσιαστικά -όπως το ανέπτυξε- δεν επρόκειτο για «σχέδιον δράσεως» κατά την καθιερωμένη στρατιωτική έννοια, αλλά για απλή, θεαματική μάλλον ενέργεια, με ελάχιστες οργανωτικές προπαρασκευές. Τους εξήγησε ότι θα μεταβεί σε μία μεγάλη μονάδα της Βορείου Ελλάδος και από εκεί, βασιζόμενος στην υποστήριξη στρατού και λαού, θα αξίωνε από το καθεστώς να παραδώσει την εξουσία.
Τον Δεκέμβριο οι προετοιμασίες είχαν λήξει και την παραμονή, 12 Δεκεμβρίου, ο Κωνσταντίνος έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Τότε κλήθηκε στα ανάκτορα ο γενικός επιθεωρητής Στρατού, αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας, ο οποίος αργότερα αποκάλυψε: «Προσήλθα με την σκέψιν ότι έπρεπε να αναβληθή το κίνημα, όχι μόνον λόγω Θεσσαλονίκης, αλλά και διότι ενόμιζα ότι δεν είχαν συμπληρωθεί οι προετοιμασίες. Εξέφρασα τους ενδοιασμούς μου προς τον Βασιλέα. Αλλά αυτός μου απήντησε: «Δεν υπάρχει χρόνος πια. Τώρα το παν κινείται…»».
Τα μεσάνυχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου, έφτασε στη Λάρισα ο ταξίαρχος Φραγκίσκος, υπασπιστής του βασιλιά, και έδωσε στον έκπληκτο Κόλλια, διοικητή της Στρατιάς, τη διαταγή: στις 10.35 το πρωί ο Κωνσταντίνος αναχωρεί και στις 11 ο στρατηγός Κόλλιας να αρχίσει τις ενέργειές του, πρώτη από τις οποίες θα είναι η διακοπή των τηλεπικοινωνιών μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ελλάδας. Ο Κ. Κόλλιας κατελήφθη από οργή. Μόλις είχε επιστρέψει από τον Βόλο, όπου είχε κατεβεί για να υποδεχθεί τμήματα της Στρατιάς που επέστρεφαν από την Κύπρο. Παρ’ ολίγον να διανυκτέρευε εκεί και να μην τον συναντούσε ο ταξίαρχος Φραγκίσκος. Αλλά εκτός τούτου, υπήρξε καθυστέρηση. Είχαν συμφωνήσει να προειδοποιηθεί 6-7 ημέρες νωρίτερα. Ο Κόλλιας δεν προλάβαινε να εκτελέσει το σχέδιο μέσα σε μία νύχτα. Με τραχύ ύφος είπε στον βασιλικό απεσταλμένο:
– Σήκω φύγε και πες στον βασιλέα ότι τώρα δεν γίνεται τίποτα. Να αναβάλει την ενέργειά του τουλάχιστον 24 ώρες, αν δεν μπορεί περισσότερες. Και αν η αναβολή είναι αδύνατη, θέλω να έχω στα χέρια μου τις διαταγές προς τους διοικητές των μεγάλων μονάδων και το διάγγελμα, το πρωί στις 8. Και οπωσδήποτε να μεταβεί ο βασιλεύς στη Θεσσαλονίκη. Πουθενά αλλού.
Νωρίς το πρωί της επομένης, όμως, ο στρατηγός Κόλλιας πήρε το εξής τηλεγράφημα από την Αθήνα: «Είδα τον εξάδελφο Τριανταφύλλου. Αναχωρεί για την Αμερική». Ήταν το συνθηματικό ότι η μικρή αναβολή που ζήτησε δεν εγκρίθηκε και ότι ο βασιλεύς («εξάδελφος Τριανταφύλλου») ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για τη Βόρεια Ελλάδα. Πολύ σύντομα έμελλε να διαπιστώσει ο στρατηγός Κόλλιας ότι ο Κωνσταντίνος δεν επρόκειτο να κατευθυνθεί στη Θεσσαλονίκη.
Τις πρωινές ώρες της 13ης Δεκεμβρίου 1967, υπήρχε φαινομενική ησυχία στο ανάκτορο του Τατοΐου. Στο ιδιαίτερο όμως βασιλικό διαμέρισμα ο βασιλιάς και η βασίλισσα Άννα-Μαρία της Ελλάδας έκαναν πυρετώδεις προετοιμασίες.
Ο πρωθυπουργός του δικτατορικού καθεστώτος Κωνσταντίνος Κόλλιας (απλή συνωνυμία με τον στρατηγό) έγραψε στις αναμνήσεις του:
«Την 10ην Δεκεμβρίου ετηλεφώνησεν εις τον γράφοντα ο αυλάρχης κ. Παπάγος, ότι ο βασιλεύς τον εκάλει εις ακρόασιν διά την 10 π.μ. ώραν της 13ης Δεκεμβρίου εν τοις Ανακτόροις Τατοΐου. Υπέθεσεν ο γράφων ότι επρόκειτο περί μιας συνήθους ακροάσεως. Δεν υποπτεύθη καν ότι θα επραγματοποιείτο την ημέραν εκείνην η εκδήλωσις της πρωτοβουλίας, περί ης προ ολίγων ημερών τω εγένετο σχετικός λόγος. Την ημέραν της ακροάσεως μετέβη ο γράφων ως συνήθως την 8ην πρωινήν εις το γραφείον του, αφού δε προηγουμένως ησχολήθη εν αυτώ με την τρέχουσαν υπηρεσίαν και με την συλλογήν στοιχείων τινών επί θεμάτων εφ’ ων, ενδεχομένως, θα εστρέφετο η ακρόασις, ανεχώρησε διά Τατόιον. Εις την αίθουσαν υποδοχής εύρε τον αυλάρχην κ. Παπάγον, τον αρχηγόν του Στρατιωτικού Οίκου αντιστράτηγον Δόβαν, τον αρχηγόν της Αεροπορίας κ. Αντωνάκον, τον ιατρόν κ. Κουτήφαρην και τινάς άλλους. Προ ολίγου είχεν αναχωρήσει ο πρεσβευτής των ΗΠΑ κ. Τάλμποτ, ον είχε καλέσει ο βασιλεύς ίνα μεριμνήση διά την αποτροπήν πάσης τουρκικής κινήσεως κατά της Ελλάδος, κατά την διάρκειαν της δράσεώς του. Μετ’ ολίγον ενεμφανίσθη ο βασιλεύς φέρων στολήν εκστρατείας και ιδιαιτέρως ανεκοίνωσεν εις τον γράφοντα ότι επρόκειτο να αναχωρήσουν διά Μακεδονίαν, οπόθεν έμελλε να ασκήσει πρωτοβουλίαν της αντικαταστάσεως της Κυβερνήσεως… (…) Μετά 15 λεπτά ανεχωρήσαμεν άπαντες μετά των μελών της βασιλικής οικογενείας και διά των εν λειτουργία εις τον πλησιέστερον προς τα Ανάκτορα διάδρομον του αεροδρομίου Τατοΐου δύο αεροπλάνων απεγειώθημεν την 10.30 ώραν. Μετά μίαν ώραν, το αεροπλάνον του βασιλέως, εφ’ ου επέβαινε και ο γράφων, προσεγειώθη εις το αεροδρόμιον Αμυγδαλιάς Καβάλας, όπου ανέμενεν ο διοικητής της ΧΙ Μεραρχίας κ. Κεχαγιάς…».
Την ίδια περίπου ώρα, ο γενικός επιθεωρητής Στρατού αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας έφτασε στο γραφείο του αρχηγού του Γ.Ε.Σ. στρατηγού Οδυσσέα Αγγελή. Όταν έμειναν μόνοι, ο Μανέττας έδωσε στον Αγγελή ένα φάκελο και δήλωσε:
– Έρχομαι εκ μέρους του βασιλέως να σου επιδώδω την διαταγήν αυτήν.
Ο Αγγελής άνοιξε τον φάκελο και διάβασε μία διαταγή του Κωνσταντίνου που τον απήλλασε των καθηκόντων του και τοποθετούσε στη θέση του τον Μανέττα ως αρχηγόν του ΓΕΣ. Ο Αγγελής έμεινε λίγο σκεπτικός και απάντησε στον επισκέπτη του:
– Αυτό δεν γίνεται.
Ο Μανέττας ούτε καν οπλοφορούσε και έτσι ο Αγγελής τον έθεσε υπό κράτηση. Αμέσως έδωσε το σήμα γενικού συναγερμού και ζήτησε από τις Ένοπλες Δυνάμεις να μείνουν πιστές στο καθεστώς. Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν αποκοπεί. Η χούντα, που ανησύχησε μ΄ αυτό, αντέδρασε με ταχύτητα στην περιοχή της Αττικής. Μονάδες τανκς περικύκλωσαν τα αεροδρόμια Τανάγρας και Ελευσίνας, το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών και το κτίριο της Βουλής.
Ο βασιλιάς έφθασε στην Καβάλα στις 11.30΄ π.μ. Ο Κωνσταντίνος κατέλυσε στο ξενοδοχείο Αστήρ και με τον στρατηγό Δόβα έσπευσε στο στρατηγείο της ΧΙ Μεραρχίας, απ’ όπου άρχισε να επικοινωνεί με τους μεράρχους και σωματάρχες.
Όταν τελείωσε ο κύκλος των επαφών, ο Κωνσταντίνος έμεινε με την εντύπωση ότι όλοι οι διοικητές ήταν μαζί του. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας άρχισε να μεταδίδεται μαγνητοφωνημένο το βασιλικό διάγγελμα, αλλά η φωνή του Κωνσταντίνου ακουγόταν πολύ ασθενική:
«Έλληνες, επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνή του βασιλέως σας. Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας διά να καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον. Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πυκνώση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου…».
Με τη μετάβαση του Κωνσταντίνου στην Καβάλα είχαν δημιουργηθεί δύο κέντρα του αντιπραξικοπήματος. Το ένα ήταν η Καβάλα, λόγω της παρουσίας βασιλιά και πρωθυπουργού, και το άλλο ήταν η Κομοτηνή, όπου βρισκόταν η διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού, με επικεφαλής τον στρατηγό Περίδη.
Το μεσημέρι έφτασε ο Κωνσταντίνος έφτασε στο προωθημένο στρατηγείο του Γ’ Σώματος Στρατού στην Κομοτηνή, όπου τον περίμεναν οι πιστοί του στρατηγοί Περίδης και Βιδάλης για να του κάνουν έκθεση της κατάστασης. Έλειπε όμως ο διοικητής της 20ης τεθωρακισμένης μεραρχίας, ταξίαρχος Έρσελμαν. Οι δύο πρώτοι έκαναν στον βασιλιά μια ευνοϊκή έκθεση. Βασίστηκαν όμως στην αντίληψη ότι η παρουσία του βασιλιά θα παρέσυρε τα πάντα. Ο Κωνσταντίνος βιαζόταν να επιστρέψει στην Καβάλα, επειδή επικρατούσε χιονοθύελλα. Αλλά ο Περίδης αγνοούσε ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Δεν ήξερε ότι ήδη από το Πεντάγωνο ο στρατηγός Αγγελής είχε έλθει σε επαφή διά του ραδιοτηλεφώνου με πολλούς διοικητές μεγάλων μονάδων και είχε λάβει διαβεβαιώσεις των διοικητών πανομοιότυπες με εκείνες που έδωσαν στον βασιλιά. Αγνοούσε ιδίως τι συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη.
Εκεί την ευθύνη είχε αναλάβει ο διοικητής της Σχολής Πολέμου στρατηγός Λιαράκος. Μετά τις 12, ο στρατηγός Λιαράκος επικοινώνησε μαζί του και του ανέφερε πως όλα έβαιναν καλώς. Ύστερα όμως διακόπηκε απότομα κάθε επικοινωνία και ο διοικητής του Γ’ Σώματος είχε κάθε λόγο να ανησυχεί.
Ο Κωνσταντίνος αγνοούσε τις δυσμενείς εξελίξεις στην τεθωρακισμένη μεραρχία. Ο διοικητής της, ταξίαρχος Έρσελμαν, στις 11 κάλεσε τους διοικητές των μονάδων, τους ανήγγειλε την έκρηξη του βασιλικού κινήματος και τους κάλεσε να συμμετάσχουν. Δύο εξ αυτών αρνήθηκαν. Ήταν οι αντισυνταγματάρχες Πεφάνης και Πυρόπουλος. Ο ταξίαρχος τους έθεσε υπό κράτηση και έδωσε εντολή να αναλάβουν τις διοικήσεις της 2ας διοικήσεως Μάχης και 22ας επιλαρχίας, οι υποδιοικητές τους. Αλλά ο Έρσελμαν δεν φανταζόταν ότι και οι υποδιοικητές υποστήριζαν τους δικτάτορες. Έτσι όταν πήρε ειδοποίηση από έναν εκ των διοικητών να σπεύσει επί τόπου γιατί συναντούσε δυσκολίες στην ανάληψη της διοίκησης, πήγε να δει τι συμβαίνει και έπεσε στην παγίδα. Βρέθηκε μπροστά σε μία ομάδα ένοπλων αξιωματικών που τον έθεσαν υπό κράτηση στο σχολείο του χωριού. Από εκείνη τη στιγμή, η αντιστροφή των γεγονότων ήταν πλέον κεραυνοβόλα.
Το σύνταγμα καταδρομών δεν κινήθηκε. Ο στρατηγός Λιαράκος, πιστός στο βασιλιά, πήρε στα χέρια του τη διοίκηση των βασιλικών δυνάμεων στη περιοχή της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει το ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης που παρέμεινε κάτω από τον έλεγχο του ταξίαρχου Πατίλη. Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετέδωσε το μήνυμα της χούντας το οποίο έδινε την εντύπωση, στην Αθήνα και αλλού, πως το κίνημα του βασιλιά απέτυχε στη Βόρεια Ελλάδα. Στη συνέχεια ο Πατίλης κατόρθωσε να συλλάβει το Λιαράκο και ν’ αναλάβει τη διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού.
Ο Λιαράκος είχε χάσει την επαφή με τον Περίδη και στην Καβάλα ο Κωνσταντίνος με τον Δόβα αγωνιούσαν. Πληροφορήθηκαν ότι η Θεσσαλονίκη χάθηκε και ότι οι δυνάμεις του Κόρκα και του Έρσελμαν δεν επρόκειτο να βαδίσουν κατά της πρωτεύουσας του Βορρά. Επιπλέον η 10η μεραρχία Σερρών βρισκόταν στα χέρια του πιστού στους δικτάτορες αντισυνταγματάρχη Πίνδαρου Γκίλλα που οδηγούσε τη δύναμή του κατά της Καβάλας, με διπλό αντικειμενικό σκοπό: να ανακόψει ενδεχόμενη κάθοδο μονάδων του Περίδη και να πλήξει κατ’ ευθείαν το κίνημα στην καρδιά του, στην Καβάλα, συλλαμβάνοντας ίσως και τον βασιλιά.
Το ναυτικό και η αεροπορία ήταν ακόμα πιστά στον βασιλιά, μα ο βασιλιάς δεν ήξερε πως να τα χρησιμοποιήσει. Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον συμβούλεψαν να αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία. Ενώ όμως ο Γκίλλας εξορμούσε από τις Σέρρες, ο Κωνσταντίνος είχε πάρει πια τις αποφάσεις του. Οι απανωτές κακές ειδήσεις τον είχαν αποθαρρύνει. Το δραματικό τηλεφώνημα του Περίδη, που του ανήγγειλε τη σύλληψή του, τον συνέτριψε. Έτσι, ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου, κάλεσε τους δικούς του να φύγουν. Υπό καταρρακτώδη βροχή ξεκίνησαν για το αεροδρόμιο. Η απογείωση ήταν πολύ δύσκολη, γιατί είχε πλημμυρίσει από νερά και ο διάδρομος. Τελικά έγινε η αποκόλληση κι έτσι, στις 3.20΄ το πρωί, ο βασιλιάς, η οικογένειά του και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας αναχώρησαν για τη Ρώμη.
Ο ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδωσε πως:
«Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της εθνικής επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον.»
Ενώ ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30΄ το βράδυ, της 13ης Δεκεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α´ όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα και ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Παπαδόπουλο να αναλάβει τα καθήκοντα πρωθυπουργού. Οι αξιωματικοί της χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των βασιλέων από τα κυβερνητικά κτίρια.
Στη Ρώμη, ο βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση. Στις 20 Δεκεμβρίου έκανε δήλωση, στην οποία έλεγε ότι θα επιστρέψω μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί.
Η στάση των Αμερικανών
Οι Αμερικανοί τήρησαν ουδέτερη στάση αν και μάλλον επιθυμούσαν την επικράτησή του. Όμως δεν ήθελαν να παράσχουν καμιά βοήθεια αν ο ίδιος ο βασιλιάς δεν είχε τις προϋποθέσεις επιτυχίας της κίνησής του.
Συνέπειες
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου μετά την αποτυχία του αντικινήματος παγιώθηκε περισσότερο. Το καθεστώς κυβέρνησε για τα επόμενα επτά χρόνια, κατάργησε επίσημα τη βασιλεία την 1η Ιουνίου 1973 και οδήγησε τη χώρα στη τραγωδία της Κύπρου το 1974.
Η 13η Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί, στην ουσία, το τέλος της βασιλείας της ελληνικής βασιλικής δυναστείας στην Ελλάδα, η οποία βασίλευσε 104 χρόνια με μικρά διαλείμματα.