2020. Ο πλανήτης μας μοιάζει με ένα απέραντο ναρκοπέδιο και τα περισσότερα κράτη έχουν καταλήξει “ειδικές περιπτώσεις”. Έχουν περάσει τρεις δεκαετίες από τις επαναστάσεις του 1989, με τις κοσμογονικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και στη Σοβιετική Ένωση, και ο κόσμος μας αλλάζει και πάλι. Δεν αλλάζει απλώς δέρμα, αλλάζει πραγματικά. Από τη μία η υποχώρηση της ισχύος και ο κατακερματισμός της Δύσης, ο νεοαπομονωτισμός των ΗΠΑ, το Brexit και η εσωστρέφεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι από την άλλη η άνοδος δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ρωσία, αλλά και του G-20, άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία, δημιουργώντας ευρύτατες ανακατατάξεις και αναζωπυρώνοντας μια αλυσίδα από περιφερειακές εστίες συγκρούσεων.

Η εύφλεκτη “ενδιάμεση περιοχή” στην “εποχή των τεράτων”

Οι συγκρούσεις αυτές εστιάζονται κυρίως στο χώρο της Μέσης Ανατολής, αυτή την τεράστια “ενδιάμεση περιοχή” μεταξύ Δύσης και Άπω Ανατολής. Μια ασταθής περιοχή, παραδοσιακών πολιτισμικών και γεωπολιτικών συγκρούσεων, η οποία δεν έχει κάποιο ενιαίο γεωπολιτικό κέντρο, είναι πολυδιασπασμενη και ευεπίφορη έτσι ξένων επεμβάσεων και παρεμβάσεων.

Ταυτόχρονα στο τιμόνι των μεγάλων παγκόσμιων, αλλά και των περιφερειακών, δυνάμεων, βρίσκονται ηγέτες αυταρχικοί, αμοραλιστές ή αλλοπρόσαλλοι, όπως για παράδειγμα οι Τραμπ, Πούτιν και Ερντογάν, οι αποφάσεις των οποίων συχνά δεν υπαγορεύονται από τη λογική, αλλά από μια εξουσιοφρένεια, που θυσιάζει την ειρήνη και τις ανθρώπινες ζωές για χάρη προσωπικών φιλοδοξιών και συμφερόντων. Οι ηγέτες αυτοί, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό ή σεβασμό προς το Διεθνές Δίκαιο, ρίχνουν πολύ εύκολα “λάδι στη φωτιά”, αναζωπυρώνοντας παλιές ή ανάβοντας νέες εστίες συγκρούσεων, από τη μία για να προωθήσουν τα γεωπολιτικά συμφέροντα των χωρών τους κι από την άλλη για να διατηρηθούν στην εξουσία. Όπως εύστοχα έχει ειπωθεί ζούμε στην “εποχή των τεράτων”.

Γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι: μια πρόβα τζενεράλε των επερχόμενων “πολέμων  δι’ αντιπροσώπων” (proxy-wars)

Ως αποτέλεσμα μια τεράστια περιοχή γύρω από την Ελλάδα, που εκτείνεται από τη Λιβύη ως την Ουκρανία, μοιάζει να έχει πάρει φωτιά. Για την ακρίβεια εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία εκδηλώθηκε στην περιφέρεια μας μια ανεξέλεγκτη αλυσίδα πολεμικών συγκρούσεων που δε λέει να καταλαγιάσει και να σβήσει. Προηγουμένως, κατά τη δεκαετία του 1990, είχαμε στα βόρεια σύνορά μας και συγκεκριμένα στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, έναν εμφύλιο πόλεμο που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία. Στην ουσία επρόκειτο για μια πρόβα τζενεράλε των πολέμων  δι’ αντιπροσώπων ή proxy-wars, που θα ακολουθούσαν. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα δυνάμεων δεν είχαν παρά να ενεργοποιήσουν τους, κατεψυγμένους επί μισό αιώνα εθνικισμούς των γιουγκοσλαβικών χωρών και να τους σπονσονάρουν, κι έτσι ο “κύβος ερρίφθη”.

Από τη μία είχαμε τη, νικήτρια του Ψυχρού Πολέμου, Δύση (ΗΠΑ και Ε.Ε) και τον μουσουλμανικό κόσμο, που υποστήριζαν τους Κροάτες, τους Βόσνιους Μουσουλμάνους και τους Αλβανούς. Από την άλλη είχαμε την, ηττημένη του Ψυχρού Πολέμου και στο ναδίρ της ισχύος της, Ρωσία, που μαζί την όχι και τόσο ισχυρή ακόμη Κίνα, καθώς και μια χούφτα ορθόδοξες χώρες, που υποστήριζαν τους Σέρβους.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι Σέρβοι, παρότι επικράτησαν στα πεδία των μαχών αυτής της μακροχρόνιας εμφύλιας σύγκρουσης, έχασαν τελικά τον πόλεμο (έπειτα κι από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς της άνοιξης του 1999) και συνθηκολόγησαν. Δεν έχασε τότε μόνον η Σερβία το Κόσοβο. Έχασε και η Δύση τη Ρωσία και την πιθανότητα η Μόσχα να γίνει ένας σύμμαχός της σ’ ένα νέο διεθνές σύστημα ασφάλειας, στο οποίο το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του.

Αμερικανικές επεμβάσεις και  “Αραβική Άνοιξη”

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και τον “παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” οι ΗΠΑ, ως η μόνη και αδιαμφισβήτητη πλανητική υπερδύναμη, επιχείρησε μια δυναμική στρατιωτική επέμβαση στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Ξεκίνησε από το Αφγανιστάν και στη συνέχεια πέρασε στο Ιράκ, προκειμένου να αναδιατάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες, προστατεύοντας συμμάχους της (Ισραήλ, Σαουδική Αραβία κ.ά.), αλλά και για να ελέγξει τα πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων της περιοχής. Ωστόσο αυτές οι αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις δημιούργησαν περαιτέρω αποσταθεροποίηση, έκρηξη της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, κύματα προσφύγων κλπ., αφήνοντας πίσω τους μια σειρά από “αποτυχημένα κράτη”. Οι αμερικανικές επεμβάσεις πυροδότησαν μια αλυσιδωτή αντίδραση εξελίξεων η οποία, μια δεκαετία αργότερα, οδήγησε στη λεγόμενη “Αραβική Άνοιξη”.

Προηγουμένως η αμερικανική επέμβαση και κατοχή στο Ιράκ (2003) οδήγησε ουσιαστικά στην τριχοτόμηση της χώρας (κουρδικός βορράς, σουνιτικό κέντρο και σιιτικός νότος), σε εμφύλιες συγκρούσεις αλλά και ανεξέλεγκτες τρομοκρατικές επιθέσεις με χιλιάδες νεκρούς, Οδήγησε επίσης και στην εμφάνιση του “Ισλαμικού Χαλιφάτου” (ISIS), το οποίο θα γινόταν αιμοσταγής πρωταγωνιστής στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, που θα ξεσπούσε οκτώ χρόνια αργότερα.

Και φτάνουμε στο 2011 με την περιβόητη “Αραβική Άνοιξη”, η οποία ξεκίνησε από την Τυνησία, μεταλαμπαδεύτηκε στην Αίγυπτο, με επίκεντρο τις διαδηλώσεις στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου, και στη συνέχεια στη Λιβύη, όπου βάφτηκε εξ αρχής στο αίμα. Η Δύση και ειδικά οι ΗΠΑ ήθελαν πάντα να απαλλαγούν από τον Καντάφι, που ήταν σύμμαχος της Ρωσίας κι παρείχε στρατιωτικές και ναυτικές διευκολύνσεις στη Μόσχα. Η υποκινούμενη από τη Δύση λαϊκή εξέγερση θεωρήθηκε τότε από την Ουάσιγκτον μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να συμβεί αυτό. Η κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι πυροδότησε στη Λιβύη έναν εμφύλιο πόλεμο διαρκείας ο οποίος, εννιά χρόνια αργότερα, όχι μόνον δεν έχει τελειώσει, αλλά το τελευταίο διάστημα δείχνει να αναζωπυρώνεται επικίνδυνα.

Συρία: όταν η “άνοιξη” μετατρέπεται σε λουτρό αίματος

Εκεί ωστόσο που η “Αραβική Άνοιξη” μετράπηκε σε πραγματικό λουτρό αίματος ήταν στη Συρία, η οποία, μετά τον Λίβανο, είναι η πιο πολυεθνική και πολυπολιτισμική χώρα της περιοχής. Το καθεστώς Άσαντ και το κόμμα Μπαάθ, που βρισκόταν στην εξουσία για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, κρατούσε με την πυγμή του τη χώρα όσο γινόταν μακριά από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και προσπαθούσε να μην διαταραχθούν οι ευαίσθητες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων και θρησκευτικών ομάδων που διαβιουσαν στη χώρα. Όλα όμως άλλαξαν με τις εξεγέρσεις του 2011 στις συριακές πόλεις και την αιματηρή καταστολή που ακολούθησε εκ μέρους του καθεστώτος Άσαντ.

Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, και συνεχίζεται ακόμη, υπήρξε ο πιο αιματηρός και φρικαλέος σε όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής -ξεπερνώντας κατά πολύ και την τραγωδία των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Εκτιμάται πως 250.000-300.000 είναι ως τώρα οι νεκροί, δύο εκατομμύρια τραυματίες, 12 εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένοι και περίπου 6-7 εκατομμύρια Σύριοι πρόσφυγες στο εξωτερικό (οι περισσότεροι σε γειτονικές χώρες – 3,5 εκ. στην Τουρκία). Μεγάλες πόλεις, όπως το ιστορικό Χαλέπι, μετατράπηκαν σε σωρούς ερειπίων, και μοναδικής αξίας αρχαιολογικοί χώροι και πολιτιστικά μνημεία εξαφανίστηκαν από τον χάρτη, λόγω του καταστροφικού μίσους του ISIS απέναντι προς καθετί το μη ισλαμικό.

Η διεθνοποίηση του συριακού εμφυλίου

Ο συριακός εμφύλιος πέρασε διάφορες φάσεις και έγινε ιδιαίτερα αιματηρός μετά την εμφάνιση και ισχυροποίηση του “Ισλαμικού Χαλιφάτου”. Μετά το 2015 όμως ο πόλεμος αυτός, εκτός από εμφύλιος, έγινε και “παγκόσμιος”, διότι προκάλεσε την άμεση και έμμεση επέμβαση ξένων μεγάλων δυνάμεων. Αρχικά η Ρωσία, η οποία διατηρεί ναυτικές βάσεις στα συριακά λιμάνια της Ταρτούς και της Λατάκιας, στάθηκε στο πλευρό του καθεστώτος Άσαντ ενισχύοντας το στρατιωτικά. Κατόπιν επενέβη στρατιωτικά και η ίδια υπέρ του Άσαντ, βομβαρδίζοντας αεροπορικώς θέσεις των αντιπάλων του καθεστώτος. Κατόπιν επενέβησαν οι ΗΠΑ, που είχαν ήδη δυνάμεις στο Ιράκ, στο πλευρό των Κούρδων της βόρειας Συρίας, οι οποίοι και σήκωσαν στους ώμους τους το μεγαλύτερο βάρος του αγώνα κατά των Ισλαμιστών του ISIS.

Στη συνέχεια (2016) επενέβη στρατιωτικά και η γειτονική Τουρκία με τις επιχειρήσεις “Ασπίδα του Ευφράτη” και “Κλάδο Ελαίας”, βοηθώντας τους μετριοπαθείς ισλαμιστές αντιπάλους του Άσαντ και τους Τουρκομάνους της Συρίας. Πρέπει να σημειωθεί πως τόσο η Τουρκία, όσο και η Σαουδική Αραβία, αρχικά υποστήριζαν υπογείως τους Ισλαμιστές του ISIS, επειδή ήταν Σουνίτες, ενώ ο Άσαντ ήταν Αλαουίτης (Σιιτικού δόγματος) και συνεπώς φιλοϊρανός.

Νικητές και ηττημένοι

Λιγότερο ή περισσότερο κι άλλες μεγάλες δυνάμεις ενεπλάκησαν στη συριακή σύγκρουση στο πλευρό της μίας ή της άλλης αντιμαχόμενης πλευράς μετατρέποντας έτσι τον συριακό εμφύλιο σ’ έναν “διαμεσολαβητικό πόλεμο” ή πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, με κύριους αντιπάλους την Αμερική με τη Ρωσία.

Η Γαλλία, όπως και άλλες χώρες της Ε.Ε. συντάχθηκαν με τις ΗΠΑ και βοήθησαν τους Κούρδους στον αγώνα τους κατά των Ισλαμιστών. Η Κίνα πήρε το μέρος της συριακής κυβέρνησης και του καθεστώτος Άσαντ. Το ίδιο έκανε και το γειτονικό Ιράν, το οποίο όχι μόνον ενίσχυσε τη Χεζμπολά του Λιβάνου, που βοηθούσε τον Άσαντ, αλλά έστειλε και χιλιάδες ένοπλους “Φρουρούς της Επανάστασης” για να πολεμήσουν υπέρ του καθεστώτος Άσαντ και κατά των Ισλαμιστών της ISIS. Η δυναμική συνδρομή των δυνάμεων του Ιράν, καθώς και η αεροπορική υποστήριξη της Ρωσίας, έκρινε τελικά την έκβαση της εμφύλιας διαμάχης υπέρ του Άσαντ, που ελέγχει πλέον το 70% του συριακού εδάφους, και το 80% του πληθυσμού της χώρας.

Μαζί με τον Άσαντ κέρδισε φυσικά και η Ρωσία, η οποία εδραίωσε τη θέση της στη χώρα, εξασφάλισε το μέλλον των ναυτικών της βάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, και αύξησε έτσι τη γεωπολιτική της επιρροή στη Μέση Ανατολή. Στους χαμένους συμπεριλαμβάνεται η Σαουδική Αραβία και οι ΗΠΑ, που φαίνεται πως έχουν περάσει σε μια φάση αναδίπλωσης από τη Μέση Ανατολή, παρά τις όποιες “μάχες οπισθοφυλακής” συνεχίζουν να δίνουν.

Οι proxy πόλεμοι της Δύσης κατά της Ρωσίας

Ο δι’ αντιπροσώπων (proxy) πόλεμος της Δύσης κατά της γεωπολιτικής επιρροής της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή απέτυχε προς το παρόν να εκτοπίσει τη Μόσχα, όπως φάνηκε στην περίπτωση της Συρίας κι ως ένα βαθμό και στην περίπτωση της Λιβύης. Η Μόσχα όμως ξέρει πως είναι ακόμη νωρίς για να πανηγυρίζει. Η κατάσταση συνεχίζει να είναι ρευστή, σε σχέση με το μέλλον των συμμάχων της. Επίσης η Μόσχα δεν εφησυχάσει έχοντας απέναντί της μια ερντογανική Τουρκία που “απλώνει πολύ τον τραχανά” της και είναι αλλοπρόσαλλη (υπενθυμίζουμε πως η Τουρκία έχει ένα παρελθόν μιας ντουζίνας πολέμων με τη Ρωσία, τους οποίους και έχασε).

Για την ώρα τα κοινά συμφέροντα Μόσχας-Άγκυρας είναι περισσότερα από τις διαφορές τους. Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει στο εγγύς μέλλον καθώς, τόσο στην περίπτωση της Συρίας, όσο και της Λιβύης, οι δύο χώρες υποστηρίζουν αντίπαλες πλευρές που συνεχίζουν να συγκρούονται μεταξύ τους. Έτσι η συγκυριακή συμμαχία Ρωσίας-Τουρκίας, που έχει χαρακτηριστεί ως “λυκοφιλία”, μπορεί να ανατραπεί και πάλι, καθώς οι δύο χώρες έχουν βαθιές ιστορικές διαφορές. Το μόνο που μπορεί να τους ενώσει προσωρινά είναι ο κοινός αγώνας κατά της “αλαζονικής αλλά παρηκμασμένης Δύσης”, όπως συχνά υποστηρίζουν. Αυτό μπορεί να αλλάξει όμως αν η Τουρκία επιλέξει ξαφνικά να κάνει μια απότομη φιλοδυτική στροφή. Ή να κρατήσει αρκετά χρόνια ακόμη αν η Τουρκία αποφασίσει να έρθει σε ανοικτή ρήξη με τη Δύση, ακόμη και να βγει από το ΝΑΤΟ. Ίδωμεν.

Για την ώρα αυτό που ζούμε ειρήνη δεν θα το έλεγες. Ούτε και ανοικτό πόλεμο, κανονικό μεγάλο πόλεμο. Είναι διάφορες παρατεταμένες συγκρούσεις δι’ αντιπροσώπων. Μια σειρά proxy πόλεμων, που ευθύνονται, αν ενώσουμε όλα τα παζλ μαζί, γι΄ αυτή την αλυσίδα εμφυλίων πολέμων που μαστίζει όλη την περιφέρεια της Ελλάδας.