Η συμφωνία για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ υπερψηφίστηκε από το Βρετανικό κοινοβούλιο με ψήφους 358 υπέρ έναντι 234 κατά. Πρόκειται για μια συντριπτική υπερψήφιση της συμφωνίας, μετά την εξίσου συντριπτική νίκη του Μπορίς Τζόνσον στις εκλογές. «Κάναμε ένα βήμα μπροστά προς το Brexit», σχολίασε ο ίδιος στο Twitter, καθώς πλέον ανοίγει δρόμος για υλοποίηση του στις 31 Ιανουαρίου 2020.

Ακόμη και γνώστες της βρετανικής πραγματικότητας εντυπωσιάζονται από την εκλογική στήριξη παραδοσιακών «προπύργιων» των Εργατικών στον Μπόρις Τζόνσον. Ακόμη και όταν το εξηγούν, δεδομένου ότι το διακύβευμα των εκλογών ήταν το Brexit και όχι – τουλάχιστον όχι καταλυτικά σε αυτή τη φάση – η πολιτική ατζέντα των κομμάτων για την ζωή του κόσμου.

Έλληνας επιστήμονας που διδάσκει χρόνια σε πανεπιστήμιο στην Βρετανία διαπιστώνει, μιλώντας στο Tvxs.gr, ότι «η εργατική τάξη της Αγγλίας και τμήμα της Ουαλίας, “κατάπιε την καραμέλα” του Μπόρις για την “άμεση έξοδο”. Δεν τους κατηγορώ που θέλουν Brexit (λόγω παγκοσμιοποίησης κλπ.) και ίσως τελικά ο Μπόρις να ήταν πιο λογική επιλογή από τον Φάρατζ για τους Εργατικούς (σσ. εννοεί τους απογοητευμένους υποστηρικτές των Εργατικών)».

Η τελευταία φράση αναδεικνύει μια πλευρά της υπόθεσης του Brexit που μάλλον δεν έχει φωτιστεί ιδιαίτερα, αν και εξηγεί τα αίτια της οδυνηρής ήττας των Εργατικών, αλλά και τα πολιτικά κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί σε ένα αποφασιστικό μέγεθος της βρετανικής εργατικής τάξης. «Όταν το Εργατικό Κόμμα έχασε τις εκλογές του 1983, λαμβάνοντας μόλις 27,6%, ο Τόνι Μπεν είχε πει ότι ποτέ άλλοτε δεν είχαν ψηφίσει τόσο πολλοί τον πραγματικό σοσιαλισμό. Για να είμαστε τίμιοι, οι οπαδοί του Κόρμπιν δεν έφτασαν τόσο μακριά την Πέμπτη το βράδυ. Κατηγόρησαν απλώς το Brexit, τον Μέρντοκ και την Ντέιλι Μέιλ» έγραψε ο Χένρι Μανς, αρθρογράφος των Financial Times, ένα 24ωρο μετά τις εκλογές.

Όταν ξεχνάς τις ταξικές αναφορές σου

Αν και δεικτικό, το παραπάνω σχόλιο καθρεφτίζει μια βασική αλήθεια για τους Εργατικούς: Την αδυναμία άρθρωσης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Οι Εργατικοί κατέθεσαν μια ατζέντα που μπροστά στην νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα φαντάζει ριζοσπαστικά αριστερή – επαναφορά στο κράτος των σιδηροδρόμων, της Υγείας κλπ – αλλά με παραμονή στην ΕΕ. Η ΕΕ όμως, πέρα από το γεγονός ότι δεν έχει ανάλογες ευαισθησίες – άρα σε ένα μέρος του ακροατηρίου των Εργατικών με ανεπτυγμένο πολιτικό κριτήριο ο Κόρμπιν πατούσε επικινδύνως σε δύο βάρκες με αντίθετες κατευθύνσεις η μία από την άλλη – έχει και ανοιχτά εσωτερικά σύνορα τα οποία επιτρέπουν την απρόσκοπτη μετοίκηση πολιτών της ΕΕ από φτωχότερα κράτη μέλη της προς την Βρετανία. Αυτό με την σειρά του και σε συνδυασμό με την απουσία στιβαρού εργατικού κινήματος που να αντιπαρατίθεται με επιτυχία στην ακροδεξιά ρατσιστική ρητορική, μετέτρεψε το μεταναστευτικό, σε βασικό εκλογικό κριτήριο και «αιτία» όλων των δεινών της βρετανικής εργατικής τάξης, στο μυαλό της.

Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και ο συνομιλητής μας: «Ο κυριότερος λόγος (σσ. του θριάμβου του Τζόνσον) ήταν το μεταναστευτικό και όχι η πολιτική εμπορευματοποίησης των κοινωνικών παροχών από την ΕΕ. Στο τέλος φυσικά καταλήγει να είναι οικονομικό το θέμα με τους μετανάστες και κατ’ επέκταση ταξικό, φυσικά. Αλλά στο μυαλό τους (σσ. οι Βρετανοί ψηφοφόροι) είχαν το μεταναστευτικό με όλες του τις εκφράσεις».

Για το πώς συνέβη αυτό η συζήτηση μόλις άρχισε. Στο εσωτερικό των Εργατικών, οι «προεδρικοί» δείχνουν το Brexit ως βασική αιτία της ήττας, ενώ οι υποστηρικτές της παραμονής και τα στελέχη του κέντρου θεωρούν βασικό υπαίτιο τον Κόρμπιν. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που θεωρούν βασικό λόγο τη μακροχρόνια αποξένωση των Εργατικών από τους παραδοσιακούς υποστηρικτές τους, την εργατική τάξη. Σε αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να καταλήγει και ο ίδιος ο Κόρμπιν. Σε ανοιχτή επιστολή του στην Sunday Mirror είπε πως το κόμμα «πήρε τα μαθήματα αυτής της ήττας», υποσχόμενος κυρίως να «ακούσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους των Εργατικών που χάσαμε στις κοινότητες των εργατών». «Αυτό το κόμμα υπάρχει για να τους εκπροσωπεί. Θα ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους», διαβεβαίωσε.

Όλα αυτά βέβαια μένει να επιβεβαιωθούν στην πράξη. Προς το παρόν, το εκλογικό αποτέλεσμα αντανακλά μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει ήδη τα τελευταία χρόνια. Από το δημοψήφισμα για το Brexit τον Ιούνιο του 2016, η Le Monde diplomatique διαπίστωνε ότι τα «σημάδια ήταν εκεί». ‘Ετσι, στις εκλογές για τα τοπικά κοινοβούλια τον Μαϊο του 2016, το δεξιό – εθνικιστικό UKIP (Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου) του Φάρατζ επέλασε ακόμη και σε περιοχές που ήταν με τους Εργατικούς, από την ίδρυσή του κόμματος το 1906, όπως στις ουαλικές κοιλάδες με τα εγκαταλελειμμένα  ανθρακωρυχεία. Στις ευρωεκλογές του 2014 το UKIP είχε κερδίσει το μεγαλύτερο μέρος του 26% των ψήφων του σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, από τους ψηφοφόρους σε πόλεις συγκεκριμένου οικονομικού «προφίλ»: Μικρές, αδύναμες, με έναν κακοπληρωμένο μισθολογικά ιδιωτικό τομέα χαμηλού μισθού και αρκετή εισερχόμενη μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη.

Το Brexit ως αντανάκλαση των αλλαγών στη συνείδηση της εργατικής τάξης

Το πώς αυτή η μακρά ξενοφοβική «ζύμωση» «έσκασε» μέσα στην «καρδιά» παραδοσιακών περιοχών των Εργατικών, σε συνδυασμό με τον επίσης παραδοσιακό εθνικισμό των Συντηρητικών των προαστίων και των αγροτικών περιοχών, είναι ακριβώς ο μίτος που ξετυλίγει την ιστορία του Brexit. Η Αγγλία των πόλεων και όλη η Σκωτία είχαν ψηφίσει την παραμονή στην ΕΕ. Οι φτωχές μικρές πόλεις της Αγγλίας και της Ουαλίας ψήφισαν την έξοδο. Ούτε η παρουσία πανεπιστημίων, μιας μεγάλης ασιατικής μειονότητας και μιας ευημερούσας αστικής οικονομίας μπόρεσε να στρέψει πόλεις όπως το Νότιγχαμ ή το Μπέρμινχαμ στο στρατόπεδο της παραμονής.

Η Βρετανία ήταν το εργαστηριακό πειραματόζωο του νεοφιλελευθερισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Θάτσερ μετέτρεψε την ύφεση σε βιομηχανική και κοινωνική κατάρρευση. Ο στόχος ήταν να καταστείλει τη συνοχή και την κοινωνική δυναμική της εργατικής τάξης. Το αποτέλεσμα ήταν, επί δεκαετίες, να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική δύναμή της για τους μισθούς. Ετσι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και της δεκαετίας του 2000 – όπως συνέβαινε σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο – το χάσμα μεταξύ στασιμότητας των εισοδημάτων και οικονομικής ανάπτυξης «γεφυρώθηκε» με τον δανεισμό.

Ακολούθησε η, υπό τον Τόνι Μπλερ, ψευδαίσθηση, ότι οι φόροι για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους πρέπει να μειωθούν ως μέσο για την τόνωση των επιχειρηματικών επενδύσεων βραχυπρόθεσμα και προς όφελος της κοινωνίας  μακροπρόθεσμα. Όταν αυτό δεν συνέβη, ακολούθησε ένα νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων υπηρεσιών – όπως η συλλογή απορριμμάτων – συντρίβοντας και τα τελευταία υπολείμματα του κράτους πρόνοιας. Ήδη, στα πρόθυρα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, οι μικρές βρετανικές πόλεις μαστίζονταν από ανεργία, εγκληματικότητα και ασθένειες που προέρχονται από την φτώχεια. Εκατομμύρια Βρετανών επιβίωναν με τα κρατικά επιδόματα.

Στη συνέχεια ήρθε η πλήρης οικονομική και κοινωνική συντριβή και η πολιτική λιτότητας των κυβερνήσεων των Τόρις. Οι ήδη πενιχροί μισθοί εξαϋλώθηκαν, μπήκαν λουκέτα στα μικρομάγαζα, ή αντικαταστάθηκαν από αλυσίδες «όλα 1 ευρώ» και γραφεία παροχής δωρεάν συμβουλών για τους πολίτες, στα οποία μπορείς να μάθεις τι να κάνεις με τα χρέη σου, πώς να γλιτώσεις την έξωση, ή πώς να μην αυτοκτονήσεις.

Αλλά δεν είναι έτσι παντού. Το Λονδίνο, το Μάντσεστερ, το Μπρίστολ και το Λιντς άκμασαν και προσανατολίστηκαν στην εξωστρέφεια. Αλλά ακόμη και στις μεγάλες πόλεις, η κοινωνική βάση είναι η χαμηλόμισθη υπάλληλος στα «Ζάρα» που τρώει σε καντίνες στο μετρό και ο χαμηλόμισθος εργαζόμενος που αγοράζει ένα φθηνό πουκάμισο από τα «Ζάρα». Και για τους δύο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο χαμηλός μισθός αλλά και η στέγη. Η γενναία ποσοτική χαλάρωση ύψους 375 δισεκατομμυρίων λιρών του 2016 μάλλον δεν άγγιξε τους μη έχοντες, αφού, με αφορμή αυτήν, οι τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια αυξήθηκαν τόσο ψηλά ώστε πολλοί νέοι που είχαν δουλειά στο Λονδίνο κοιμούνται ανά δύο σε ένα δωμάτιο, σαν φοιτητές.

Ενώ η κρίση του νεοφιλελευθερισμού κατέστρεψε τις προοπτικές και τα όνειρα της νέας γενιάς στα ακμάζοντα, μόνο για την ελίτ, μεγάλα αστικά κέντρα, η εκλογική «εξέγερση» εναντίον της ΕΕ συνέβη στις περιοχές όπου απουσίαζε η επίφαση της οικονομικής «ευρωστίας» – λαμπερή αστική ζωή της πολυπολιτισμικής πόλης – που σε ένα βαθμό «αμβλύνουν» την συνειδητοποίηση της πραγματικής κατάστασης της εργατικής τάξης.

Ο Ανατολικοευρωπαίος μετανάστης ως «μπαμπούλας»

Όταν το 2004 η ΕΕ διευρύνθηκε προς Ανατολάς, η κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ – μοναδική μεταξύ των μεγάλων χωρών της ΕΕ – δεν έθεσε προσωρινούς περιορισμούς μετακίνησης. Μια κυβερνητική αναφορά μάλιστα διαβεβαίωνε πως θα έφταναν στην Βρετανία μόνο 13.000 μετανάστες. Το 2016 ζούσαν στην Βρετανία τρία εκατομμύρια άνθρωποι που είχαν γεννηθεί σε άλλες χώρες της ΕΕ. Σε συνδυασμό με τη μετανάστευση από χώρες εκτός της ΕΕ, οι εργαζόμενοι που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό πλησιάζουν σχεδόν το 17% του εργατικού δυναμικού της Βρετανίας.

Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των εργατών δουλεύουν στις πιο κακοπληρωμένες θέσεις του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος κάνει κερδοσκοπικό «πάρτι» πάνω τους, με τις «ευλογίες» του κράτους. Ταυτόχρονα, η υποχώρηση του εργατικού κινήματος, άφησε το περιθώριο ιδεολογικής σπέκουλας από την δεξιά και την ακροδεξιά, που δεν δίστασαν να εμφανίσουν την οδυνηρή κατάσταση της βρετανικής εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης και όχι ακριβώς της άγριας εκμετάλλευσης της βρετανικής αστικής τάξης. Ήταν θέμα χρόνου τα πολωνικά και ρουμάνικα μικρομάγαζα που ξεφύτρωναν στις γειτονιές να προκαλούν αδικαιολόγητη κοινωνική δυσφορία.

Το κίνημα υπέρ του Brexit, τουλάχιστον το εθνικιστικό κομμάτι του, ξεκίνησε την προπαγανδιστική τερατολογία συνδέοντας χυδαία τη μετανάστευση από το εσωτερικό της ΕΕ ως αιτία των χαμηλών μισθών, με τον Τύπο να αναπαραγάγει την μεταμφιεσμένη ρατσιστική προπαγάνδα,

Οι συνέπειες για την βρετανική Αριστερά γίνονται φανερές σήμερα. Στην πραγματικότητα, εγκλωβίστηκε στην ψευδαίσθηση, ότι το μέρος του βρετανικού κεφαλαίου που τα συμφέροντά του εξυπηρετούνται από το Brexit ταυτίζεται με τις εθνικιστικές, γραφικές υστερίες μέρους των οπαδών της εξόδου. Η αλήθεια όμως είναι, ότι κανένα σοβαρό κομμάτι της οικονομικής ελίτ δεν θέλει κανέναν οικονομικό εθνικισμό. Αντίθετα θεωρεί την ΕΕ ως εμπόδιο στο να μετατραπεί η Βρετανία σε μια παγκόσμια οικονομία, μια μεγάλη Σιγκαπούρη, που θα «πλέει» ανάμεσα στους μεγάλους διεθνείς εμπορικούς πόλους.

Είναι όμως επίσης αλήθεια, ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο με το Brexit. Ούτε βέβαια θα αυξηθούν οι μισθοί. Αντίθετα, η Βρετανία θα κληθεί να αντιμετωπίσει και τις ενισχυμένες αποσχιστικές τάσεις όπως αυτή της Σκοτίας, που πλέον ζητάει ανοιχτά ένα νέο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας διαφωνώντας με την αποχώρηση από την ΕΕ. Πρόκειται για άλμα στο σκοτάδι. Δεν υπάρχει κανένας οικονομικός σχεδιασμός για την μετά Brexit εποχή. Η βρετανική εργατική τάξη θα κληθεί να προσαρμοστεί ή να εξοντωθεί. Κάτι που, από μια άποψη, θα συμβεί και στην πρώτη επιλογή…