Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και πολλοί στην Ευρώπη, και ειδικά στη Γερμανία, ετοιμάζονται να το γιορτάσουν. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με τους περισσότερους Ανατολικοευρωπαίους. Σε αυτούς η εποχή αμέσως μετά την πτώση του Τείχους, δεν άφησε απλά μια γλυκόπικρη γεύση, αλλά και βαριά τραύματα, τα οποία δεν έχουν ακόμη επουλωθεί. Σε πολλές μετακομμουνιστικές χώρες το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει κάτω από το επίπεδό του 1989. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους, που η νοσταλγία για την οικονομική ασφάλεια και την κοινωνική σταθερότητα του αυταρχικού παρελθόντος αυξάνεται, κάτι το οποίο εκμεταλλεύονται τα ακροδεξιά και νεοσυντηρητικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης, που επιχειρούν να επιβάλλουν ένα είδος “αυταρχικής δημοκρατίας”.

Αμφισβητώντας τη σοβιετική τάξη πραγμάτων: η περίπτωση της Πολωνίας

Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια ύπαρξης του και στη συνέχεια άρχισε να κατεδαφίζεται, μαζί με τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Πριν από αυτό και πριν ακόμη εμφανιστεί ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που με την Περεστρόικα τάραξε εκ των έσω τα λιμνάζοντα ύδατα του σοβιετικού μεγαθηρίου, η εικόνα της αμφισβήτησης της σοβιετικής τάξης πραγμάτων στην Ανατολική Ευρώπη είχε τη μορφή ενός ηλεκτρολόγου με ατημέλητα μαλλιά και τσιγκελωτό μουστάκι. Το όνομα του Λεχ Βαλέσα και το εργατικό κίνημα στο οποίο ηγείτο είχε το όνομα Αλληλεγγύη (Solidarnosc) και επίκεντρο τα ναυπηγεία του Γκτανσκ της Πολωνίας.

Μετά από απεργίες ο Βαλέσα, που εκτός από εργατικά διαπιστευτήρια κρατούσε και στο χέρι του έναν ξύλινο σταυρό -δείγμα του ισχυρού ρόλου που έπαιζε ο καθολικισμός στην Πολωνία- υπέγραψε με την κυβέρνηση την πρώτη εμβληματική εργασιακή συμφωνία. Σύντομα το κίνημα της Αλληλεγγύης εξαπλώθηκε στη χώρα αριθμώντας 10 εκατομμύρια μέλη, δηλαδή το μισό εργατικό δυναμικό της Πολωνίας, που είχαν τη δύναμη να παραλύσουν τη χώρα. “Δεν μπορούν να μας εξαναγκάσουν να δουλέψουμε”, έλεγε τότε ο Βαλέσα “ξέρουμε πως να νικήσουμε το σύστημα. Είμαστε παιδιά αυτού του συστήματος”. Ωστόσο χρειάστηκαν χρόνια ακόμη για να γίνει αυτό, και να πέσει η κυβέρνηση Γιαρουζέλσκι, που υποστηριζόταν από τη Μόσχα.

Όμως δεν πανηγύρισαν για την ελευθερία τους

Μια δεκαετία αργότερα, όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές στην Πολωνία, ένα τμήμα της Αλληλεγγύης συγκροτήθηκε σε πολιτικό κόμμα και επικράτησε άνετα. “Για μεγάλη μας δυστυχία, κερδίσαμε!”, αναφώνησε τότε ο Βαλέσα, καθώς το σοκ της εξουσίας ήταν τεράστιο. Η μετάβαση στη δημοκρατία και στον καπιταλισμό ήταν εξαιρετικά σκληρή για την Πολωνία και τον λαό της. Η Πολωνία βρισκόταν τότε σε μια κατάσταση χρεοκοπίας, με 40 δισ. δολάρια χρέος, 600% πληθωρισμό και σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα ενώ η μαύρη αγορά ανθούσε. Αν και ελεύθεροι πλέον οι Πολωνοί δεν πανηγύριζαν. Οι αξία των μισθών τους είχε εξανεμιστεί και χρειαζόταν να περιμένουν στην ουρά επί μέρες για τα βασικά τρόφιμα. Οι άνθρωποι ζούσαν τότε ημιψυχωτικές καταστάσεις, αποπροσανατολισμένοι και άναυδοι από την ταχύτητα των αλλαγών.

Η “θεραπεία-σοκ” της Πολωνίας

Αναζητώντας σωτηρία η κυβέρνηση του Βαλέσα σύντομα έπεσε στην αγκαλιά του ΔΝΤ και των αετονύχηδων της Σχολής του Σικάγο, οι οποίοι εφάρμοσαν στη χώρα τα νεοφιλελεύθερα γιατροσόφια τους -το γνωστό “Δόγμα του Σοκ”- με καταστρεπτικές συνέπειες. Εκμεταλλευόμενοι αυτή την ασυνήθιστη πολιτική συγκυρία τα “παιδιά  του Μίλτον Φρίντμαν”, εφάρμοσαν το 1989 στην Πολωνία, όπου παραμερίστηκαν οι νόμοι και δεν υπήρχαν ακόμη οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ένα ολόκληρο πακέτο της “θεραπείας-σοκ”. Πειραματίστηκαν πάνω στα νεοφιλελεύθερα μοντέλα τους προκαλώντας ανείπωτο πόνο στον πολωνικό λαό, που οι ίδιοι ωστόσο έβλεπαν ως “δημιουργική καταστροφή”. Όπως έβλεπαν ως “επιχειρηματικότητα” το γεγονός ότι πολλοί Πολωνοί, που προηγουμένως ζούσαν ασφαλείς και αξιοπρεπείς ζωές, αναγκάζονταν να πουλάνε τα υπάρχοντά τους στο δρόμο προκειμένου να επιβιώσουν.

Υποσχέθηκαν στους Πολωνούς μια γρήγορη και μαγική θεραπεία αλλά τους προσέφεραν μια σχεδόν θανατηφόρα δόση, που μπορεί να μην τους σκότωσε αλλά τους γύρισε δεκαετίες πίσω. Κατάλαβαν όμως πως η πολιτική ελευθερία και η οικονομική ασφάλεια δύσκολα συνδυάζεται υπό συνθήκες ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Σήμερα κανείς στην Πολωνία δεν θέλει να θυμάται εκείνη την ζοφερή εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Από την κομμουνιστική στην καζινοκαπιταλιστική νομεκλατούρα

Οι θατσερικού τύπου νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που απέφυγαν οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, γιατί είχαν τη στοιχειώδη εξυπνάδα να το κάνουν, εφαρμόστηκαν με ταχύτατο και δραματικό τρόπο τη δεκαετία του 1990 στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η “εκκαθάριση” της κομουνιστικής νομεκλατούρας θύμιζε αρκετά τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1940 ενάντια στις ελίτ που συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στα χρόνια του Β’ Π. Πολέμου, αν και η πολιτική μετάβαση ήταν σε γενικές γραμμές ηπιότερη σε σχέση με τις προηγούμενες.

Σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, υπό την αιγίδα μιας στρατιάς Δυτικών τεχνοκρατών, ισοπέδωσαν όλη την  περιοχή ανατολικά του Έλβα και της Βιέννης. Ενδεικτικά η Τσεχία είδε το 80% της οικονομίας της να περνά σε ιδιωτικά χέρια. Σε όλες τις χώρες της περιοχής ένα 40-60% της οικονομίας βρέθηκε σε ιδιωτικά χέρια μέσα σε μια πενταετία. Εγχώριοι πόροι, ακίνητα και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, που ήταν δημόσια περιουσία, πέρασαν μέσα σε λίγα χρόνια στα χέρια των ξένων επενδυτών. Ταυτόχρονα καταστράφηκε το προηγούμενο κομμουνιστικό κράτος πρόνοιας και το “δίχτυ ασφάλειας” που προσέφερε, δίχως να μπει τίποτε στη θέση του.

Ως αποτέλεσμα σε όλες τις χώρες του πρώην “κομμουνιστικού μπλοκ” παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 μια οικονομική, κοινωνική και δημογραφική καθίζηση, οι πληγές της οποίας δεν έχουν ακόμη επουλωθεί. Η οικονομία συρρικνώθηκε, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε ως 40%, η ανεργία αυξήθηκε σε στρατοσφαιρικά επίπεδα, οι υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας κατεδαφίστηκαν και το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού φτωχοποιήθηκε.

Μέσα σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκαν κοινωνίες δύο ταχυτήτων με τους λίγους πλούσιους και προνομιούχους που, λεηλατώντας τον δημόσιο πλούτο απέκτησαν κέρδη και περιουσίες, να βρίσκονται στην κορυφή και όλους τους υπόλοιπους από κάτω. Σταδιακά δημιουργήθηκε μια υποτυπώδη “μεσαία τάξη”, που αντιπροσώπευε όχι πάνω από το 1/3 του πληθυσμού. Τα υπόλοιπα 2/3 εισέπρατταν μόνον τις αρνητικές επιπτώσεις αυτού του ασταθούς καζινοκαπιταλισμού, που δημιούργησε μια νέα νομεκλατούρα, μια νέα μαφία, έκρηξη της εγκληματικότητας, της πορνείας, των επιδημιών και της εκροής ανατολικοευρωπαίων εργατών προς τη Δύση.

Ουγγαρία και ο “κομμουνισμός του γκούλας”

Η μετάβαση προς τη δημοκρατία και τον καπιταλισμό υπήρξε καταστροφική για τις περισσότερες οικονομίες και κοινωνίες των Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Για παράδειγμα η Μολδαβία από το το 1991 μέχρι το 1999 έχασε περίπου τα 2/3 του ΑΕΠ της.

Στην Ουγγαρία, που σήμερα κυβερνάται από τον ευρωσκεπτικιστή νεοσυντηρητικό Βίκτορ Όρμπαν, στα πρώτα χρόνια μετά την πτώση του παλαιού συστήματος και στις βουλευτικές εκλογές του 1994, παρατηρήθηκε εκλογική νίκη των πρώην κομμουνιστών και νυν σοσιαλιστών. Οι συντηρητικοί τότε παραπονιούνταν πως ο λαός “εύκολα ξεχνάει το 1956” και θυμούνταν ευκολότερα τον “κομμουνισμό του γκούλας”, που έκανε την Ουγγαρία “ένα κεφάτο στρατώνα μέσα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο”. Αν μη τι άλλο πριν από το 1989 οι Ούγγροι συνέκριναν τη χώρα τους με τη Ρουμανία κι αισθάνονταν καλύτερα. Πλέον θα έπρεπε να συγκριθούν με τη γειτονική -και πρώην ιστορικό της συνεταίρο- Αυστρία και οι συγκρίσεις ήταν αποκαρδιωτικές από κάθε άποψη. Ο Όρμπαν εκμεταλλεύτηκε όλα αυτά τα συμπλέγματα και τα απωθημένα του ουγγρικού λαού για να επιβάλλει τον δικό του εθνικιστικό τύπο “αυταρχικής δημοκρατίας”.

Η φωτεινή πλευρά του φεγγαριού

Αν ταξιδέψτε σήμερα στη Βουδαπέστη, στο Βουκουρέστι ή στη Βαρσοβία και θα βρείτε λαμπερά εμπορικά κέντρα γεμάτα με εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά: αρώματα από τη Γαλλία, ρούχα από την Ιταλία και ρολόγια χειρός από την Ελβετία. Στα τοπικά Cineplex οι νεαροί αστοί είναι στην ουρά για την τελευταία ταινία της Marvel, ενώ κοιτάζουν τα κομψά τους iPhones, ίσως προγραμματίζοντας τις επόμενες διακοπές τους στο Παρίσι, στον Άγιο Δομίνικο ή στην Ελλάδα. Τα πολύβουα κέντρα  αυτών των πόλεων, γεμάτα με καφέ και μπαρ. Γκουρμέ εστιατόρια και καταστήματα ειδών πολυτελείας, προσελκύουν το αγοραστικό ενδιαφέρον της εγχώριας ελίτ, αλλά και των τουριστών. Σε σύγκριση με την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και την καταναλωτική ένδεια του κομμουνιστικού παρελθόντος, η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μοιάζει σήμερα να ξεχειλίζει νέες ευκαιρίες. Ωστόσο αυτή είναι μόνη η “λαμπερή πλευρά του φεγγαριού”, που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση “ανάπτυξη για λίγους”.

Και η σκοτεινή, που κρύβεται “κάτω από το χαλί’…

Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά των προβλημάτων που διαιωνίζονται και “κρύβονται κάτω από το χαλί”. Στις ίδιες πόλεις οι συνταξιούχοι και οι βιοπαλαιστές αγωνίζονται σκληρά και καθημερινά μόνο και μόνο για να καλύψουν τις πιο βασικές τους ανάγκες. Οι ηλικιωμένοι πρέπει να επιλέγουν αν θα πληρώσουν τη θέρμανση, τα φάρμακα ή τα τρόφιμα, καθώς οι πενιχρές συντάξεις τους δεν αρκούν για να καλύψουν αυτές τις τρεις βασικές ανάγκες.

Στις αγροτικές περιοχές αυτών ανατολικοευρωπαϊκών χωρών ορισμένες οικογένειες επέστρεψαν στη γεωργία επιβίωσης, καλλιεργώντας οι ίδιοι τα τρόφιμα που χρειάζονται. Οι νέοι φεύγουν από τα χωριά αλλά και τις πόλεις, αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Ο οικονομικός πόνος και ο πολιτικός μηδενισμός, σε συνδυασμό μ’ έναν αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό, τροφοδοτούν την κοινωνική δυσπιστία, καθώς μεγαλώνει η νοσταλγία για την ασφάλεια και τη σταθερότητα του αυταρχικού παρελθόντος.

Η Μετάβαση στα Δυτικά Βαλκάνια που έγινε Μετάσταση

Στα Δυτικά Βαλκάνια και συγκεκριμένα στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας που αποτελούν σήμερα, μαζί με την Αλβανία, τμήμα των ονομαζόμενων Δυτικών Βαλκανίων (WB6), η κατάσταση στους περισσότερους τομείς είναι σήμερα πολύ χειρότερη από εκείνη που ήταν το 1989. Και αυτό το λένε όλοι όσοι έζησαν και θυμούνται την κατάσταση πριν από το 1989. Όσοι είναι νεότεροι απλά θέλουν να φύγουν από το σημερινό “τοξικό περιβάλλον” των χωρών τους, όπου τα χρόνια προβλήματα έχουν πλέον φτάσει σε σημείο “μετάστασης”. Θεωρούν ότι καμιά “θεραπεία” δεν είναι πλέον αποτελεσματική. Γι΄ αυτό και ονειρεύονται την απόδραση, τη μετανάστευση προς τη Δύση παρά τους “αξιοθαύμαστους ρυθμούς ανάπτυξης” που έχουν πετύχει οι χώρες τους. Μια ανάπτυξη ωστόσο “για τους λίγους”, που αυξάνει τις ανισότητες, περιθωριοποιώντας και φτωχοποιώντας τους πολλούς.

Από την πλευρά τους οι πολιτικοί ηγέτες αυτών των χωρών εκμεταλλεύονται τη λαϊκή δυσαρέσκεια για να αποσυναρμολογήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να κατευθύνουν την οικονομία προς όφελος των ολίγων, και συγκεκριμένα των φίλων, των μελών της οικογένειάς τους και των υποστηρικτών τους, όπως για παράδειγμα κάνει το καθεστώς του Αλεξάνταρ Βούτσις στη πολύπαθη Σερβία.

Οι περισσότεροι είναι χειρότερα από το 1989: η περίπτωση της Μολδαβίας

Συμπερασματικά οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είχαν την μεγαλύτερη κρίση και ύφεση κατά τη δεκαετία του 1990, δεν ανέκτησαν ποτέ το χαμένο τους έδαφος. Τριάντα χρόνια αργότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους, παραμένει κάτω από το επίπεδό του στην ύστερη σοσιαλιστική περίοδο. Η Μολδαβία αντιπροσωπεύει καλύτερα τις χώρες στις οποίες η οικονομική μετάβαση απέτυχε. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Μολδαβίας έπεσε και κατέβηκε τόσο πολύ, ώστε το 1999 ήταν 66% χαμηλότερα από το επίπεδο του 1989.
Το 2007 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Μολδαβίας ήταν ακόμη χαμηλότερο κατά 42% από ό,τι το 1989. Αν και η μολδαβική οικονομία μεγενθυνθηκε σημαντικά μετά το 2010, παρέμεινε 12% κάτω από το επίπεδο του 1989 κατά το 2016.

Η Μολδαβία δεν είναι μοναδική περίπτωση τέτοιας αποτυχίας. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε πέντε άλλες μετακομμουνιστικές χώρες (Γεωργία, Κόσοβο, Σερβία, Τατζικιστάν και Ουκρανία) παρέμεινε κάτω από τα επίπεδα του 1989 το 2016. Για αυτές τις χώρες η μετάβαση έφερε άνευ προηγουμένου επίπεδα οικονομικού πόνου και ελάχιστο κέρδος, το οποίο και αποκόμισε μια ολιγάριθμη ελίτ. Οι μετακομμουνιστικές οικονομικές καταστροφές προκάλεσαν εκατομμύρια επιπλέον θανάτους  (αύξηση θνησιμότητας), μαζική μετανάστευση και μια ποικιλία κοινωνικών δεινών που ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος άγνωστα κατά το κομμουνισμό: φτώχεια, οργανωμένο έγκλημα και αυξανόμενη ανισότητα. Τέλος σ’ αυτές τις χώρες παρατηρείται και η ταχύτερη δημογραφική συρρίκνωση του κόσμου, που τροφοδοτείται από την υψηλότερη θνησιμότητα, τη χαμηλότερη γονιμότητα και την αυξημένη μετανάστευση.

Δεν θέλετε θλιμμένους στη γιορτή σας;

Έτσι, καθώς οι φιλελεύθερες ελίτ τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης θα μνημονεύουν το ειρηνικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου και γιορτάζουν τις επιτυχίες των τελευταίων τριών δεκαετιών, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν έχουν όλοι επωφεληθεί από την έλευση του καπιταλισμού.

Αντίθετα η κοινωνική πλειοψηφία υπέφερε τραγικά και συνεχίζει να υποφέρει, τα προβλήματα παραμένουν και οι ανισότητες αυξάνονται. Αυτό δημιουργεί γόνιμο έδαφος για λαϊκίστικα και ακροδεξιά κόμματα και ηγέτες, ακόμη και σε ορισμένες από τις πιο “πετυχημένες” ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου οι περισσότεροι σε αυτές τις χώρες δύσκολα θα παραδεχθούν ότι ζουν καλύτερα από ότι πριν, ενώ η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη για τους λίγους. Τριάντα χρόνια μετά τις Επαναστάσεις του 1989 σχεδόν η μισή Ευρώπη συνεχίζει να είναι χαμένη στη Μετάβαση…