Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε, με tweet φυσικά, ότι ακυρώνει την μυστική συνάντηση Καμπ Ντέιβιντ με τους ηγέτες των Ταλιμπάν.
«Αν και αδιανόητη», σχολιάζει η Monde diplomatique, «η ιδέα να επισκέπτονται Ταλιμπάν την Αμερική – και μάλιστα κοντά στην επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου – για ειρηνευτικές συνομιλίες, ήταν εκπληκτική».
Ο Τραμπ επικαλέστηκε για την ακύρωση της συνάντησης μια πρόσφατη επίθεση στην Καμπούλ, κατά την οποία σκοτώθηκαν ένας Αμερικανός στρατιώτης και πολλοί ακόμη Αφγανοί πολίτες και στρατιωτικοί συμμάχων των ΗΠΑ. «Τι είδους άνθρωποι σκοτώνουν τόσους πολλούς, για να ενισχύσουν φαινομενικά τη διαπραγματευτική τους θέση;» αναρωτήθηκε, πάντα μέσω Twitter, ο Τραμπ. Προφανώς αυτοί που ξέρουν ότι μάλλον νικούν στο πεδίο της μάχης, θα μπορούσε να είναι μια απάντηση.
Πράγματι, οι ένοπλοι σχηματισμοί που πολεμούν κατά των Αμερικανών και των συμμάχων τους έχουν κλιμακώσει τις επιθέσεις τους στο Αφγανιστάν, με δύο σημαντικά χτυπήματα εναντίον στόχων του διεθνούς συνασπισμού υπό τις ΗΠΑ, μέσα σε μία μόνο εβδομάδα. Στις 2 Σεπτεμβρίου, τουλάχιστον 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 100 τραυματίστηκαν σε μια επίθεση στο Green Village, συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν Αμερικανοί και άλλοι δυτικοί. Ακολούθησε σύντομα μια δεύτερη επίθεση εναντίον του αρχηγείου υποστήριξης του NATO, σκοτώνοντας δύο στρατιωτικούς του συνασπισμού, 12 Αφγανούς και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους.
Τόσο οι παραπάνω επιθέσεις στην Καμπούλ, όσο και εκείνες των Ταλιμπάν σε Τάκχαρ, Κουντούζ και Μπαγκλάν έγιναν κοντά στην χρονική στιγμή των ειρηνευτικών συνομιλιών. Επιπλέον, συνεχίστηκαν οι στοχοθετημένες δολοφονίες, όπως αυτή του επικεφαλής της Ανεξάρτητης Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Αφγανιστάν στην Γκόουρ.
Οι Ταλιμπάν, σημειώνει η Monde diplomatique, δεν είχαν καμιά τύψη να αναλάβουν την ευθύνη για τις επιθέσεις αυτές, τις οποίες πολλοί θεωρούν ως απόπειρα εκφοβισμού ή αποστολή «μηνυμάτων». Ορισμένοι αναλυτές υποθέτουν ότι υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των διοικητών της Ντόχα και των στρατιωτικών ηγετών των Ταλιμπάν στο μέτωπο. Άλλοι βλέπουν ξένη επιρροή. Όποια και αν είναι η αιτία, ποια είναι η λογική πίσω από αυτές τις επιθέσεις εάν πρόκειται να εμποδίσουν τον Τραμπ να υπογράψει συμφωνία;
Εκφοβισμός και χτύπημα στο ηθικό του κυβερνητικού στρατού
Το κύριο κίνητρο αυτών των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων μπορεί να είναι ο εκφοβισμός τόσο της κυβέρνησης όσο και των δυνάμεων ασφαλείας. Οι Ταλιμπάν θεωρούν ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση του Αφγανιστάν είναι ένα καθεστώς -μαριονέτας, που επέβαλαν και ελέγχουν απόλυτα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Μπορεί λοιπόν να επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια «σφήνα» ανάμεσα στον λαό και την κυβέρνηση, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη του πρώτου στη δεύτερη, ώστε να εμφανιστούν ως «λύση». Στην περίπτωση αυτή, ίσως ορισμένοι Αφγανοί, που πλέον δεν θα εμπιστεύονται την ικανότητα της κυβέρνησής τους να τους εγγυηθεί την ατομική τους ασφάλεια, μπορεί να είναι πρόθυμοι να παραιτηθούν από τις πολιτικές ελευθερίες με αντάλλαγμα τη «σταθερότητα» που υποτίθεται ότι προσφέρει μια κυβέρνηση των Ταλιμπάν.
Δεύτερον, οι επιθέσεις των Ταλιμπάν μπορεί επίσης να στοχεύουν στην υπονόμευση του ηθικού των εθνικών δυνάμεων ασφαλείας του Αφγανιστάν (ANSF). Σε πρόσφατη συνέντευξη, ο υπουργός Άμυνας του Αφγανιστάν, Ασαντουλάχ Χαλίντ, το αρνήθηκε, λέγοντας ότι το ηθικό των στρατευμάτων δεν επηρεάστηκε και ότι η στόχευση πολιτών από τους Ταλιμπάν ήταν μια σχετικά νέα τακτική. Ένας παλιός μουτζαχεντίν λέει ότι οι Ταλιμπάν καταφεύγουν τώρα στην επίθεση εναντίον «εύκολων στόχων», όπως είναι οι γυναίκες και τα παιδιά επειδή έχασαν στρατιωτικά στο πεδίο της μάχης ενάντια στις ANSF. Ωστόσο, είναι δύσκολο να αγνοηθεί η κριτική στην απόδοση των δυνάμεων ασφαλείας. Κάποιοι αναλυτές αμφισβητούν την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων του Αφγανιστάν να τα βγάλουν πέρα με τους Ταλιμπάν σε περίπτωση αποχώρησης των Αμερικανών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέγονται από όλη τη χώρα, η λιποταξία είναι πλέον σοβαρό πρόβλημα, όπως και η επιχειρησιακή αδυναμία δίχως αμερικανική αεροπορική υποστήριξη.
Ένας άλλος πιθανός σκοπός της τακτικής «και μιλάμε και χτυπάμε» είναι να ταπεινωθούν οι ξένοι εισβολείς για «παραδειγματισμό» σε εν δυνάμει μελλοντικούς εισβολείς. Από την άλλη, δεν πρέπει να υποτιμηθούν και οι έντονες διαφορές ανάμεσα στους ήρεμους διαπραγματευτές και τους επιθετικούς στρατιωτικούς διοικητές των Ταλιμπάν. Εκτός αν υπάρχει μια προσεκτικά σχεδιασμένη επικοινωνιακή στρατηγική, κάτι που οι αναλυτές θεωρούν «απίθανο», οι αντιφατικές ενέργειες κάθε πλευράς θα επηρεάσουν την επιτυχία και των δύο. Από αυτή την πλευρά, θα ήταν μια έξυπνη στρατηγική από την πλευρά του δυτικού συνασπισμού να εκμεταλλευτεί και να ενισχύσει αυτές τις αντιφάσεις και διαφορές, μέσω μιας επιθετικής ενημερωτικής εκστρατείας.
Οι αμερικανικές παλινωδίες
Όποια και αν είναι, όμως, η στρατηγική των Ταλιμπάν, δεν έχει απέναντί της μια ορθολογική στρατηγική από τις ΗΠΑ. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ έχουν «εκπληρώσει» την αρχική τους αποστολή στο Αφγανιστάν, επιμένοντας ότι οι μαχητές της Αλ Κάιντα δεν είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιήσουν το Αφγανιστάν ως ασφαλές καταφύγιο για επιθέσεις εναντίον της Αμερικής. Με αυτή τη λογική, η Αμερική μπορεί να «δηλώσει νίκη και να γυρίσει σπίτι».
Αυτή η κοντόφθαλμη άποψη, όπως την χαρακτηρίζει το δημοσίευμα, αγνοεί ότι η Αλ Κάιντα μετασχηματίστηκε μετά τον θάνατο του Οσάμα Μπιν Λάντεν, και χωρίστηκε σε μικρότερες, αλλά πολύ πιο θανατηφόρες ομάδες των οποίων η παρουσία στο Αφγανιστάν είναι καλά τεκμηριωμένη. Ωστόσο, οι Ταλιμπάν ισχυρίζονται ότι είναι «πρόθυμοι» να «σταματήσουν» τις τρομοκρατικές ομάδες από το να είναι εχθρικές στις Ηνωμένες Πολιτείες και φαίνεται πως η αμερικανική πλευρά είναι πρόθυμη να το αποδεχθεί αυτό.
Ωστόσο, όλα αυτά μπορεί να αποδεχθούν και μία καλά στημένη ψευδαίσθηση, μια μαζική εξαπάτηση που προορίζεται να καλύψει και τις δύο πλευρές. Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα της Monde Diplomatique, είναι απίθανο ότι οι Ταλιμπάν θα τιμήσουν οποιαδήποτε δέσμευση για την εξάλειψη των άλλων οργανώσεων εντός της χώρας και είναι ακόμη πιο απίθανο οι Ηνωμένες Πολιτείες να τηρήσουν οποιαδήποτε συμφωνία που παρεμβαίνει στον ακόμη μη ολοκληρωμένο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Πιο απλά, είναι αδιανόητο οι Ηνωμένες Πολιτείες να ακυρώσουν μια αντιτρομοκρατική επιχείρηση λόγω της αποδοκιμασίας των Ταλιμπάν. Και οι δύο πλευρές κατανοούν τις ψευδείς υποσχέσεις του άλλου. Η εμπιστοσύνη, απαραίτητη προϋπόθεση στις διαπραγματεύσεις, λείπει. Απόδειξη η αντίδραση των Ταλιμπάν στο tweet του Τραμπ. Παρά την αρχικά συναινετική γλώσσα, το «κλειδί» είναι στην εξής παράγραφο: «Η δεκαοχτάχρονη αντίστασή μας θα έπρεπε να έχει αποδείξει στην Αμερική ότι δεν θα δεχτούμε τίποτα λιγότερο από το ολοκληρωτικό τέλος της κατοχής, επιτρέποντας στους Αφγανούς να αποφασίσουν τη μοίρα τους. Και θα συνεχίσουμε την Τζιχάντ μας για αυτόν τον μεγάλο σκοπό και θα διατηρήσουμε την ισχυρή πίστη μας στην τελική νίκη, με την ευλογία του Αλλάχ».
Οι ΗΠΑ έχασαν
Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα συνεχιστούν παράλληλα οι διαπραγματεύσεις… και ο πόλεμος, όσο και αν, στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί θέλουν όσο ποτέ άλλοτε να απεγκλωβιστούν από το Αφγανιστάν. Ευλόγως: Μετά από 18 χρόνια πολέμου, που έχει στοιχίσει χιλιάδες ζωές και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν απολύτως τίποτα, παρά τα «γεράκια» σε Ουάσιγκτον και Πεντάγωνο που επιμένουν ότι ο ήδη πιο μακροχρόνιος πόλεμος της Αμερικής, πρέπει να συνεχιστεί και ότι η νίκη είναι εφικτή.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η ανάλυση του Foreign Policy, «η ψυχρή και σκληρή πραγματικότητα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν». Και ότι το μόνο που στην πραγματικά συζητούν οι ΗΠΑ είναι «το μέγεθος και το σχήμα του φύλλου συκής» για την κάλυψη αυτής της ήττας. Βέβαια, αυτή η ήττα δεν είναι αυστηρά στρατιωτική. Οι Ταλιμπάν ουδέποτε νίκησαν τον στρατό των ΗΠΑ σε ανοιχτή σύγκρουση. Είναι μια πολιτική ήττα σε σχέση με τους στόχους που έθεσαν οι ΗΠΑ ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και προέδρων. Ο λόγος είναι πολύ απλός, εκτιμά το δημοσίευμα: Η μοίρα του Αφγανιστάν ουδέποτε θα καθοριζόταν από ξένους που έρχονταν από 7.000 μίλια μακριά.
Οι συνθήκες για μια εθνική επανοικοδόμηση λείπουν σχεδόν εντελώς από το Αφγανιστάν. Η χώρα είναι απομονωμένη, φτωχή, ορεινή και χωρισμένη σε πολλές διαφορετικές εθνοτικές ομάδες. Δεν έχει παράδοση δημοκρατίας, αλλά μια μακρά ιστορία τοπικής αυτονομίας και βαθιάς αντιπάθεια προς κάθε ξένη παρέμβαση. Η κεντρική κυβέρνηση στην Καμπούλ ήταν και παραμένει αναντίρρητα διεφθαρμένη. Η διάθεση δισεκατομμυρίων δολαρίων χρημάτων βοήθειας στη χώρα κατέστησε το πρόβλημα αυτό χειρότερο και στρατιωτικές της δυνάμεις παρέμειναν αναποτελεσματικές, παρά τις παρατεταμένες προσπάθειες για την ανασυγκρότησή τους.
Οι Ταλιμπάν είχαν βάσεις στο γειτονικό Πακιστάν και στήριξη από το Ισλαμαμπάντ (που είχε τους δικούς του λόγους για την παροχή τέτοιας βοήθειας), πράγμα που σήμαινε ότι θα μπορούσαν κάθε στιγμή να αποσυρθούν όταν ήταν απαραίτητο, να περιορίσουν τα κόστη τους και να περιμένουν, όσο η Δύση σπαταλούσε πακτωλό χρημάτων και μέσων καθημερινά. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι ήταν αναγκαίο να αφαιρεθεί από την Αλ Κάιντα το «ασφαλές καταφύγιο» – μια λογική που επικαλέστηκε τόσο ο Τραμπ όσο και ο Ομπάμα – γινόταν όλο και πιο προβληματική, ειδικά όταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν σκοτώθηκε και η τρομοκρατική ομάδα μεταμορφώθηκε, έσπασε σε διαφορετικές οργανώσεις και εξαπλώθηκε σε πολλές άλλες χώρες.
Επίσης, η βίαιη ανατροπή των θεσμών και του πολιτισμού μιας διαφορετικής κοινωνίας δημιουργεί αναπόφευκτα δυσαρέσκεια και ακούσιες συνέπειες, και μάλιστα όταν χρησιμοποιείται ως μέσο η στρατιωτική δύναμη. Όπως το είχε θέσει ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μπεν Ρόουντς, ο στρατός μπορεί να κερδίσει πολέμους, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει πολιτική κουλτούρα ή να οικοδομήσει μια κοινωνία. Το θέμα είναι πως ούτε ο Τζωρτζ Μπους ο νεότερος, ούτε ο Ομπάμα, ούτε ο Τράμπ ήταν ικανοί ή πρόθυμοι να πουν στους Αμερικανούς τα κακά νέα. Γιατί;
Εν μέρει, υποστηρίζει στην ανάλυσή του το Foreign Policy, επειδή οι ΗΠΑ είναι μια πλούσια και ισχυρή χώρα, έτσι είναι σε θέση να κάνει ηλίθια και ακριβά πράγματα για πολύ καιρό χωρίς να αισθάνεται πάρα πολύ πόνο. Εν μέρει επειδή η στρατιωτική ηγεσία της δεν θέλει να παραδεχτεί την ήττα, κάτι που είναι ένα αξιέπαινο χαρακτηριστικό τις περισσότερες φορές, αλλά όχι σε τέτοιες περιπτώσεις. Και εν μέρει επειδή μια μακρά σειρά στρατιωτικών διοικήσεων συνέχισε να υπόσχεται επιτυχία, αντί να λέει στον αρχηγό του κράτους ότι είχαν αναλάβει μια δουλειά που δεν ήταν απαραίτητη και ότι δεν μπορούσαν να πετύχουν με λογικό κόστος.
Η Αμερική όμως τελικά δεν είναι ούτε τέλεια, ούτε παντοδύναμη. Η επέμβαση των ΗΠΑ στον εμφύλιο πόλεμο στην Ρωσία που ξέσπασε μετά την Επανάσταση του 1917, ήταν παταγώδης αποτυχία. Σε αδιέξοδο τέλειωσε και ο κορεατικός πόλεμος, ενώ ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν επίσης μια τεράστια αποτυχία.
Κανένα κράτος δεν πρέπει να περιμένει να κερδίσει όλους τους πολέμους του, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρό φαίνεται να είναι ή πόσο «ενάρετοι» υποστηρίζει πως είναι οι στόχοι. Αλλά τουλάχιστον, ένα μεγάλο κράτος πρέπει να προσπαθήσει να μάθει από τα λάθη του και να κάνει ό,τι μπορεί για να τα αποφύγει στο μέλλον. Ένα προφανές συμπέρασμα για το Foreign Policy, απευθυνόμενο στον Λευκό Οίκο είναι: Μην παίρνετε συμβουλές για την εξωτερική πολιτική από ανθρώπους που έχουν αποδειχθεί ηχηρά και επανειλημμένα λάθος. Από αυτή την άποψη, η «απόλυση» του Τζον Μπόλτον (σσ. σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ) από τον Λευκό Οίκο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο η παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ και η αλλοπρόσαλλη πολιτική του μόνο «αισιοδοξία» δεν μπορεί να γεννά στους αμερικανούς.