Η σοβιετική ανάπτυξη άφησε την περιοχή με πλήθος περιβαλλοντικών προβλημάτων, πολλά από τα οποία συνδέονται με συστήματα κατασκευής φραγμάτων και άρδευσης. Αλλά, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι κάτοικοι της Κεντρικής Ασίας είχαν πρόσβαση σε ένα καλά ανεπτυγμένο δίκτυο υγείας, σε ηλεκτρικό ρεύμα, σε σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και σε δωρεάν σχολική φοίτηση.
Περισσότερο από όσο σε οποιοδήποτε άλλο σημείο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι χώρες της Κεντρικής Ασίας φαίνονται έτοιμες για μια σημαντική οικονομική μεταμόρφωση. Οι κινεζικές επενδύσεις ενοποιούν την περιοχή, μέσω της πρωτοβουλίας One Belt, One Road (OBOR) και αναβιώνουν από παλιά εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά και εξορυκτικά έργα.
Το άνοιγμα του Ουζμπεκιστάν υπό τον πρόεδρο Shavkat Mirziyoyev, [που ανήλθε] στην εξουσία μετά τον θάνατο του δικτάτορα Islam Karimov το 2016, έχει αφαιρέσει ένα από τα βασικά εμπόδια στην περιφερειακή ολοκλήρωση και υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι για αισιοδοξία.
Ωστόσο, υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι τα έργα που επιδιώκονται επί του παρόντος θα επαναλάβουν τα χειρότερα λάθη της σοβιετικής εποχής χωρίς να αποκαταστήσουν το βιοτικό επίπεδο και την εισοδηματική ασφάλεια που η πλειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής απολάμβανε στις τελευταίες δεκαετίες της Σοβιετικής Ένωσης.
Η κατανόηση της αναπτυξιακής κληρονομιάς της Σοβιετικής Ένωσης στην Κεντρική Ασία είναι κρίσιμη για δύο λόγους: Πολλά από τα σημερινά έργα αναβιώνουν ή βασίζονται σε εκείνα της σοβιετικής εποχής˙ και οι σοβιετικές επιδόσεις εξακολουθούν να διαμορφώνουν τις προσδοκίες των ελίτ και των απλών πολιτών σχετικά με το τι πρέπει να κάνει το κράτος και τι είναι η ανάπτυξη.
Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Η ρωσική αυτοκρατορία κατέκτησε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας τον 19ο αιώνα, αλλά μόλις στην δεκαετία του 1950 οι τοπικοί πολιτικοί και οικονομολόγοι κατάφεραν να πείσουν τους ομολόγους τους στη Μόσχα να επενδύσουν στην εκβιομηχάνιση της περιοχής. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, η εκβιομηχάνιση ήταν το μέτρο ανάπτυξης και μοντερνισμού, που συνδέθηκε με υψηλότερα πρότυπα διαβίωσης και έναν ενάρετο κύκλο που περιλάμβανε πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, μεγαλύτερη ισότητα των φύλων και βελτιωμένο προσδόκιμο ζωής. Η Μόσχα συμφώνησε να κατασκευάσει μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα σε περιοχές όπως το Nurek στο Τατζικιστάν και το Toktogul στην Κιργιζία, με στόχο την επέκταση της γεωργίας και την ενεργοδότηση συμπλεγμάτων εδάφους-παραγωγής -διασυνδεδεμένες βιομηχανίες που θα ενσωμάτωναν τους αγρότες στο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό και θα βοηθούσαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Τα αποτελέσματα αυτών των νέων επενδύσεων ήταν μικτά. Η Κεντρική Ασία παρέμεινε μια από τις φτωχότερες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Πολλές από τις νέες βιομηχανικές θέσεις απασχόλησης καλύφθηκαν από Ρώσους και άλλους Ευρωπαίους. Η παραγωγή βαμβακιού, την οποία οι [κεντρικοί] σχεδιαστές ήλπιζαν ότι θα καθιστούσαν μηχανοποιημένη, εξακολουθούσε να βασίζεται στην χειρωνακτική εργασία, συχνά πραγματοποιούμενη από γυναίκες και παιδιά, υπονομεύοντας τους στόχους του σοβιετικού εκσυγχρονισμού και των πολιτικών περί τα φύλα.
Επιπλέον, η σοβιετική ανάπτυξη άφησε την περιοχή με πλήθος περιβαλλοντικών προβλημάτων, πολλά από τα οποία συνδέονται με συστήματα κατασκευής φραγμάτων και άρδευσης. Σε όλη αυτή την περίοδο, ωστόσο, η δηλωμένη δέσμευση της Σοβιετικής Ένωσης για ισότητα -σε επίπεδο ατόμων, εθνοτικών ομάδων και δημοκρατιών- σήμαινε ότι οι τοπικοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν (και όντως το έκαναν) να υποστηρίξουν ότι η Μόσχα είχε υποχρέωση να διορθώσει αυτές τις ελλείψεις.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι κάτοικοι της Κεντρικής Ασίας είχαν πρόσβαση σε ένα καλά ανεπτυγμένο δίκτυο υγείας, σε ηλεκτρικό ρεύμα, σε σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και σε δωρεάν σχολική φοίτηση. Παρόλα αυτά, στην εποχή της περεστρόικα, πολλοί ντόπιοι διανοούμενοι, όπως και οι ομόλογοί τους αλλού στην Σοβιετική Ένωση, αμφισβήτησαν τα οφέλη της σοβιετικής ανάπτυξης, επισημαίνοντας την επίμονη φτώχεια στον αγροτικό πληθυσμό και την έλλειψη καλής [εργασιακής] απασχόλησης των νέων. Ίσως το πιο πιεστικό ζήτημα ήταν η οικολογική επίδραση των [υδροηλεκτρικών] φραγμάτων και της εκβιομηχάνισης, εκ των οποίων η συρρίκνωση της θάλασσας Αράλης στο Καζακστάν ήταν μόνο το πιο ορατό σύμπτωμα. Αυτές οι ανησυχίες βοήθησαν να σταματήσει η κατασκευή του φράγματος Rogun, στην ανάντη από την πόλη Nurek, καθώς και μια σειρά άλλων βιομηχανικών σχεδίων.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 έπληξε έντονα την Κεντρική Ασία. Με το τέλος του σοσιαλισμού, τα πρότυπα διαβίωσης έπεσαν δραματικά και σε πολλές περιοχές το κράτος πρόνοιας κατέρρευσε επίσης. Ένα εμπόδιο για την ανάκαμψη της περιοχής ήταν η τεταμένη σχέση μεταξύ πολλών από τα νέα κράτη που σχηματίστηκαν από την σοβιετική κατάρρευση. Η σοβιετική υποδομή σχεδιάστηκε έχοντας υπόψη την περιφερειακή συνεργασία και τα ανοικτά σύνορα. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από υδροηλεκτρική ενέργεια στις ορεινές δημοκρατίες του Κιργιζιστάν και του Τατζικιστάν, άφθονη τους καλοκαιρινούς μήνες, ανταλλασσόταν με τις πλούσιες σε φυσικό αέριο δημοκρατίες του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν. Οι σιδηροδρομικές γραμμές και οι δρόμοι επωφελήθηκαν από το ευνοϊκό έδαφος, που σημαίνει ότι ένα ταξίδι από το Ντουσάνμπε, στο Τατζικιστάν, στο βόρειο τμήμα της χώρας θα ήταν ευκολότερο μέσω του Ουζμπεκιστάν.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αυτοί οι δρόμοι και οι σιδηρόδρομοι κλείνουν ολοένα και περισσότερο, γεγονός που δυσκολεύει τους κατοίκους μιας δημοκρατίας να ταξιδεύουν σε μια άλλη. Πιο σημαντικό από μακροοικονομική άποψη, η μεταφορά εμπορευμάτων έγινε πολύ πιο δύσκολη. Το Κιργιζιστάν και το Τατζικιστάν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να προμηθευτούν τα προϊόντα τους από άλλες αγορές της Κεντρικής Ασίας, πόσω μάλλον από την Ρωσία, λόγω περιοδικών αποκλεισμών από το Ουζμπεκιστάν. Οι ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας κατέρρευσαν επίσης, αφήνοντας τις ορεινές δημοκρατίες χωρίς σταθερή παροχή ηλεκτρικού ρεύματος το χειμώνα και παρεμποδίζοντας τις προσπάθειες αναζωογόνησης οποιουδήποτε είδους βιομηχανικής ανάπτυξης.
Πρόσφατα, ωστόσο, η Κεντρική Ασία φάνηκε να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας διαρθρωτικής μεταρρύθμισης, η οποία οφείλεται στην αλλαγή της περιφερειακής πολιτικής και των ξένων επενδύσεων. Ο Mirziyoyev έχει δώσει προτεραιότητα στην βελτίωση των σχέσεων με τους γείτονές του. Το ταξίδι μεταξύ των δημοκρατιών έχει καταστεί ευκολότερο και το Ουζμπεκιστάν έχει άρει τις αντιρρήσεις του στην από δεκαετίες παλιά φιλοδοξία του Τατζικιστάν να ξαναρχίσει το φράγμα Rogun και να αποκαταστήσει ενεργειακούς δεσμούς.
Οι πολιτικές του Mirziyoyev ενισχύουν ήδη τον τουρισμό και το εμπόριο μεταξύ του Ουζμπεκιστάν και των γειτόνων του. Αυτές είναι ευπρόσδεκτες αλλαγές. Μαζί με τις τεράστιες κινεζικές επενδύσεις στις μεταφορές και τις υποδομές, τα ανοιχτά σύνορα μπορούν να βοηθήσουν την περιοχή να αναπτύξει το εσωτερικό εμπόριο και να φτάσει στις αγορές της Ρωσίας και της Ευρώπης.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΑ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ;
Ταυτόχρονα, τα είδη πρωτοβουλιών που υποστηρίζονται τώρα απειλούν να αναζωογονήσουν την χειρότερη εκβιομηχάνιση της σοβιετικής εποχής χωρίς τους ελαφρυντικούς παράγοντες που έφερναν κάποια βελτίωση στην ζωή των ανθρώπων κατά την διάρκεια εκείνης της εποχής. Οι ανησυχίες που οδήγησαν αρχικά τους ακτιβιστές να κινητοποιηθούν ενάντια στο φράγμα Rogun στα τέλη της δεκαετίας του 1980 δεν έχουν εξαφανιστεί˙ η παραγωγή βαμβακιού εξακολουθεί να είναι έντασης εργασίας (συχνά με παιδική και καταναγκαστική εργασία) και εξαρτάται από χημικά λιπάσματα, τα οποία καταλήγουν σε ρέματα και ποτάμια, ρυπαίνοντας την παροχή νερού.
Η κινεζική ανάπτυξη έχει επικεντρωθεί κυρίως στις εξορυκτικές βιομηχανίες (συχνά ξανανοίγοντας ορυχεία της σοβιετικής εποχής), πολλές από τις οποίες είναι πολύ ρυπογόνες. Οι πρωτοβουλίες στον τομέα των μεταφορών, οι οποίες σήμερα είναι ενωμένες στο πλαίσιο της OBOR, αποσκοπούν κυρίως στη μεταφορά αγαθών από την Κίνα μέσω της Κεντρικής Ασίας, όχι για να μεταφέρουν τα προϊόντα της Κεντρικής Ασίας σε αγορές εκτός της περιοχής. Αν και τα ενοίκια από αυτά τα έργα υποστηρίζουν κυβερνητικούς προϋπολογισμούς και βοηθούν τους τοπικούς αξιωματούχους να γεμίσουν τις τσέπες τους, δεν κάνουν τίποτα για τους απλούς πολίτες. Επιπλέον, τα κινεζικά δάνεια, οι όροι των οποίων είναι συχνά αδιαφανείς, ενδέχεται επίσης να αφήσουν τις χώρες αυτές ευάλωτες.
Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ του Τατζικιστάν, για παράδειγμα, αυξήθηκε από 33,4% το 2015 σε 56,8% το 2018˙ το χρέος προς την Κίνα αντιπροσωπεύει σχεδόν το 80% του νέου εξωτερικού χρέους που ανέλαβε το Τατζικιστάν από το 2007 έως το 2016. Η εικονική εξαγορά του λιμένα Hambantota στην Σρι Λάνκα το περασμένο έτος παρουσιάζει ένα αξιοσημείωτο προηγούμενο για τις χώρες της Κεντρικής Ασίας.
Επιπλέον, τα σχέδια αυτά κάνουν ελάχιστα για να μετριάσουν το πλέον επείγον πρόβλημα της περιοχής: Την έλλειψη θέσεων εργασίας για τους νέους. Την δεκαετία του 1950, οι τοπικοί οικονομολόγοι χρησιμοποίησαν τον αυξανόμενο πληθυσμό της περιοχής ως επιχείρημα υπέρ της βιομηχανικής ανάπτυξης: Το άφθονο εργατικό δυναμικό θα διευκόλυνε τις βιομηχανίες έντασης εργασίας να βρίσκουν εργαζόμενους, οι οποίοι γίνονταν σπάνιοι στα ευρωπαϊκά μέρη της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν η απασχόληση δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με την αύξηση του πληθυσμού, η περιοχή βρέθηκε με μια μεγάλη δεξαμενή υποαπασχολούμενων -με εποχιακή εργασία στα αγροκτήματα, δουλεύοντας στην γκρίζα αγορά ή τείνοντας σε μικρές ιδιωτικές εκτάσεις σε συλλογικές εκμεταλλεύσεις.
Από την δεκαετία του 1990, οι νέοι από το Κιργιζιστάν, το Τατζικιστάν και, σε μικρότερο βαθμό, το Ουζμπεκιστάν χρειάστηκε να αναζητήσουν θέσεις εργασίας στο εξωτερικό -κυρίως στην Ρωσία. Οι εργαζόμενοι αυτοί συχνά περνούν δύσκολα στην Ρωσία, όπου αντιμετωπίζουν παρενόχληση από τους γραφειοκράτες και την επιβολή του νόμου, καθώς και ξενοφοβία. Αλλά και οι κυβερνήσεις τους, τους έχουν αντιμετωπίσει επίσης με καχυποψία˙ ο Karimov τους χαρακτήρισε ακόμη και «τεμπέληδες» επειδή δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά στο Ουζμπεκιστάν. Η παράνοια για αυτούς τους εργάτες μόνο αυξήθηκε από την ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS), το οποίο έχει στρατολογήσει μετανάστες.
Μέχρι στιγμής, οι χώρες της Κεντρικής Ασίας δεν μπόρεσαν να προσφέρουν στους εργαζόμενους καμία εναλλακτική λύση στη μετανάστευση. Τα κινεζικά έργα συχνά χρησιμοποιούν κυρίως Κινέζους εργάτες και, σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά απίθανο να κάνουν περισσότερα από μια κάμψη στην ανεργία. Έτσι, παρόλο που η Κίνα έφερε αυτό που ο οικονομολόγος Μπράνκο Μιλάνοβιτς αποκαλεί «σκληρή ανάπτυξη» υπό μορφή μεγάλης κλίμακας μεταφορικών και ενεργειακών υποδομών στην περιοχή κατά τρόπο που δεν παρατηρήθηκε μετά την σοβιετική εποχή, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή η ανάπτυξη θα οδηγήσει σε ουσιαστική βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Ένας από τους λόγους για τους οποίους αυτή η μορφή ανάπτυξης είναι ελκυστική για τις ελίτ -και για τα ευρύτερα κοινά- είναι ότι έφτασε σε μια εποχή που η περιοχή φάνηκε να κινείται προς ένα λαμπρό μέλλον.
Η Σοβιετική Ένωση, παρ’ όλα τα ελαττώματά της, είχε μια δέσμευση για κοινή ανάπτυξη που ήθελε να επιδείξει στους δικούς της πολίτες και στον έξω κόσμο. Οι εθνικές κυβερνήσεις σήμερα σέβονται αυτά τα ιδανικά, αλλά αισθάνονται πολύ λιγότερη πίεση για να ανταποκριθούν σε αυτά. Η Παγκόσμια Τράπεζα, η ΕΕ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί υποτίθεται δεσμευμένες για μια ανάπτυξη ευρείας βάσης, δεν βοηθούν τις ελίτ, αλλά οι επενδύσεις και η επιρροή τους στην περιοχή είναι σχετικά μικρές. Και οι σημαντικότεροι ξένοι εταίροι, η Κίνα και η Ρωσία, δεν βλέπουν κανένα λόγο να πιέσουν τις κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας σε ό, τι θεωρούν ότι είναι εσωτερικά θέματα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η απογοήτευση για την άνιση κατανομή των ωφελειών από την σοβιετική ανάπτυξη και η ανησυχία για το οικολογικό κόστος καθοδήγησαν τα κινήματα διαμαρτυρίας που αμφισβήτησαν την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στην σοβιετική περιφέρεια. Τόσο οι Κινέζοι ηγέτες όσο και οι ελίτ της Κεντρικής Ασίας προσπάθησαν να αποφύγουν το είδος της αστάθειας που παρατηρήθηκε στα τέλη της σοβιετικής και πρώιμης μετα-σοβιετικής εποχής. Εάν δεν είναι προσεκτικοί, ωστόσο, θα προκαλέσουν αντίσταση ακόμη πιο έντονη από όση αντιμετώπισαν τότε οι σοβιετικοί κομματικοί ηγέτες.
ARTEMY KALINOVSKY
Ανώτερος λέκτορας στις Ανατολικοευρωπαϊκές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Laboratory of Socialist Development: Cold War Politics and Decolonization in Soviet Tajikistan
foreignaffairs