Οι πυρηνικές φιλοδοξίες της Τουρκίας

Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας αποτελεί μια απόφαση που εντάσσεται στην υψηλή στρατηγική της χώρας. Αν και οι προσπάθειες της Τουρκίας για απόκτηση πυρηνικής δυνατότητας πάνε πίσω στη δεκαετία του 1950, οι πυρηνικές της φιλοδοξίες έρχονται να προστεθούν στο γενικότερο ζήτημα της γεωπολιτικής των πυρηνικών σε μία περιοχή εξαιρετικά επιρρεπή σε συγκρούσεις, το οποίο παραμένει επί μακρόν στην ατζέντα της διεθνούς επικαιρότητας λόγω των αντιδράσεων στο υπό εξέλιξη πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Για τα γεωπολιτικά δεδομένα της Κύπρου έχει αρχίσει να σχηματίζεται σταδιακά ένας πυρηνικός κλοιός γύρω από το νησί.

Πέραν της ρωσοτουρκικής συμφωνίας, στη Βουλγαρία διαθέτει πυρηνικό αντιδραστήρα από το 1974 (Κοζλοντούι). Το Ιράν προχωρεί σταθερά το πρόγραμμά του, ενώ σχέδια για νέες μονάδες παραγωγής πυρηνικής ενέργειας έχουν και τρία άλλα κράτη της ευρύτερης περιοχής, τα οποία ήδη διαθέτουν πυρηνικούς σταθμούς, δηλαδή η Ιταλία, το Ισραήλ και η Ρουμανία. Παράλληλα, προθέσεις για υλοποίηση πυρηνικών προγραμμάτων εξέφρασαν η Ελλάδα, η Αίγυπτος, η Αλβανία και η πΓΔΜ.

Επομένως, μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, και εφόσον υλοποιηθούν τα σχετικά προγράμματα των χωρών αυτών, αναμένεται να εγκατασταθούν πυρηνικοί αντιδραστήρες που, σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), θα ξεπερνά η συνολική τους ισχύς τα 12.500 MW στο γεωπολιτικό τοπίο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Εγγύς Ανατολής.

Ένας βασικός λόγος που κινούνται τα κράτη προς την πυρηνική επιλογή είναι η μεγάλη αύξηση στις τιμές των ορυκτών καυσίμων, με αποτέλεσμα να καταστεί η πυρηνική ενέργεια ελκυστική οικονομικοπολιτική επιλογή για πολλές κυβερνήσεις που δεν είχαν τέτοιες προθέσεις και φιλοδοξίες στο παρελθόν.

Στην Κύπρο κατά το πρόσφατο παρελθόν προκλήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία του κράτους, δημόσιος διάλογος μεταξύ αυτών που φλερτάρουν με την πυρηνική επιλογή και αυτών που αντιτίθενται. Κάθε κράτος της περιοχής που θέλει να υλοποιήσει πυρηνική πολιτική έχει να αντιμετωπίσει τρία σημαντικά ζητήματα, τα οποία προκαλούν σοβαρούς προβληματισμούς.

– Πρώτον, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει εκ των προτέρων τον αποκλεισμό ενός ενδεχομένου ατυχήματος, είτε λόγω τεχνικού προβλήματος είτε λόγω ανθρωπίνου λάθους.
– Δεύτερον, σχετικά με το πρόβλημα της διαχείρισης των πυρηνικών αποβλήτων, για τα οποία δεν έχει βρεθεί κάποια απόλυτα ασφαλής μέθοδος αδρανοποίησης.
– Τέλος, η εξασφάλιση των πυρηνικών εγκαταστάσεων από πιθανές τρομοκρατικές ενέργειες εξελίσσεται σε μείζονος σημασίας ζήτημα λόγω της ρευστότητας και αστάθειας που χαρακτηρίζει το γεωπολιτικό τοπίο της περιοχής.

Η πυρηνική ενέργεια σίγουρα δεν περιβάλλεται από αθωότητα (χωρίς να προτίθεμαι να την δαιμονοποιήσω), και η κατοχή της προσφέρει, αναμφίβολα, περαιτέρω ισχύ και μια ψευδαίσθηση ανεξαρτησίας. Επίσης, δεν είναι οικολογική και ούτε καν αποτελεί φθηνή επιλογή και λύση. Όταν συνυπολογίσει κανείς το υψηλό κόστος κατασκευής, τα αυξημένα μέτρα προστασίας λόγω σεισμικότητας και την αυξανόμενη τιμή του ουρανίου, τότε αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί μιαν από τις πλέον ακριβές λύσεις για το ενεργειακό έλλειμμα ενός μικρού κράτους όπως η Κύπρος.

Ευλόγως δημιουργείται τότε το ερώτημα: γιατί οι γειτονικές χώρες επιμένουν τόσο πολύ στη δημιουργία πυρηνικών υποδομών;

Επομένως, υπάρχουν και άλλοι λόγοι τους οποίους πρέπει να αναλύσουμε για να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις γύρω από την εμμονή σε πυρηνικά προγράμματα στην ευρύτερη περιοχή. Τα κράτη που αποκτούν πρόσβαση σε πυρηνική τεχνολογία υφίστανται, εκ των πραγμάτων, μια γεωπολιτική αναβάθμιση. Αποκτούν σε τελική ανάλυση ένα συγκριτικό πλεονέκτημα ισχύος σε σχέση με γειτονικά κράτη (όπως π.χ. το Ισραήλ έναντι των αραβικών κρατών). Επιπλέον, οι ενεργειακές τους υποδομές αναπτύσσονται και νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται.

Μπροστά σ’ αυτό το εξελισσόμενο γεωστρατηγικά τοπίο τι πρέπει να κάνουμε ως κράτος απέναντι στον κλοιό που δημιουργείται γύρω μας αργά και σταθερά; Σίγουρα δεν μπορούμε να υπαγορεύσουμε ούτε να παραγάγουμε πολιτική στην περιοχή, ειδικά σε τέτοιο επίπεδο υψηλής στρατηγικής. Προς το παρόν οι κινήσεις της χώρας μας περιορίζονται στην εκ του μακρόθεν παθητική παρακολούθηση του θέματος.

Σημειώνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, βάσει διεθνών συνθηκών, έχει δικαίωμα λόγου και ενημέρωσης για τις πυρηνικές δραστηριότητες των γειτονικών της χωρών. Ένα δικαίωμα, το οποίο καμία κυπριακή κυβέρνηση δεν έχει εξασκήσει ακόμα.

Μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, μέρος της εξωτερικής της πολιτικής χαρακτηρίζεται από σταθερά αυξανόμενη αλληλεξάρτηση σε μια γκάμα θεμάτων που απαιτούν κοινές λύσεις σε κοινά προβλήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να μεταφέρει το θέμα αυτό εντός της ΕΕ και σε επαφή με τις χώρες της Ένωσης που διαφοροποιούνται στη χρήση πυρηνικής ενέργειας να προωθήσει τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στο ζήτημα αυτό. Σε στρατηγικό επίπεδο δεν υπάρχει καμία διαφορά ως προς το επίπεδο ασφαλείας μας από το αν ένα πυρηνικό εργοστάσιο λειτουργεί στην Τουρκία ή στο Ισραήλ, πλησίον του κυπριακού κράτους, ή το ίδιο αυτό εργοστάσιο είναι κυπριακό, εντός του νησιού.

Οι κίνδυνοι από τη γεωπολιτική των πυρηνικών ξεπερνά τα σύνορα, άρα το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις επιδιωκόμενες λύσεις.

philenews.com / Χρήστος Ιακώβου

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.