Οι απειλές που σχετίζονται με την παράνομη διακίνηση των μεταναστών, αφενός μεν επηρεάζουν την γεωοικονομία του ευρωπαϊκού χώρου (παρουσιάσθηκε η «επιχείρηση» διακίνησης σαν οικονομική δραστηριότητα στον χώρο), αφετέρου δε την γεωστρατηγική του και ειδικότερα το υποσύνολο της εσωτερικής ασφάλειας.
Τα κέρδη που άντλησαν οι διακινητές ανθρώπων εκμεταλλευόμενοι το κύμα μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη, ανήλθαν κατά το έτος 2015 σε πάνω από 5 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως ανέφερε πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Ιντερπόλ) και της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol). Εννέα στους δέκα πρόσφυγες και μετανάστες που εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2015 βασίστηκαν σε «υπηρεσίες διευκόλυνσης», κυρίως δίκτυα εγκληματιών που προσαρμόζουν και επεκτείνουν την δράση τους σε όλο το μήκος των προσφυγικών διαδρομών, ενώ αυτό το ποσοστό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο φέτος, υπογραμμίζει η έκθεση.
Οι περισσότεροι από τους ένα εκατομμύριο και πλέον μετανάστες και πρόσφυγες που εισήλθαν σε κράτη–μέλη της ΕΕ τον περασμένο χρόνο, πλήρωσαν από 3.000 ευρώ έως 6.000 ευρώ, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος του συνολικού κέρδους να κυμαίνεται από 5 έως 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Για να ξεπλύνουν και να νομιμοποιήσουν τις εισπράξεις τους, οι διακινητές διέσχιζαν τα σύνορα μεταφέροντας τεράστιο όγκο ρευστού και επένδυαν τα παράνομα κέρδη τους σε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, οπωροπωλεία, εστιατόρια και εταιρείες μεταφορών. Οι κύριοι οργανωτές των δικτύων αυτών είχαν την ίδια υπηκοότητα με αυτή των μεταναστών, αλλά συχνά διέθεταν άδεια παραμονής στην ΕΕ, ή διαβατήρια.
«Η βασική δομή των δικτύων διακίνησης προσφύγων περιλαμβάνει επικεφαλής που συντονίζουν τις ενέργειες καθ’ όλο το μήκος της προγραμματισμένης διαδρομής, οργανωτές που διαχειρίζονται δραστηριότητες τοπικά, μέσα από προσωπικές επαφές και καιροσκόπους διαμεσολαβητές, που βοηθούν κυρίως τους οργανωτές και ενδεχομένως να βοηθούν στην στρατολόγηση νέων μελών των δικτύων», αναφέρει η έκθεση. Διεφθαρμένοι αξιωματούχοι μπορεί να επιτρέπουν την διέλευση οχημάτων από σημεία συνοριακού ελέγχου, ή να απελευθερώνουν πλοία δωροδοκούμενοι, καθώς κατεγράφη μεγάλη ποσότητα χρημάτων στο εμπόριο διακίνησης. Περίπου διακόσιοι πενήντα (250) κύριοι τόποι παράνομης διακίνησης –όπως σιδηροδρομικοί σταθμοί ή αεροδρόμια– έχουν ταυτοποιηθεί από τις Διωκτικές Αρχές κατά μήκος των διαδρομών, εκ των οποίων 170 εντοπίζονται εντός της ΕΕ και 80 εκτός της Ένωσης.
Το 2015, η μεγάλη πλειοψηφία των λαθρομεταναστών πραγματοποίησε επικίνδυνα ταξίδια διασχίζοντας με πλοιάρια την Μεσόγειο, από την Τουρκία ή την Λιβύη και έπειτα ταξίδεψε οδικώς. Περίπου 800.000 βρίσκονται ακόμη στην Λιβύη περιμένοντας να ταξιδέψουν στην ΕΕ, σημειώνει η έκθεση. Οι αυξημένοι συνοριακοί έλεγχοι πιθανώς θα έχουν ως αποτέλεσμα να επιλέγονται περισσότερο οι αερομεταφορές ως μέσο μεταφοράς από τους πρόσφυγες οι οποίοι θα ταξιδεύουν με πλαστά έγγραφα που τους χορηγούν οι διακινητές. Όπως τονίζεται, οι οδοί διακίνησης μεταναστών μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για την διακίνηση ναρκωτικών ή όπλων, ενώ υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία ότι ξένοι μαχητές μπορεί να τους επιλέξουν για να εισέλθουν στην ΕΕ.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Σχετικά με το προαναφερθέν τελευταίο νέο χαρακτηριστικό δηλαδή το διασυνοριακό και διεθνικό οργανωμένο έγκλημα που έχει λάβει τις διαστάσεις των ασύμμετρων απειλών, γίνεται κατ’ αρχάς μια προσπάθεια εννοιολογικής προσέγγισης του διασυνοριακού και διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. Επισημαίνεται ιδιαίτερα η ανάλυση της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος το οποίο αποτελεί και το πεδίο εφαρμογής της παράνομης διακίνησης λαθρομεταναστών.
O όρος «οργανωμένο έγκλημα» έχει χρησιμοποιηθεί με διαφορετικές έννοιες από ερευνητές και εισαγγελικούς λειτουργούς σε διαφορετικές χώρες. Μερικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο προκειμένου να ορίσουν ένα σύνολο σχέσεων μεταξύ παράνομων οργανώσεων, ενώ άλλοι τον χρησιμοποιούν προκειμένου να καταδείξουν ένα σύνολο από παράνομες δραστηριότητες που γίνονται από ένα δεδομένο αριθμό μεσαζόντων ή μεσολαβητών.
Για παράδειγμα, ο ορισμός που χρησιμοποιήθηκε από την Ομάδα Ειδικών Καθηκόντων για το Οργανωμένο έγκλημα της Επιτροπής του Προέδρου των ΗΠΑ το 1967, ήταν ο εξής: « Ο πυρήνας της δραστηριότητας του οργανωμένου εγκλήματος είναι η προμήθεια παράνομων αγαθών και υπηρεσιών – χαρτοπαιξία, απάτη περί τα δάνεια, ναρκωτικά και άλλες μορφές φαυλότητας – σε πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών πελατών».
Ο Schelling υποστηρίζει ότι ο παραπάνω ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός γιατί δεν δίνει έναν κεντρικό ρόλο σε εκείνες τις δραστηριότητες που εμπλέκουν την απειλή και / ή την άσκηση βίας εναντίον άλλων νόμιμων ή παράνομων δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τον Schelling, η διαφορά μεταξύ των συνηθισμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων – που μπορεί να διέπονται από υψηλό βαθμό οργάνωσης – και του «οργανωμένου εγκλήματος» είναι ότι μόνο το τελευταίο ζητάει να εξουσιάζει και να ελέγχει την όλη οικονομική διάρθρωση του υποκόσμου. Σχετικά πρόσφατα, το Reuters το 1983 δίνει έναν τρίτο ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος, ο οποίος ανεπιφύλακτα απορρίπτει και τις δύο προηγούμενες προσεγγίσεις: «Το οργανωμένο έγκλημα αποτελείται από οργανισμούς που έχουν διάρκεια, ιεραρχία και εμπλοκή σε ένα πλήθος εγκληματικών δραστηριοτήτων».
Στις 12. 12. 2000 υπεγράφη στο Παλέρμο της Ιταλίας από 154 χώρες η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. Στο άρθρο 3 παρ. 2 της Σύμβασης καθορίζεται ότι ένα αδίκημα έχει υπερεθνικό χαρακτήρα, στις περιπτώσεις που:
-Τελείται σε περισσότερα του ενός κράτη.
-Τελείται σε ένα κράτος αλλά σημαντικό τμήμα της προετοιμασίας του σχεδιασμού, της καθοδήγησης ή του ελέγχου του λαμβάνει χώρα σε άλλο κράτος.
-Τελείται σε ένα κράτος αλλά αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα που συμμετέχει σε εγκληματικές δραστηριότητες σε περισσότερα του ενός κράτη.
-Τελείται σε ένα κράτος αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις σε άλλο κράτος.
Στο πλαίσιο της λειτουργίας της Ε.Ε και σύμφωνα με επίσημο έγγραφο του Συμβουλίου, θα πρέπει να υπάρχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά για να προσδιορίζεται η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος:
1. Συνεργασία περισσότερων ατόμων από δύο.
2. Σε κάθε άτομο έχει ανατεθεί μια συγκεκριμένη εργασία.
3. Παρατεταμένη ή απροσδιόριστη χρονική περίοδος (αυτό το κριτήριο αναφέρεται στη σταθερότητα και [δυνητική] διάρκεια ζωής της ομάδας).
4. Χρήση κάποιας μορφής πειθαρχίας και ελέγχου.
5. Υποψία για διάπραξη σοβαρών εγκληματικών αδικημάτων.
6. Δραστηριότητα σε διεθνές επίπεδο.
7. Χρήση βίας ή άλλων μέσων κατάλληλων για εκφοβισμό.
8. Χρήση δομών λειτουργίας επιχειρηματικής ή εμπορικής δραστηριότητας.
9. Ξέπλυμα χρήματος.
10. Άσκηση επιρροής στην πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης, στη δημόσια διοίκηση, δικαστικές Αρχές ή στην οικονομία.
11. Να υπάρχει επιδίωξη του κέρδους και / ή δύναμη.
Τουλάχιστον έξι από τα παραπάνω χαρακτηριστικά πρέπει να υπάρχουν, τέσσερα από τα οποία πρέπει να είναι τα 1, 3,5 και 11 για οποιοδήποτε έγκλημα ή εγκληματική ομάδα ώστε να ορισθεί η δραστηριότητα ως οργανωμένο έγκλημα.
Τέλος, αναφορικά με το υφιστάμενο εθνικό δίκαιο, ο Νόμος 2928/2001 στο άρθρο 1, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, προσδιορίζει την έννοια της Εγκληματικής Οργάνωσης μέσω της επιβληθείσας ποινής και έτσι προκύπτουν κριτήρια όπως η συγκρότηση ή η ένταξη σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα που αποτελείται από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), η οποία επιδιώκει την διάπραξη μιας σειράς κακουργημάτων που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα.
Αναφορικά με το ρόλο των συνόρων στην εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και στην δημιουργία και εξέλιξη των όρων cross-border και transnational crime, επισημαίνεται ότι τα σύνορα έχουν έναν ποικίλο, συμβολικό και πρακτικό ρόλο καθορίζοντας κυρίως την γεωπολιτική κυριαρχία ενός κράτους.
Στην διεθνή βιβλιογραφία ο όρος που εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα είναι το διεθνικό έγκλημα που καλύπτει και την διασυνοριακή εγκληματική δραστηριότητα. Διάφοροι συγγραφείς ( Πασσάς, Dannecker, Bruggeman) θεωρούν ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες. Έτσι ουσιαστικά η διασυνοριακή δραστηριότητα με βάση τις βιβλιογραφικές αναφορές αφορά κυρίως στην διεθνική, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω για την έννοια του όρου αυτού, ταυτίζοντας εννοιολογικά τους δύο όρους.
Η έννοια διεθνικές δραστηριότητες, έχει τις ρίζες της στον κλάδο των διεθνών σχέσεων. Παραδοσιακά αφορούσε τις διαπολιτειακές – διακρατικές (interstate) σχέσεις κυρίως σε θέματα συνεργασίας και συγκρούσεων των κρατών, αγνοώντας τους μη πολιτειακούς παράγοντες και δραστηριότητες που ξεπερνούσαν τα εθνικά σύνορα και δεν ελέγχονταν από τα κράτη. Η αντίδραση σε αυτόν τον κρατικοκεντρισμό άρχισε να παρουσιάζεται στις αρχές τις δεκαετίας του 1970 με την εργασία των Robert Keohane, Joseph Nye και Samuel Huntington. Συγκεκριμένα οι δύο πρώτοι σκιαγράφησαν την διεθνική δραστηριότητα ως την διακίνηση πληροφοριών, χρημάτων, φυσικών αντικειμένων, ατόμων ή άλλων -υλικών ή μη- ειδών διαμέσου των εθνικών συνόρων, όταν τουλάχιστον ένας από τους παράγοντες που συμμετέχουν σε αυτή την διακίνηση είναι μη κυβερνητικός. Ο λόγος για τον οποίο το διεθνικό έγκλημα έρχεται στο προσκήνιο είναι η ένταση του φαινομένου αυτού. Εκείνο το οποίο είναι καινούριο δεν είναι το έγκλημα αυτό καθ’ αυτό αλλά η ποικιλία και η κλιμάκωσή του.
Η ΣΧΕΣΗ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Εξ’ ορισμού, η λαθρομετανάστευση εξαρτάται από το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει το ποιος μπορεί και το ποιος δεν μπορεί να διασχίσει τα διεθνή σύνορα. Ο συνδυασμός των αυστηρότερων συνοριακών ελέγχων και οι περιορισμοί που τίθενται στα συστήματα μετανάστευσης αποτελούν τις νομικές συνθήκες / νομικούς όρους, που σε τελική ανάλυση έχουν δημιουργήσει μια παράνομη αγορά καθώς και τις οικονομικές ευκαιρίες για τις εγκληματικές οργανώσεις.
Μια σημαντική οικονομική ή πολιτική διαφοροποίηση μεταξύ χωρών, παρέχει στις οργανώσεις που εμπλέκονται στην διακίνηση των λαθρομεταναστών έναν πληθυσμό «πελατών» που ζητά να μεταναστεύσει σε άλλη χώρα. Για παράδειγμα, όπου υπάρχει διαφορά στα εισοδηματικά επίπεδα μεταξύ δύο οικονομιών ή σημαντικά επίπεδα ανεργίας σε μια χώρα αλλά όχι στην άλλη, η «οικονομική μετανάστευση» θα συμβεί παρά την ύπαρξη σχετικής μεταναστευτικής νομοθεσίας που την ποινικοποιεί.
Η διακίνηση λαθρομεταναστών έχει αναχθεί σε μια αναπτυσσόμενη δραστηριότητα και μια προσοδοφόρο πηγή για τις εγκληματικές οργανώσεις για τρεις κυρίους λόγους:
• Την αυξανόμενη ζήτηση για διεθνή μετανάστευση, ως επί το πλείστον σε χώρες προέλευσης αλλά και σε κάποια έκταση επίσης σε χώρες υποδοχής.
• Οι περιορισμοί που επιβάλλονται στη νόμιμη μετανάστευση από τις βιομηχανικές χώρες, έχουν δημιουργήσει την ζήτηση για εναλλακτικές, παράνομες λεωφόρους μετανάστευσης.
• Οι σχετικά χαμηλοί κίνδυνοι εντοπισμού, δίωξης και σύλληψης που σχετίζονται με την διακίνηση λαθρομεταναστών συγκρινόμενοι με άλλες δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος.
Για πολλούς ανθρώπους οι διακινητές αποτελούν την μοναδική διαθέσιμη δίοδο για να αποφύγουν την δίωξη, την πενία και την ανεργία. Αποτελεί οικτρή πραγματικότητα το γεγονός ότι οι εν δυνάμει μετανάστες πρέπει πολλές φορές να δεχτούν προσφορές από τους διακινητές, ακόμα και αν στην τιμή που πρέπει να πληρώσουν για την προσφορά των «υπηρεσιών» τους, περιλαμβάνεται ένα μακροχρόνιο χρέος, η ελευθερία τους ή ακόμα και η ζωή τους.
Οι εγκληματικές οργανώσεις γνωρίζουν να εκμεταλλεύονται τις οικονομικές ευκαιρίες των παράνομων αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα κενά καθώς και οι αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην νομοθεσία σε μερικές περιοχές του κόσμου αποτελούν κύριους παράγοντες που κάνουν την «επιχείρηση» της διακίνησης λαθρομεταναστών μια σχετικά χαμηλού κινδύνου δραστηριότητα, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ» ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Το σχήμα που ακολουθεί παρουσιάζει τις οργανώσεις που διακινούν παράνομους μετανάστες σαν πάροχους υπηρεσιών λαθρομετανάστευσης μεταξύ των χωρών προέλευσης και προορισμού.
Η «επιχείρηση» διακίνησης παράνομων μεταναστών
Η διάρθρωση και η διοίκηση αποτελούν τις εσωτερικές λειτουργίες για τον έλεγχο και την διαχείριση της επιχείρησης καθώς και για τον σχεδιασμό και την οργάνωση της όλης δραστηριότητάς της. Σε κάθε οργανισμό, πολύπλοκα οργανωτικά σχήματα εξασφαλίζουν ότι η επιχείρηση – είτε νόμιμη ή παράνομη- λειτουργεί σύμφωνα με τους στόχους και τους σκοπούς που έχουν τεθεί, και ότι επιτυγχάνει την μέγιστη σταθερότητα, κερδοφορία και ανάπτυξη. Αναφορικά με ζητήματα που αφορούν στην διοίκηση, το μέγεθος και τη διάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων, η διεθνής βιβλιογραφία για το οργανωμένο έγκλημα αναφέρει ότι το τελευταίο είτε υιοθετεί το « μοντέλο λειτουργίας της επιχείρησης» είτε ότι μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από ένα «μοντέλο δικτύου».
Περαιτέρω, οι ερασιτέχνες διακινητές λαθρομεταναστών, οι μικρές ομάδες οργανωμένου εγκλήματος και τα διεθνή δίκτυα διακίνησης λαθρομεταναστών, αποτελούν λειτουργικές συνιστώσες της διάρθρωσης και της διοίκησης. Ειδικότερα, η κατηγορία των ερασιτεχνών διακινητών λαθρομεταναστών αναφέρεται σ’ αυτούς που «παρέχουν μια απλή υπηρεσία» στους μετανάστες, όπως για παράδειγμα μεταφορά προκειμένου να διασχίσουν αυτοί τα σύνορα. Μερικοί από τους διακινητές αυτής της κατηγορίας είναι περιστασιακοί διακινητές που χρησιμοποιούν δικά τους μέσα μεταφοράς. Ακόμα, επισημαίνεται ότι πολλούς από αυτούς τους διακινητές τούς ανακαλύπτουν μεγάλες ομάδες που διακινούν λαθρομετανάστες σε διεθνές επίπεδο, προκειμένου να εργαστούν για αυτούς.
Οι μικρές ομάδες οργανωμένου εγκλήματος συνήθως ειδικεύονται στο να οδηγούν τους λαθρομετανάστες από μια χώρα στην άλλη, χρησιμοποιώντας δρόμους που είναι ευρέως γνωστοί. Αυτές οι ομάδες διαθέτουν ένα υψηλότερο επίπεδο εξειδίκευσης και δομής από ό,τι διαθέτουν οι ερασιτέχνες διακινητές και δραστηριοποιούνται σε μια πιο μόνιμη βάση, αλλά η διάρθρωσή τους και η οργάνωσή τους είναι λιγότερο επαγγελματική και σύνθετη από τις αντίστοιχες των διεθνών δικτύων διακίνησης λαθρομεταναστών.
Η κατηγορία των διεθνών δικτύων διακίνησης λαθρομεταναστών, περιλαμβάνει μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις που έχουν την ικανότητα να διενεργούν την όλη διαδικασία της διακίνησης των λαθρομεταναστών, η οποία περιλαμβάνει την παράνομη είσοδο στη χώρα, την παροχή πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων, την παροχή καταλυμάτων στα σημεία διέλευσης κ.α.
Σχετικά με την στρατολόγηση και διοίκηση των μελών της οργάνωσης μπορούμε να διακρίνουμε δύο ειδών διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά στα ζητήματα του ανθρώπινου δυναμικού που εμπλέκεται σ’ αυτές τις δραστηριότητες. Πρώτον, την κάθετη διαφοροποίηση και, δεύτερον, την οριζόντια διαφοροποίηση. Η πρώτη (κάθετη) διαφοροποίηση αναφέρεται στην εφαρμογή διαφορετικών επιπέδων δραστηριοποίησης των ατόμων που εμπλέκονται στην όλη επιχείρηση διακίνησης των μεταναστών προκειμένου να εξασφαλίζεται η εχεμύθεια και να τηρούνται στεγανά έτσι ώστε να γίνεται πολύ δύσκολος ή αδύνατος ο εντοπισμός από τις διωκτικές Αρχές.
Από την άλλη πλευρά, η οριζόντια διαφοροποίηση σχετίζεται με τον καταμερισμό εργασίας. Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία για μια εγκληματική οργάνωση που εμπλέκεται στην διακίνηση των λαθρομεταναστών αφού ο διαχωρισμός των εργασιών και η πλήρωση των λειτουργικών θέσεων με προσοντούχα άτομα την προστατεύει σαν σύνολο, διότι στην περίπτωση που υπάρξει έρευνα από διωκτική αρχή, μόνον μικρές ομάδες της οργάνωσης εκτίθενται.
Ο καταμερισμός εργασίας εντός μιας οργάνωσης που δραστηριοποιείται στην παράνομη διακίνηση μεταναστών μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως εξής:
-Στην κορυφή της οργάνωσης υπάρχει η κατηγορία των «επενδυτών / ρυθμιστών», που είναι άτομα μεγάλων ικανοτήτων, επενδύουν χρήματα σε δραστηριότητες διακίνησης μεταναστών και εποπτεύουν όλη την οργάνωση και τις δραστηριότητές της. Τα πρόσωπα αυτής της κατηγορίας σπάνια αν όχι ποτέ, είναι άγνωστα στα χαμηλότερα επίπεδα των μελών της οργάνωσης καθώς και στους λαθρομετανάστες που διακινούνται.
-Ακολουθεί η κατηγορία των «στρατολόγων». Τα άτομα της κατηγορίας αυτής εργάζονται σαν μεσολαβητές μεταξύ των επενδυτών/ ρυθμιστών και των πελατών της οργάνωσης διακίνησης των λαθρομεταναστών. Είναι υπεύθυνοι για την εξεύρεση και την κινητοποίηση των εν δυνάμει μεταναστών στην χώρα προέλευσης, συγκεντρώνει τις πληρωμές στα σημεία διέλευσης και στις χώρες προορισμού. Οι διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτά τα άτομα προέρχονται από την ίδια περιοχή που προέρχονται οι λαθρομετανάστες και έχουν την ίδια πολιτιστική ταυτότητα με αυτούς.
-«Οι μεταφορείς», αποτελούν μια άλλη κατηγορία. Αποτελείται από άτομα που είναι εντεταλμένα να βοηθούν τους μετανάστες να εγκαταλείπουν τις χώρες τους. Στις χώρες προορισμού μεταφέρουν τους λαθρομετανάστες χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα, από αεροδρόμια, λιμάνια, ακτές προς ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Οι μεταφορείς συνήθως δεν κατέχουν εσωτερική πληροφόρηση για την διάρθρωση και την λειτουργία της εγκληματικής οργάνωσης. Βρίσκονται σε επαφή με αυτήν μέσω ενδιάμεσων ατόμων τα οποία τους προσλαμβάνουν περιστασιακά.
-Μια άλλη κατηγορία είναι οι «διαφθορείς των κρατικών λειτουργών και οι προστάτες». Η απόκτηση ταξιδιωτικών εγγράφων για τους λαθρομετανάστες καθώς και η διευκόλυνση στην διέλευση των συνοριακών σημείων, συνεπάγεται την από πλευράς των διακινητών δωροδοκία κρατικών λειτουργών σε Υπηρεσίες Μετανάστευσης και σε Υπηρεσίες Επιβολής του Νόμου. Από την άλλη πλευρά, οι προστάτες ατομικά ή συλλογικά προστατεύουν την εγκληματική οργάνωση μέσω κατάχρησης της εξουσίας τους, της θέσης τους, των προνομίων ή μέσω παράβασης του νόμου. Σε μερικές χώρες προέλευσης των μεταναστών, η διαφθορά χαμηλόμισθων κρατικών λειτουργών φαίνεται ότι είναι ο μόνος τρόπος για να αποκτηθούν γνήσια ή πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα.
-«Πληροφοριοδότες». Για τις δραστηριότητες διακίνησης των λαθρομεταναστών είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα σύστημα συλλογής πληροφοριών σχετικά με την επιτήρηση των συνόρων, τις διαδικασίες μετανάστευσης και τους συναφείς κανονισμούς, το σύστημα παροχής ασύλου, τις δραστηριότητες των διωκτικών αρχών κ.α. Σε μερικές περιπτώσεις έχει βρεθεί ότι η συλλογή πληροφοριών στηρίζεται σε έναν πυρήνα πληροφοριοδοτών που χειρίζεται την ροή των πληροφοριών και έχουν πρόσβαση σε καλά οργανωμένα και κεντρικά συστήματα πληροφοριών, μέσω πολύπλοκης τεχνολογίας.
-Η κατηγορία των «οδηγών και των μελών πληρώματος», περιλαμβάνει άτομα που είναι υπεύθυνα για την κίνηση των λαθρομεταναστών από ένα σημείο σε ένα άλλο ή για να βοηθούν τους μετανάστες να εισέλθουν σε μια άλλη χώρα μέσω θαλάσσης ή αεροπορικώς. Τα μέλη πληρώματος είναι άτομα εντεταλμένα να ναυλώνουν σκάφη και να συνοδεύουν τους λαθρομετανάστες στο παράνομο ταξίδι.
Άλλες κατηγορίες είναι:
-Άτομα που συνήθως είναι λαθρομετανάστες και πρωταρχικά είναι υπεύθυνα για την «αστυνόμευση» των υπόλοιπων λαθρομεταναστών και την τήρηση της τάξης, συχνά με την χρήση βίας.
-Αυτοί που συγκεντρώνουν τα χρήματα που καταβάλλουν οι λαθρομετανάστες για την μεταφορά τους, στα σημεία απ’ όπου θα ξεκινήσει η μεταφορά ή στις χώρες προορισμού.
-Ακόμη υπάρχει η κατηγορία αυτών που «ξεπλένουν χρήμα». Οι συγκεκριμένοι εξευρίσκουν τρόπους νομιμοποίησης των εσόδων από την παράνομη δραστηριότητα. Είναι ειδικοί στο ξέπλυμα των παράνομων εσόδων, αποκρύπτοντας την πηγή τους μέσω μιας σειράς συναλλαγών ή επενδύοντας αυτά σε νόμιμες δραστηριότητες.
Ρόλο έχει παίξει και η παγκοσμιοποίηση. Η διαφορά μεταξύ εθνικού και διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος έγκειται στο γεγονός ότι το πρώτο παραβαίνει τον Ποινικό Νόμο μιας χώρας ενώ το δεύτερο στρέφεται εναντίον της νομοθεσίας περισσοτέρων από μιας χωρών. Στην περίπτωση της διακίνησης λαθρομεταναστών, η παγκοσμιοποίηση έχει ανοίξει πόρτες στις εγκληματικές οργανώσεις που μπορούν εύκολα να διεισδύσουν σε άλλες χώρες και να δημιουργήσουν διεθνικές οδούς διακίνησης χρησιμοποιώντας συνδυασμένους τρόπους μεταφοράς των παράνομων μεταναστών. Η ανάδυση των οικονομιών στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, στην Ανατολική Ευρώπη και την Λατινική Αμερική, καθώς και η ταχεία διεθνοποίηση των χρηματιστηριακών αγορών, έχουν δώσει στις εγκληματικές οργανώσεις την ευκαιρία ενασχόλησής τους με εγκληματικές δραστηριότητες σε διεθνές επίπεδο.
Σαν συνέπεια του αυξανόμενου παγκόσμιου εμπορίου, των επενδύσεων και των επικοινωνιών, η παράνομη διακίνηση μεταναστών περιλαμβάνει εγκληματικές δραστηριότητες σε πολλές διαφορετικές χώρες: Σ’ αυτές όπου σχεδιάζεται η όλη διακίνηση, αυτές απ’ όπου προέρχονται οι λαθρομετανάστες, εκείνες απ’ όπου αναχωρούν οι λαθρομετανάστες καθώς και οι χώρες διέλευσης και προορισμού.
Οι οργανώσεις διακίνησης λαθρομεταναστών συστηματικά εκμεταλλεύονται τις αντιφάσεις που υπάρχουν μεταξύ διαφορετικών νομοθετικών συστημάτων. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα το σύστημα πληροφόρησης αυτών των οργανώσεων, ανακαλύπτει κενά στην δράση των διωκτικών αρχών, του συνοριακού ελέγχου και της νομοθεσίας σε διαφορετικές χώρες. Αυτό το γεγονός δίνει τη δυνατότητα στους διακινητές να υιοθετούν δρόμους μεταφοράς σε μια μεταβαλλόμενη διαπερατότητα των συνόρων και των συστημάτων μετανάστευσης.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ
Ως γνωστόν η προώθηση των προσφερομένων υπηρεσιών αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο στις νόμιμες αγορές. Το αυτό ισχύει και για τις εγκληματικές οργανώσεις. Στο πλαίσιο λειτουργίας των τελευταίων αυτό σημαίνει ότι οι εν δυνάμει «πελάτες» θα πρέπει να βρεθούν στις χώρες προέλευσης των λαθρομεταναστών. Ως εκ τούτου οι οργανώσεις διακίνησης των παράνομων μεταναστών διαφημίζουν και προωθούν τις υπηρεσίες τους με τον ίδιο τρόπο που κάνουν και οι νόμιμες επιχειρήσεις. Οι τρόποι με τους οποίους οι διακινητές βρίσκουν και προσελκύουν άτομα που επιθυμούν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που μπορεί να είναι από την διαφημιστική καταχώρηση σε τοπικές εφημερίδες μέχρι την διενέργεια επαφών σε ατομική βάση.
Οι παράνομες υπηρεσίες που προσφέρουν οι οργανώσεις οι οποίες διακινούν τους παράνομους μετανάστες ακολουθούν τα εξής διαδοχικά στάδια:
α) προετοιμασία μεταναστών,
β) αναχώρηση (αποδημία),
γ) διέλευση,
δ) άφιξη στον τελικό προορισμό (μετανάστευση).
Οι υπηρεσίες που περιλαμβάνουν την μεταφορά, την βοήθεια για την διέλευση των συνόρων, την παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων, την παροχή καταλύματος, την απασχόληση καθώς και άλλη υποστήριξη, μεταβάλλονται ανάλογα της απόστασης μεταξύ της χώρας προέλευσης και προορισμού και των περιορισμών που υφίστανται αναφορικά με την μετανάστευση, την αποδημία, το άσυλο και την διέλευση.
Ωστόσο, οι δραστηριότητες δεν παύουν με την μετανάστευση αλλά συνεχίζονται και μετά από αυτήν. Σε μερικές περιπτώσεις και προκειμένου να καταστεί αφενός μεν αδύνατη η επιστροφή των μεταναστών στις χώρες προέλευσής τους και αφετέρου δε, για να προστατευθούν οι οργανώσεις που διακινούν τους λαθρομετανάστες, όλα τα έγγραφα ταυτότητας και λοιπά ταξιδιωτικά έγγραφα που έχουν δοθεί σ΄ αυτούς προκειμένου να περάσουν τους απαραίτητους ελέγχους συνήθως κατάσχονται από τους διακινητές μετά την άφιξή τους στην χώρα προορισμού.
Άλλες φορές εάν είναι δυνατόν, τόσο τα γνήσια όσο και τα παραποιημένα/ πλαστά έγγραφα επιστρέφονται στην παράνομη οργάνωση και επανακυκλοφορούν μέσω αυτής για περαιτέρω χρήση ή για να πωληθούν ξανά. Η έλλειψη επαρκών εγγράφων αυτόματα καθιστά τους λαθρομετανάστες εκτός νόμου στην χώρα που τους φιλοξενεί και κατά συνέπεια τους αφήνει εντελώς στο έλεος των διακινητών.
Ακόμα, επισημαίνεται ότι μετά την άφιξη στην χώρα προορισμού, η επαφή των λαθρομεταναστών με την παράνομη οργάνωση δεν σταματά κατ’ ανάγκη. Πολλοί από τους λαθρομετανάστες οφείλουν μεγάλα χρηματικά ποσά στους διακινητές. Συνεπώς πολλοί μετανάστες παραμένουν στην ουσία στα χέρια των διακινητών τους οι οποίοι συχνά εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία αυτών να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, τους υποβάλλουν σε καταναγκαστική εργασία, τους απειλούν και εξασκούν πάνω τους βία. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες λόγω του ότι οι λαθρομετανάστες αδυνατούν να πληρώσουν την οργάνωση των διακινητών, πέφτουν θύματα απαγωγής με σκοπό τον εκβιασμό, ακόμη και θύματα δολοφονιών.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αν και ένας συγκριτικά μεγάλος αριθμός λαθρομεταναστών έχει βρεθεί ότι είναι αναμεμειγμένος στην μαύρη αγορά εργασίας και σε εγκληματικές ενέργειες στις χώρες που τους φιλοξενούν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περισσότεροι μετανάστες που δεν διαθέτουν έγγραφα, είναι νομοταγείς. Για αυτούς, το κόστος της παράβασης της νομοθεσίας της χώρας που τους φιλοξενεί – ακόμα και για μικρό αδίκημα- είναι πολύ ψηλότερο από ό,τι στους πολίτες του κράτους, αφού οι λαθρομετανάστες έχουν να φοβηθούν για τον εντοπισμό τους, την σύλληψη και την απέλασή τους.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Κατ’ ουσία οι οργανώσεις που διακινούν παράνομα τους λαθρομετανάστες έχουν τρεις διαφορετικούς τρόπους να χρηματοδοτούν τις παράνομες δραστηριότητές τους:
α) Τη χρησιμοποίηση των εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα προκειμένου να χρηματοδοτούν άλλες εγκληματικές δραστηριότητες,
β) Την επένδυση κεφαλαίου που έχει αποκτηθεί νόμιμα. Ωστόσο, έρευνες διωκτικών Αρχών ανά τον κόσμο έχουν κατατείνει στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος τρόπος χρηματοδότησης παίζει μόνο έναν μικρό ρόλο για την χρηματοδότηση των οργανώσεων που διακινούν λαθρομετανάστες και
γ) Το ξέπλυμα χρήματος.
Ο συγκεκριμένος τρόπος παίζει σημαντικό ρόλο στην χρηματοδότηση αυτού του είδους των οργανώσεων. Τα έσοδα που προέρχονται από τα αδικήματα νομιμοποιούνται αλλά δεν «επαναεπενδύονται» σε εγκληματικές δραστηριότητες.
Αυτή η μορφή οικονομικού εγκλήματος (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος) συνδέεται άμεσα με την οργανωμένη εγκληματική δράση διακίνησης λαθρομεταναστών. Συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα με διττή έννοια: «ως υπαγόμενη η ίδια στον κατάλογο των πράξεων που συνιστούν οργανωμένο έγκλημα είναι και η ίδια μια βασική δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος, αφετέρου ως μηχανισμός διευκολύνσεως και ενσωματώσεως του οργανωμένου εγκλήματος στην οικονομία επιτελεί μια βασική λειτουργία υποστήριξης και ενδυνάμωσης του οργανωμένου εγκλήματος» (Δημήτραινας Γ.Ν, 2002: 57 επ.). Η συγκέντρωση τεραστίων κεφαλαίων από τις παράνομες δραστηριότητες κάνει επιτακτική την ανάγκη για νομιμοποίηση των κεφαλαίων αυτών.
Αρχικά τα χρήματα εισάγονται στο οικονομικό σύστημα μέσω τραπεζών ή άλλων οικονομικών μονάδων, συνήθως με ένα μεγάλο αριθμό μικρών καταθέσεων για να μην προκαλέσουν υποψίες και ενέργειες ελέγχου. Σε αρκετές περιπτώσεις μεγάλα χρηματικά κεφάλαια βγαίνουν έξω από την χώρα και κατατίθενται σε άλλα κράτη με χαλαρό έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα. Κατόπιν διαχωρίζονται από τις παράνομες πηγές τους με αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές αποσκοπώντας στην κάλυψη της εγκληματικής τους προέλευσης. Τέλος, τα κεφάλαια εισάγονται στην οικονομία χωρίς να προκαλούν υποψίες.
Αναλυτικότερα τα τρία στάδια της διαδικασίας που ακολουθείται για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος συνθέτουν την ακόλουθη εικόνα:
Στην πράξη αρκετές είναι οι χώρες οι οποίες επιδίδονται και συμμετέχουν σε διαδικασίες ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Η στάση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις: Ανεκτικότητα για ξέπλυμα χρημάτων, επιδοκιμασία και ενεργό κρατική συμμετοχή, και επιλεκτική απώθηση.
Άλλες μέθοδοι είναι και η κατάθεση μικρών ποσών, συνήθως κάτω από 15.000 ευρώ, ώστε να μην κινούν υποψίες και να ελέγχονται. Στην συνέχεια τα ποσά αυτά μεταφέρονται ηλεκτρονικά σε άλλες χώρες. Πολύ μεγάλα ποσά νομιμοποιούνται επίσης με την αγορά ομολόγων και εντόκων γραμματίων. Με την μαζική αγορά ομολόγων υπερχρεωμένων βιομηχανικών χωρών, το οργανωμένο έγκλημα επιχειρεί να καταστήσει τις οικονομίες των κρατών αυτών εξαρτημένες από τα κεφάλαιά του. Ξέπλυμα χρήματος επιτυγχάνεται και μέσω χρηματιστηριακών εργασιών, καζίνο, εκμετάλλευσης επιχειρήσεων με μεγάλο αριθμό ρευστότητας και σταθερά έξοδα, όπως εστιατόρια, κέντρα διασκέδασης κ.ά.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ο Ο.Η.Ε. και ειδικότερα το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος έχει σχεδιάσει και εφαρμόζει ένα διεθνές πρόγραμμα για την καταπολέμηση του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος (Global Programme against Money Laundering-GPML). Με το πρόγραμμα αυτό ο Οργανισμός συνδράμει τα κράτη-μέλη στην σχεδίαση και βελτίωση της κατάλληλης νομοθεσίας και στην εξέλιξη των σχετικών μηχανισμών για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της παράνομης αυτής δραστηριότητας διαδραματίζει η «Ομάδα Ειδικών Καθηκόντων» των διεθνών εμπειρογνωμόνων για το ξέπλυμα χρημάτων (Financial Action Task Force on Money Laundering-FATF) η οποία ιδρύθηκε κατά την διάρκεια της συνόδου κορυφής των 7 ισχυρότερων βιομηχανικών κρατών τον Ιούνιο του 1989 στο Παρίσι, και στην οποία συμμετέχουν κράτη-μέλη της Ε.Ε., και ως παρατηρητές διάφοροι οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα Ηνωμένη Έθνη κ.ά. Με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ασχολείται από τα αρχικά στάδια λειτουργίας της και η Europol, υποδηλώνοντας το κοινό ενδιαφέρον των κρατών μελών της Ε.Ε.
Στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας υπάγονται περιπτώσεις ξεπλύματος χρήματος οι οποίες σχετίζονται με ορισμένα αδικήματα (ναρκωτικά, κλοπή οχημάτων και πυρηνικών υλικών, λαθρομετανάστευση, σωματεμπορία, τρομοκρατία και παραχάραξη νομίσματος).
ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΑΠΕΙΛΗ
Είναι γεγονός ότι τα γεωπολιτικά δρώμενα στον πλανήτη μας επηρεάζονται πλέον και από τις νέες μορφές απειλών που βρίσκουν πεδίο εφαρμογής σε διεθνικές εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες με την σειρά τους διευκολύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την παγκοσμιοποίηση.
Μια μορφή οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί και το φαινόμενο της διακίνησης των λαθρομεταναστών αφού αφενός μεν έχει καταδειχθεί η σχέση του οργανωμένου εγκλήματος με τις οργανώσεις που διακινούν παράνομα μετανάστες, αφετέρου δε, λόγω του συγκεκριμένου προβλήματος έχουν αναληφθεί μια σειρά πρωτοβουλιών και ενεργειών στην Ε.Ε. προκειμένου να καταπολεμηθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Έτσι, τα σημαντικότερα στοιχεία που συνθέτουν το όλο φάσμα των απειλών υπό το νέο πρίσμα της διεθνούς ασφάλειας, από την παράνομη διακίνηση λαθρομεταναστών που λαμβάνει χώρα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, είναι:
• Η απάτη που γίνεται σχετικά με τα πλαστά έγγραφα που είναι απαραίτητα για την διακίνηση των λαθρομεταναστών. Η εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος και η διαφθορά διευκολύνουν αυτές τις ενέργειες.
• Ο συνοριακός έλεγχος: Πολλά από τα σύνορα τόσο στις χώρες προέλευσης όσο και σ΄ αυτές του προορισμού δεν επιτηρούνται επαρκώς με αποτέλεσμα η είσοδος των λαθρομεταναστών να μην μπορεί να αποφευχθεί.
• Η διεύρυνση της Ε.Ε.: Τα υπό ένταξη κράτη αποτελούν χώρες προέλευσης και διέλευσης.
• Διαφθορά: Η ευρέως διαδεδομένη διαφθορά κρατικών λειτουργών διευκολύνει την παράνομη διακίνηση προσώπων υποδαυλίζοντας τις όλες προσπάθειες για να προληφθεί κάτι τέτοιο.
• Το Laissez faire: Λιγότερο αυστηροί έλεγχοι των επιβατών που διέρχονται από ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. αεροπορικώς, ή αφικνούνται αεροπορικώς από άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., έχει αρνητικά αποτελέσματα στο περιορισμό του φαινομένου.
• Μη καταγεγραμμένοι πληθυσμοί: Η νομοθεσία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση ατόμων μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., πράγμα που κάνει δυνατή τη χρησιμοποίηση των ίδιων εγγράφων πιστοποίησης ταυτότητας, συγχρόνως από περισσότερα από ένα άτομο. Ακόμη ένα άτομο μπορεί να έχει διαφορετικές ταυτότητες σε διαφορετικά κράτη-μέλη. Η ύπαρξη οιονδήποτε τέτοιων συμβάντων ευρείας κλίμακας, θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αποσταθεροποιήσει την εσωτερική ασφάλεια των κρατών-μελών της Ε.Ε.
• Ο φόβος των θυμάτων: Ο πραγματικός φυσικός κίνδυνος ότι οι λαθρομετανάστες θα εντοπισθούν, τους κάνει απρόθυμους να συνεργάζονται με τις διωκτικές Αρχές στις προσπάθειες των τελευταίων κατά των εγκληματιών που διευκόλυναν την είσοδο τους.
• Η αφέλεια των θυμάτων: Η συνεχής επιθυμία των θυμάτων να πιστεύουν στις υποσχέσεις για καλλίτερες συνθήκες ζωής στον πλούσιο Δυτικό κόσμο, αποτελεί πλεονέκτημα για τους διακινητές λαθρομεταναστών.
• Η αφάνεια των θυμάτων: Από την στιγμή που βρίσκονται υπό εκμετάλλευση στις χώρες προορισμού τα θύματα της λαθρομετανάστευσης, είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό και διαφεύγουν της προσοχής των αστυνομικών Αρχών.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα θεωρούμε ότι οι απειλές που σχετίζονται με την παράνομη διακίνηση των λαθρομεταναστών, αφενός μεν επηρεάζουν την γεωοικονομία του ευρωπαϊκού χώρου (παρουσιάσθηκε η «επιχείρηση» διακίνησης σαν οικονομική δραστηριότητα στον χώρο), αφετέρου δε την γεωστρατηγική του και ειδικότερα το υποσύνολο της εσωτερικής ασφάλειας. Ωστόσο, τόσο η γεωοικονομία όσο και η γεωστρατηγική αποτελούν τις δύο διαστάσεις της γεωπολιτικής. Άρα, η παράνομη διακίνηση λαθρομεταναστών ως μορφή του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος διαμορφώνει ένα γεωπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται δυναμικές και πρότυπα τόσο γεωοικονομικά όσο και γεωστρατηγικά, που συνθέτουν μια «μη στρατιωτική πλευρά ασφαλείας» στο χώρο της Ε.Ε. Το γεγονός αυτό αποτελεί «ασύμμετρη απειλή» που υπονομεύει την ισχύ του ενιαίου γεωγραφικού, πολιτικού και οικονομικού χώρου της Ε.Ε.
Δρ. ΝΙΚΟΣ ΔΕΝΙΟΖΟΣ
Ανώτατος αξιωματικός Λ.Σ. ε.α., M.Sc. Περιφερειακής Ανάπτυξης, M.Sc. «Ποσοτικές Μέθοδοι στη Λήψη Αποφάσεων», Οικονομολόγος, Πτυχιούχος Αμυντικών και Στρατηγικών Σπουδών, τ. Διοικητής Κλιμακίου Ειδικών Αποστολών Λ.Σ., τ. Επικεφαλής Δίωξης Ναρκωτικών Λ.Σ., τ. Επικεφαλής Ελληνικής Αντιπροσωπίας στην EUROPOL, διδάσκων στο Μ.Π.Σ. «Γεωπολιτική Ανάλυση και Γεωπολιτική Σύνθεση» του ΕΚΠΑ, Ανώτερος Ερευνητής / Εργαστήριο Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και Τουρκίας ΤΤΣΣΑΣ /ΕΚΠΑ και μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο ΤΝΕΥ Πανεπιστημίου Αιγαίου.