Μπορεί οι ΗΠΑ να «κουνάνε το δάχτυλο» σε μη αρεστές, στις ίδιες, κυβερνήσεις για το χημικό οπλοστάσιό τους – φανταστικό ή πραγματικό – καθώς και να βομβαρδίζουν, τιμωρητικά, επικαλούμενες χημικές επιθέσεις εναντίον αμάχων, πλην όμως είναι γνωστό, ότι η ευαισθησία της Ουάσιγκτον για τους θανάτους αμάχων είναι εξαιρετικά εύπλαστη και ευέλικτη.
Φάκελοι, λοιπόν, της CIA, που φέρνει στο φως της δημοσιότητα το «Foreign Policy» τεκμηριώνουν, ότι οι ΗΠΑ, όχι μόνο ήξεραν ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν ετοίμαζε χημική επίθεση στο Ιράν, αλλά τον βοήθησε κιόλας να την πραγματοποιήσει.
Το 1988, κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν – Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πληροφορήθηκαν μέσω δορυφορικών εικόνων ότι το Ιράν επρόκειτο να αποκτήσει ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα εκμεταλλευόμενο μια «τρύπα» στην ιρακινή άμυνα. Αμερικανοί πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ενημέρωσαν το Ιράκ για τη θέση των ιρανικών στρατευμάτων, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι ο στρατός του Χουσεΐν θα επιτεθεί με χημικά όπλα, συμπεριλαμβανομένου του Σαρίν, ενός θανατηφόρου νευροπαραλυτικού παράγοντα.
Οι πληροφορίες περιλάμβαναν φωτογραφίες και χάρτες σχετικά με τις κινήσεις των ιρανικών στρατευμάτων, στρατιωτικές αποθήκες και λεπτομέρειες σχετικά με την ιρανική αεράμυνα. Οι Ιρακινοί χρησιμοποίησαν αέρια μουστάρδας και σαρίν σε τέσσερις μεγάλες επιθέσεις στις αρχές του 1988, βασιζόμενοι στις δορυφορικές εικόνες, τους χάρτες και τις άλλες πληροφορίες των ΗΠΑ.
Οι επιθέσεις αυτές βοήθησαν να γείρει η πλάστιγγα του πολέμου προς την πλευρά του Ιράκ και να φέρουν το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εξασφαλίζοντας και την επιτυχία της μακρόχρονης πολιτικής της κυβέρνησης Ρίγκαν υπέρ του Ιράκ. Ήταν οι τελευταίες μιας σειράς χημικών επιθέσεων που εκτείνονταν αρκετά χρόνια πίσω, εν γνώσει της προεδρίας Ρίγκαν.
Αρνήσεις και αποδείξεις
Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ αρνούνταν για χρόνια ότι έδωσαν την συγκατάθεσή τους για τις ιρακινές χημικές επιθέσεις, επιμένοντας ότι η κυβέρνηση του Χουσεΐν δεν ανακοίνωσε ποτέ ότι πρόκειται να χρησιμοποιήσει τέτοια όπλα. Ωστόσο, ο βετεράνος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας Ρικ Φρανκόνα, ο οποίος ήταν στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Βαγδάτη κατά την διάρκεια των επιθέσεων του 1988, παρουσιάζει μια μια διαφορετική εικόνα. «Οι Ιρακινοί ποτέ δεν μας είπαν ότι σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν νευροπαραλυτικό αέριο. Δεν χρειάστηκε να το κάνουν. Το ξέραμε ήδη» λέει στο Foreign Policy.
Σύμφωνα με πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA και συνεντεύξεις με πρώην αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών όπως ο Φρανκόνα, οι ΗΠΑ είχαν ισχυρές αποδείξεις για ιρακινές χημικές επιθέσεις, αρχής γενομένης από το 1983.
Την εποχή εκείνη, το Ιράν κατήγγειλε δημοσίως ότι οι δυνάμεις του δέχθηκαν χημικές επιθέσεις και μάζευε τα στοιχεία για να τα παρουσιαστεί στα Ηνωμένα Έθνη. Ωστόσο, έλειπαν στοιχεία που να ενοχοποιούν το Ιράκ, αφού πολλά από αυτά περιλαμβάνονταν σε άκρως απόρρητες εκθέσεις και αναφορές που αποστέλλονταν στους ανώτερους αξιωματούχους πληροφοριών της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η CIA αρνήθηκε να σχολιάσει αυτές τις καταγγελίες.
Σε αντίθεση με τη σημερινή συζήτηση για το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παρεμβαίνουν για να σταματήσουν τις φερόμενες επιθέσεις χημικών όπλων από τη συριακή κυβέρνηση, η Ουάσιγκτον εφάρμοσε έναν ψυχρό υπολογισμό πριν από τρεις δεκαετίες στο θέμα της ευρείας χρήσης χημικών όπλων από τον Χουσεΐν εναντίον των εχθρών του αλλά και του δικού του λαού, σχολιάζει το Foreign Policy.
Η διοίκηση του Ρίγκαν αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να αφήσει τις χημικές επιθέσεις να συνεχιστούν αν μπορούσαν να αλλάξουν τη φορά του πολέμου προς τα τότε γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Και έναντι κάποιων ανησυχιών για το τι θα συνέβαινε αν κάποτε αποκαλυπτόταν αυτή η κυνική πολιτική, η CIA καθησύχαζε ότι η διεθνής οργή και η καταδίκη θα σβήνονταν.
Στα έγγραφα, η CIA διαβεβαιώνει ότι το Ιράν ενδέχεται να μην ανακαλύψει πειστικές αποδείξεις για τη χρήση των όπλων – παρόλο που η ίδια η υπηρεσία τις κατείχε. Επίσης, η CIA υποστήριζε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν χημικά στο Αφγανιστάν, χωρίς διεθνείς επιπτώσεις.
Μια ανείπωτη παραδοχή
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν συνεχώς πληροφορίες στο Ιράκ, αν υποψιαζόταν ότι ο Χουσεΐν θα χρησιμοποιούσε χημικά όπλα. Όμως, τα ντοκουμέντα της CIA, σε συνδυασμό με αποκλειστικές συνεντεύξεις με πρώην αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών, αποκαλύπτουν νέες λεπτομέρειες σχετικά με το βάθος των γνώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών για το πώς και πότε το Ιράκ χρησιμοποίησε τους θανατηφόρους χημικούς παράγοντες. Αυτοί οι φάκελοι δείχνουν, ότι οι ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ ενημερώνονταν τακτικά σχετικά με την κλίμακα των επιθέσεων αερίων νεύρων. Και ισοδυναμούν με επίσημη αμερικανική παραδοχή συνενοχής σε ορισμένες από τις πιο φρικτές επιθέσεις χημικών όπλων που έλαβαν χώρα ποτέ.
Κορυφαίοι αξιωματούχοι της CIA, συμπεριλαμβανομένου του διευθυντή της, William J. Casey, στενού φίλου του προέδρου Ρίγκαν, ενημερώθηκαν για τη θέση των εγκαταστάσεων συναρμολόγησης χημικών όπλων στο Ιράκ, ότι το Ιράκ προσπαθούσε απεγνωσμένα να παρασκευάσει αρκετό αέριο μουστάρδας για να ανταποκριθεί στην πρώτη ζήτηση από τον στρατό του, ότι το Ιράκ επρόκειτο να αγοράσει εξοπλισμό από την Ιταλία για να επιταχύνει την παραγωγή χημικών βλημάτων του πυροβολικού και βομβών και ότι το Ιράκ θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει παράγοντες νεύρων εναντίον των ιρανικών στρατευμάτων, αλλά και εναντίον αμάχων.
Οι αξιωματούχοι προειδοποίησαν επίσης ότι το Ιράν ενδέχεται να ξεκινήσει επιθέσεις αντιποίνων κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένων τρομοκρατικών χτυπημάτων, αν θεωρούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν συνεργοί στον χημικό πόλεμο που διεξήγαγε το Ιράκ.
«Καθώς οι επιθέσεις του Ιράκ συνεχίζονται, μεγαλώνουν και οι πιθανότητες για τις οι ιρανικές δυνάμεις να βρουν το κέλυφος μιας βόμβας αερίου μουστάρδας με ιρακινές ενδείξεις», ανέφερε η CIA σε ένα εξαιρετικά διαβαθμισμένο έγγραφο τον Νοέμβριο του 1983». Η Τεχεράνη θα μπορούσε να καταθέσει τέτοια στοιχεία στον ΟΗΕ και να χρεώσει συνενοχή των ΗΠΑ την παραβίαση του διεθνούς δικαίου».
Την εποχή εκείνη, το γραφείο του στρατιωτικού ακολούθου παρακολούθησε τις ιρακινές προετοιμασίες για την χημική επίθεση χρησιμοποιώντας δορυφορικές αναγνωριστικές εικόνες, λέει ο Φρανκόνα στο Foreign Policy. Σύμφωνα με έναν πρώην αξιωματούχο της CIA, οι εικόνες έδειχναν ιρακινές κινήσεις χημικών υλικών, πριν από κάθε επίθεση, προς το πυροβολικό που στόχευε ιρανικές θέσεις.
Ο Φρανκόνα, έμπειρο στέλεχος στη Μέση Ανατολή και αραβόφωνος, ο οποίος υπηρέτησε στις υπηρεσίες πληροφοριών του στρατού, λέει ότι κατάλαβε για πρώτη φορά τη χρήση χημικών όπλων από το Ιράκ κατά του Ιράν το 1984, ενώ υπηρετούσε ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Αμμάν της Ιορδανίας. Οι πληροφορίες που είδε έδειχναν σαφώς ότι οι Ιρακινοί χρησιμοποίησαν τον νευροπαραλυτικό παράγοντα Tabun (γνωστός και ως «GA») κατά των ιρανικών δυνάμεων στο νότιο Ιράκ.
Τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA δείχνουν ότι ο Casey και άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι ενημερώθηκαν επανειλημμένα για τις χημικές επιθέσεις του Ιράκ και τα σχέδιά του να πραγματοποιήσει περισσότερες. «Αν οι Ιρακινοί παράξουν ή αποκτήσουν νέες μεγάλες προμήθειες αερίου μουστάρδας, σχεδόν σίγουρα θα το χρησιμοποιήσουν εναντίον ιρανικών στρατευμάτων και πόλεων κοντά στα σύνορα», ανέφερε η CIA σε ένα απόλυτα μυστικό έγγραφο. Αλλά ήταν η ρητή πολιτική και επιλογή του Ρίγκαν να εξασφαλίσει μια ιρακινή νίκη στον πόλεμο, ανεξάρτητα από το κόστος.
Η CIA σημείωνε σε ένα έγγραφο ότι η χρήση νευρικού παράγοντα θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις τακτικές χρήσης πεζικού από το Ιράν, «αναγκάζοντας το Ιράν να εγκαταλείψει τη στρατηγική αυτή». Αυτές οι τακτικές, οι οποίες αφορούσαν επιθέσεις ιρανικών δυνάμεων εναντίον συμβατικά εξοπλισμένων ιρακινών θέσεων, αποδείχθηκαν καθοριστικές σε μερικές μάχες. Τον Μάρτιο του 1984, η CIA ανέφερε ότι το Ιράκ «είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί νευροπαραλυτικούς παράγοντες στο μέτωπο της Αλ Μπασράχ και πιθανότατα θα τους χρησιμοποιήσει σε σημαντικές στρατιωτικές ποσότητες μέχρι το φθινόπωρο».
Η χρήση χημικών όπλων απαγορεύεται από το Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1925, σύμφωνα με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη «θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να παρακινήσουν άλλα κράτη να προσχωρήσουν στη συμφωνία». Το Ιράκ δεν επικύρωσε ποτέ το πρωτόκολλο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες το επικύρωσαν το 1975. Η Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα, η οποία απαγορεύει την παραγωγή και τη χρήση τους, δεν υπογράφηκε παρά μόνο το 1997, χρόνια μετά τα παραπάνω γεγονότα.
Το αρχικό κύμα των ιρακινών επιθέσεων, το 1983, χρησιμοποίησε παράγοντα μουστάρδας. Αν και γενικά δεν είναι θανατηφόρα, η μουστάρδα προκαλεί σοβαρές φουσκάλες στο δέρμα και μεμβράνες βλέννας, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε πιθανά θανατηφόρες λοιμώξεις και μπορεί να προκαλέσουν τύφλωση και ασθένεια του ανώτερου αναπνευστικού, ενώ αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν προσφέρει ακόμη τότε πληροφορίες στο Ιράκ για την κατάσταση στο πεδίο της μάχης. Αλλά δεν και δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν το Ιράν στις προσπάθειές του να φέρει στο φως τις αποδείξεις των παράνομων ιρακινών χημικών επιθέσεων. Ούτε φυσικά η αμερικανική κυβέρνηση ενημέρωσε τα Ηνωμένα Έθνη. Η CIA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ιράν είχε την ικανότητα να βομβαρδίζει τις εγκαταστάσεις συναρμολόγησης των χημικών όπλων, αν μπορούσε να τις βρει. Η CIA πίστευε ότι το Ιράν γνώριζε αυτές τις τοποθεσίες.
Ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για τις ιρακινές χημικές επιθέσεις έρχονται στο φως το 1984. Αλλά αυτό δεν βοήθησε στο παραμικρό ώστε να αποτρέψει τον Χουσεΐν να χρησιμοποιήσει τους θανατηφόρους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των χτυπημάτων κατά του λαού του. Το Foreign Policy γράφει ότι όσο περισσότερο ήξερε η CIA για τη χρήση χημικών όπλων από τον Χουσεΐν, τόσο οι αξιωματούχοι αντιστέκονταν στο να παράσχουν στο Ιράκ πληροφορίες για ένα μεγάλο μέρος του πολέμου. Το υπουργείο Άμυνας είχε προτείνει ένα πρόγραμμα ανταλλαγής πληροφοριών με τους Ιρακινούς το 1986. Αλλά, σύμφωνα με τη Φρανκόνα, δεν έγινε γνωστό γιατί η CIA και το υπουργείο Εξωτερικών θεωρούσαν τον Σαντάμ Χουσεΐν ως «ανάθεμα» και τους αξιωματούχους του ως «κακοποιούς».
Η κατάσταση άλλαξε το 1987. Οι κατασκοπευτικοί δορυφόροι της CIA έλαβαν σαφείς ενδείξεις ότι οι Ιρανοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό στρατευμάτων και εξοπλισμού ανατολικά της πόλης της Βασκάρ, σύμφωνα με τον Φρανκόνα. Αυτό που απασχολούσε τους αναλυτές της DIA (Υπηρεσίες Πληροφοριών Άμυνας) ήταν ότι οι δορυφορικές εικόνες έδειχναν πως οι Ιρανοί είχαν ανακαλύψει μια τρύπα στις ιρακινές γραμμές νοτιοανατολικά της Βασόρας. Η ρωγμή είχε ανοίξει μεταξύ του ιρακινού τρίτου σώματος στρατού, που αναπτυσσόταν ανατολικά της πόλης, και του ιρακινού έβδομου σώματος, στα νοτιοανατολικά της πόλης, μέσα και γύρω από την έντονα αμφισβητούμενη χερσόνησο του Φάο.
Οι δορυφόροι κατέγραψαν οι ιρανικές μονάδες του μηχανικού με κινούνται κρυφά σε περιοχές ανάπτυξης απέναντι από το κενό στις ιρακινές γραμμές, υποδεικνύοντας ότι αυτό θα ήταν το σημείο της εαρινής επίθεση των Ιρανών, λέει ο Φρανκόνα.
Στα τέλη του 1987, οι αναλυτές της DIA έγραψαν μια έκθεση με τον μάλλον «λογοτεχνικό», τίτλο «Προ των πυλών της Βασόρας», προειδοποιώντας ότι η ιρανική εαρινή επίθεση του 1988 θα ήταν μεγαλύτερη από όλες τις προηγούμενες και με πολύ καλές πιθανότητες να σπάσει τις ιρακινές γραμμές και να καταλάβει τη Βασόρα. Η έκθεση προειδοποίησε ότι αν έπεφτε η Βασόρα, ο ιρακινός στρατός θα κατέρρεε και το Ιράν θα κέρδιζε τον πόλεμο.
Ο πρόεδρος Ρίγκαν διάβασε την έκθεση και, σύμφωνα με τον Φρανκόνα, έγραψε μια σημείωση στο περιθώριο που απευθυνόταν στον υπουργό Άμυνας Frank C. Carlucci: «Μια ιρανική νίκη είναι απαράδεκτη».
Στη συνέχεια, λήφθηκε απόφαση στο ανώτατο επίπεδο της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία, σχεδόν σίγουρα, απαιτούσε την έγκριση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και της CIA. Η DIA εξουσιοδοτήθηκε να παράσχει στις ιρακινές υπηρεσίες πληροφοριών τόσο λεπτομερείς πληροφορίες όσο ήταν διαθέσιμες σχετικά με την ανάπτυξη και τις κινήσεις όλου του ιρανικού στρατού. Αυτό περιελάμβανε δορυφορικές εικόνες και ίσως κάποιες ηλεκτρονικές πληροφορίες. Οι Αμερικανοί εστίαζαν ιδιαίτερα στην περιοχή ανατολικά της Βασόρας όπου η DIA ήταν πεπεισμένη ότι θα έρθει η επόμενη μεγάλη ιρανική επίθεση. Παρείχε επίσης στοιχεία σχετικά με τις θέσεις των στρατιωτικών αποθηκών και της επιμελητείας του Ιράν, καθώς και για τις δυνάμεις και τις δυνατότητες της ιρανικής αεροπορίας και του συστήματος αεράμυνας. Ο Φρανκόνα χαρακτήρισε πολλές από τις πληροφορίες ως «πακέτα στόχων» έτοιμα για χρήση από την ιρακινή αεροπορία
Ακολούθησαν οι επιθέσεις με το Σαρίν.
Η… «ευλογημένη» επίθεση με Σαρίν
Το Σαρίν προκαλεί ζάλη, αναπνευστική δυσφορία, μυϊκούς σπασμούς και μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο. Οι αναλυτές της CIA δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν με ακρίβεια τις ιρανικές απώλειες επειδή δεν είχαν πρόσβαση σε ιρανικές στρατιωτικές πηγές. Αλλά μέτρησε τον αριθμό των νεκρών κάπου μεταξύ «εκατοντάδων» και «χιλιάδων» σε κάθε μια από τις τέσσερις περιπτώσεις όπου τα χημικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν πριν από μια επίθεση. Σύμφωνα με την CIA, τα δύο τρίτα όλων των χημικών όπλων που χρησιμοποίησε συνολικά το Ιράκ κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν, έπεσαν στους τελευταίους 18 μήνες αυτού του πολέμου.
Μέχρι το 1988, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών κυκλοφορούσαν ελεύθερα στον στρατό του Χουσεΐν. Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, το Ιράκ έκανε μια αεροπορική επιδρομή με χημικά όπλα στο κουρδικό χωριό Χαλάμπτζα στα βόρεια της χώρας. Ένα μήνα αργότερα, οι Ιρακινοί έριξαν βόμβες από βομβαρδιστικά και βλήματα πυροβολικού γεμάτα με Σαρίν ενάντια στα ιρανικά στρατεύματα στη χερσόνησο Φάου νοτιοανατολικά της Βασόρας, αποσπώντας μια σημαντική νίκη και ανακαταλαμβάνοντας ολόκληρη τη χερσόνησο. Η επιτυχία της επίθεσης στην Χερσόνησο του Φάο εμπόδισε επίσης τους Ιρανούς να ξεκινήσουν την πολυαναμενόμενη επίθεσή τους εναντίον της Βασόρας. Σύμφωνα με τον Φρανκόνα, η Ουάσιγκτον ήταν πολύ ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, διότι οι Ιρανοί δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ξεκινήσουν την επίθεση τους.
Το επίπεδο της διορατικότητας στο πρόγραμμα των χημικών όπλων του Ιράκ έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις λανθασμένες αξιολογήσεις που παρείχε η CIA και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών σχετικά με το οπλικό πρόγραμμα του Ιράκ πριν από την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών το 2003, σχολιάζει, εμφανώς ειρωνικά, το Foreign Policy. Την εποχή εκείνη η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών είχε καλύτερη πρόσβαση στην περιοχή και μπορούσε να στείλει πράκτορες έξω για να αξιολογήσουν τη ζημιά.
Η Φρανκόνα επισκέφθηκε τη χερσόνησο του Φάο λίγο μετά την κατάληψή της από τους Ιρακινούς. Βρήκε το πεδίο της μάχης γεμάτο με εκατοντάδες χρησιμοποιημένες σύριγγες ατροπίνης, το φάρμακο που χρησιμοποιείται συνήθως για τη θεραπεία των θανατηφόρων αποτελεσμάτων του Σαρίνn. Η Φρανκόνα πήρε μερικές από αυτές τις σύριγγες και τους έφερε πίσω στη Βαγδάτη ως απόδειξη ότι οι Ιρακινοί είχαν χρησιμοποιήσει Σαρίν στη χερσόνησο του Φάο.
Τους επόμενους μήνες, λέει ο Φρανκόνα, οι Ιρακινοί χρησιμοποίησαν Σαρίν σε τεράστιες ποσότητες τρεις φορές σε συνδυασμό με πυκνά πυρά πυροβολικού για να συγκαλύψουν τη χρήση του. Κάθε επίθεση ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, λόγω της όλο και πιο εξελιγμένης χρήσης μαζικών ποσοτήτων νευροπαραλυτικών παραγόντων. Η τελευταία από αυτές τις επιθέσεις, που ονομάστηκε ως «ευλογημένη επίθεση του Ραμαζανιού», ξεκίνησε από τους Ιρακινούς τον Απρίλιο του 1988 και αποτελεί τη μεγαλύτερη χρήση του παράγοντα Σαρίν από το Ιράκ, μέχρι σήμερα.
΄Εκτοτε, καμία χημική επίθεση δεν πλησίαζε την κλίμακα των εκείνων των αντισυμβατικών επιθέσεων του Σαντάμ. Αλλά και της τόσο κυνικής αμερικανικής εμπλοκής σε αυτές.