Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας υπερβαίνει το 114% του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι μη χρηματοδοτούμενες δεσμευμένες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις φτάνουν το 400% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την Eurostat
Σήμερα, η Γαλλία, μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, φαίνεται να ακολουθεί το ίδιο επικίνδυνο μονοπάτι.
Όμως, αυτή τη φορά η ευθύνη βαραίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία με τις επιθετικές πολιτικές της δεν απλά δημιουργεί νέες κρίσεις, αλλά οδηγεί το κοινό νόμισμα, το ευρώ, σε επικίνδυνη κατηφόρα.
Η διαχείριση του χρέους και η ανεξέλεγκτη εκτύπωση χρήματος από την ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις αποτυχημένες πολιτικές των κρατών μελών, απειλούν τη σταθερότητα της Ευρώπης, φέρνοντας την ήπειρο στα πρόθυρα ενός νέου οικονομικού εφιάλτη.
Στην ουσία, το ευρώ, που κάποιοι θεωρούσαν τη βάση της ευρωπαϊκής ευημερίας, τώρα φαίνεται να είναι το κύριο θύμα του πειράματος της ΕΚΤ.
Όπως επισημαίνει ο γνωστός αναλυτής, η κρίση χρέους της Γαλλίας μάς θυμίζει ότι ο κρατισμός καταλήγει πάντα σε καταστροφή και πως οι χώρες που βασίζονται στην κυβερνητική παρέμβαση και υψηλότερους φόρους καταλήγουν πάντα σε στασιμότητα, χρεοκοπία και κοινωνικές αναταραχές.
Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας υπερβαίνει το 114% του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι μη χρηματοδοτούμενες δεσμευμένες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις φτάνουν το 400% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την Eurostat.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα που ανακοινώθηκε για φέτος ανέρχεται στο 5,4%, αλλά η συναίνεση της αγοράς διατηρεί προσδοκία για 5,8%.
Ο κίνδυνος πιστωτικής αθέτησης έχει αυξηθεί κατά 20% σε διάστημα δώδεκα μηνών.
Η απόδοση του γαλλικού διετούς χρέους υπερβαίνει αυτή της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας, ενώ το ασφάλιστρο κινδύνου σε σχέση με τη Γερμανία έχει φτάσει τους 80 μονάδες βάσης —20 πάνω από αυτό της Ισπανίας.
Το πρόβλημα στην Ευρωζώνη είναι ότι όλα τα mainstream μέσα χειροκροτούν όταν μια κυβέρνηση διογκώνει το ΑΕΠ με μαζική κρατική δαπάνη και θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, καθώς και με την εισροή μεταναστών, καλύπτοντας επίμονα δημοσιονομικά ανισοζύγια και πτώση της παραγωγικότητας.
Επιπλέον, οι Κεϊνσιανοί αναλυτές αγνοούν τον περιορισμό του ιδιωτικού τομέα και τον επιβλαβή αντίκτυπο των υψηλών φόρων στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων λογαριασμών.
Η περίπτωση της Ελλάδος
Εν προκειμένω αξίζει να γίνει υπόμνηση πως τα mainstream μέσα επαινούσαν την Ελλάδα ως «κινητήρα ανάπτυξης» στην ευρωζώνη ενώ διογκωνόταν το ΑΕΠ με μαζική κρατική δαπάνη και θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα.
Η Ελλάδα εξυμνήθηκε ως «εγγυήτρια υψηλής οικονομικής ανάπτυξης» και ως «ηγέτης της ανάκαμψης της ευρωζώνης» το 2005 και 2006 από εκδόσεις του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τίτλοι και πολιτικές εκθέσεις αναγνώριζαν τις οικονομικές επιτυχίες της Ελλάδας ως παραδείγματος ισχυρής ηγεσίας στην ευρωζώνη.
Όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη το 2008.
Ο ρόλος της ΕΚΤ
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπήρξε καθοριστική στη δημιουργία διεστραμμένων κινήτρων για τους πολιτικούς να διατηρούν και να αυξάνουν τις υψηλές δαπάνες και τα δημοσιονομικά ανισοζύγια.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει, την τελευταία δεκαετία, εφαρμόσει ένα πολιτικό εργαλείο απίστευτης κλίμακας —συμπεριλαμβανομένων επαναλαμβανόμενων μειώσεων επιτοκίων, αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων, του αμφιλεγόμενου εργαλείου κατά της κατακερματισμού και της de facto νομισματοποίησης χρέους— με σκοπό τη διασφάλιση της σταθερότητας της ευρωζώνης.
Ωστόσο, παρά τη ρητορεία περί σταθερότητας και ανεξαρτησίας, αυτά τα μέτρα δημιούργησαν ισχυρά κίνητρα για δημοσιονομική αμετροέπεια, διαβρώνοντας τα θεμέλια της ευρωπαϊκής νομισματικής αξιοπιστίας και φυτεύοντας τους σπόρους των σημερινών κρίσεων κυρίαρχου χρέους, συμπεριλαμβανομένης της τρέχουσας καταστροφής του γαλλικού χρέους.
Τα επιτόκια της ΕΚΤ, κάποτε δεμένα με τη δημοσιονομική πειθαρχία τόσο για το κυρίαρχο όσο και για το ιδιωτικό δανεισμό, έχουν καταρρεύσει από πάνω από 4% το 2008 σε αρνητικό έδαφος και παραμένουν σε αρνητικό πραγματικό επίπεδο για χρόνια.
Επιπλέον, τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ, που επεκτάθηκαν κατά τη διάρκεια κρίσεων μέσω πρωτοβουλιών όπως το PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme) και το OMT (Outright Monetary Transactions), έχουν κατακλύσει τις αγορές ομολόγων με χρήμα της κεντρικής τράπεζας και έχουν δημιουργήσει τεράστιο crowding-out, τιμωρώντας την παροχή πίστωσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και καλύπτοντας ζητήματα φερεγγυότητας των εκδοτών του δημόσιου τομέα.
Το εργαλείο κατά της κατακερματισμού, σχεδιασμένο για να περιορίζει το «spread» μεταξύ των ομολόγων των βασικών και των περιφερειακών χωρών, πηγαίνει το ζήτημα ένα βήμα παραπέρα: υπόσχεται απεριόριστη παρέμβαση, καθησυχάζοντας τις αγορές ότι η ΕΚΤ θα στηρίξει το κρατικό χρέος σχεδόν σε οποιαδήποτε τιμή, αραιώνοντας τη δημοσιονομική πειθαρχία που παλαιότερα επέβαλαν τα ασφάλιστρα κινδύνου σε σπάταλες κυβερνήσεις.
Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να θεωρηθεί εργαλείο υπερσπατάλης, καθώς ωφελεί τις χώρες με κακή δημοσιονομική συμμόρφωση και τιμωρεί αυτές που περιορίζουν χρέη και ελλείμματα.
Ενώ αυτές οι παρεμβάσεις ηρεμούν άμεσα τις αγορές, καλλιεργούν νοοτροπία αδιαφορίας στις κυβερνήσεις, οδηγώντας τις να αυξάνουν συνεχώς τις δαπάνες τους.
Έτσι, πολλές κυβερνήσεις, όπως της Ισπανίας, υπερηφανεύονται για τα χαμηλά επιτόκια και το spread του χρέους τους παρά τα αυξανόμενα ανισοζύγια και την επιδείνωση των δημόσιων λογαριασμών.
Το εργαλείο κατά της κατακερματισμού και τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια καταστρέφουν τον μηχανισμό της αγοράς που θα έπρεπε να λειτουργεί ως ουσιώδες προειδοποιητικό σήμα για τη δημοσιονομική αμετροέπεια.
Τα κράτη-μέλη, διασφαλισμένα από φθηνή χρηματοδότηση και ατελείωτη στήριξη της ΕΚΤ, έχουν λίγα κίνητρα να μεταρρυθμίσουν τα διογκωμένα προϋπολογιστικά τους μεγέθη ή να περιορίσουν τα ελλείμματα, ειδικά όταν αυτό συνεπάγεται εκλογικό κόστος.
Η επίμονη απειλή που προειδοποιούσαν οι Γερμανοί πολιτικοί, ότι οι ενέργειες της ΕΚΤ επιδοτούν το «δημοσιονομικό ρεμβασμό» σε κράτη-μέλη με υψηλό χρέος, γίνεται πλέον πραγματικότητα.
Το γαλλικό δράμα
Η πιο δραματική περίπτωση είναι η Γαλλία. Το γαλλικό χρέος έχει εκτοξευθεί πάνω από το 114% του ΑΕΠ το 2025, εν μέρει λόγω των επίμονων μεγάλων ελλειμμάτων που καλύπτονται φθηνά υπό την ομπρέλα της ΕΚΤ.
Οι προσπάθειες δημοσιονομικής ενοποίησης υπήρξαν πάντοτε διστακτικές και έτσι απέτυχαν να επιτύχουν διαρκή πειθαρχία, με την υποστήριξη της ΕΚΤ να παραμένει πάντα ως safety net.
Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του ασφάλιστρου κινδύνου: τα γαλλικά ομόλογα, για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωζώνης, αποδίδουν πλέον περισσότερο από ισπανικά, ελληνικά ή ιταλικά ομόλογα αντίστοιχης αξιολόγησης, υποδηλώνοντας την ανησυχία της αγοράς για την πορεία του γαλλικού χρέους ακόμη και στην εποχή των στηριγμάτων της ΕΚΤ.
Το γεγονός ότι αυτή η αύξηση των spreads συμβαίνει στο μέσο ενός μεγάλου προγράμματος τόνωσης (Next Generation EU) και μειώσεων επιτοκίων είναι ακόμη πιο ανησυχητικό.
Το λεγόμενο εργαλείο κατά του κατακερματισμού, που προορίζεται ως μέσο περιορισμού κρίσεων, αποτελεί εγγενώς μηχανισμό «κοινής ευθύνης χωρίς κοινό έλεγχο».
Δεσμεύει τα συνετά κράτη-μέλη να συμμερίζονται τις δημοσιονομικές επιλογές των λιγότερο πειθαρχημένων εταίρων τους, κοινωνικοποιώντας τον κίνδυνο αλλά εθνικοποιώντας τις ανταμοιβές.
Με αυτό το εργαλείο, οι αγορές δεν μπορούν πλέον να διακρίνουν αποτελεσματικά• η ανησυχία για τη βιωσιμότητα του χρέους, που κάποτε ώθησε σε απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, καταστέλλεται αντί να επιλύεται. Επιπλέον, μοιάζει με αμοιβαιοποίηση χρέους χωρίς πραγματικές υποχρεώσεις.
Η φιλοσοφία «whatever it takes», τόσο επαινεμένη από τους ηγέτες της ΕΚΤ, είναι πλέον δίκοπο μαχαίρι: έχει αντικαταστήσει την υπευθυνότητα με εξάρτηση και έχει ενθαρρύνει τη δημοσιονομική χαλαρότητα.
Οι αγορές της κεντρικής τράπεζας και η καταστολή των αποδόσεων σε αρνητικό ονομαστικό έδαφος αποτελούν, κατά τον ορισμό, το χειρότερο είδος νομισματοποίησης χρέους.
Η ΕΚΤ είναι μια ζημιογόνος οντότητα, καθώς αγοράζει ομόλογα ακόμη και όταν είναι εξαιρετικά ακριβά.
Οι σωρευτικές ανεκπλήρωτες ζημίες χαρτοφυλακίου στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων εκτιμώνται σε €800 δισ., ξεπερνώντας κατά πολύ το κεφάλαιό της, σύμφωνα με το IERF.
Αυτές οι πολιτικές καλύπτουν προβλήματα φερεγγυότητας, ακόμη και αν παρουσιαστούν με τη γλώσσα της έκτακτης στήριξης.
Αυτό αφαιρεί την απόλυτη αποτρεπτική δύναμη της υπερβολικής δαπάνης: το ίδιο το κόστος χρήματος.
Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα είναι ένα περιβάλλον όπου οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, γνωρίζοντας ότι η αναχρηματοδότηση είναι εγγυημένη σε χαμηλό κόστος ακόμη και σε δύσκολες στιγμές, συσσωρεύουν όλο και μεγαλύτερα χρέη — καθιστώντας το μπλοκ ευάλωτο ακόμη και σε μικρούς κραδασμούς εμπιστοσύνης, πληθωρισμού ή διακυβέρνησης.
Αυτή η κατάσταση πιθανότατα θα βλάψει το ευρώ στο μέλλον, εάν η Γερμανία πέσει στην ίδια παγίδα με τη Γαλλία, ένα σενάριο που φαίνεται πιθανό με βάση τις πρόσφατες πολιτικές ανακοινώσεις.
Αν διαβάσει κανείς τις γαλλικές εφημερίδες, αυτό το διεστραμμένο κίνητρο είναι πολύ εμφανές.
Αντί να μιλούν για την μη βιώσιμη πορεία δαπανών, πολλοί ζητούν περισσότερες αγορές από την κεντρική τράπεζα και περαιτέρω τόνωση. Επιπλέον, κάποιοι απαιτούν την επιτάχυνση του ψηφιακού ευρώ για την εφαρμογή ακόμα πιο επιθετικών νομισματικών μέτρων.
Η εκτυλισσόμενη κρίση χρέους της Γαλλίας είναι άμεσο προϊόν αυτών των πολιτικών.
Οι δαπάνες της Γαλλίας υπερέβαιναν επίμονα την ανάπτυξη, αλλά η υπόσχεση συνεχούς στήριξης της ΕΚΤ καθυστέρησε κάθε λογαριασμό. Τώρα, καθώς τα ασφάλιστρα κινδύνου αυξάνονται και οι αγορές δοκιμάζουν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ, η ευρωζώνη αντιμετωπίζει τις πικρές συνέπειες μιας εποχής πολιτικής χαρακτηριζόμενης από ηθικό ρίσκο και διαβρωμένη δημοσιονομική πειθαρχία.
Ενώ η δραστηριότητα της ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει προσωρινή σταθερότητα, το μακροπρόθεσμο κόστος είναι σαφές: υψηλότερα χρέη, αποδυνάμωση του ιδιωτικού τομέα, απαξίωση νομίσματος και διάβρωση κινήτρων για υπεύθυνη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Εκτός αν η Ευρώπη επανεξετάσει την εξάρτησή της από τα αιώνια κίνητρα της κεντρικής τράπεζας και επαναφέρει μηχανισμούς πειθαρχίας της αγοράς, η σημερινή κρίση της Γαλλίας μπορεί να είναι μόνο μια από τις πολλές δημοσιονομικές καταιγίδες που έρχονται.
Η επιτυχία του ευρώ ως αποθεματικού νομίσματος βασίστηκε στον πυλώνα της δημοσιονομικής σύνεσης και υπευθυνότητας.
Η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας σημαίνει πάντα κίνδυνο για το νόμισμα.
Οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να τυπώσουν φερεγγυότητα, και η έλλειψη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μαζί με τις υπερβολικές πολιτικές χαλάρωσης μπορούν τελικά να καταστρέψουν το ευρώ.
www.bankingnews.gr