Ο πόλεμος της ενέργειας τώρα αρχίζει: Η Γερμανία αντιμέτωπη με μόνιμη ύφεση

Η πιο «στριμωγμένη» από τις εξελίξεις είναι η Γερμανία

Η Γερμανία, με τον υψηλό βαθμό εξάρτησης της βιομηχανίας της και συνολικά της οικονομίας της από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, είναι πιο «στριμωγμένη» από τις εξελίξεις και την όξυνση της ευρωατλαντικής αντιπαράθεσης με τη Μόσχα.

Ο ρωσο-γερμανικός αγωγός «Nord Stream 2», που θα προσέφερε τεράστια οφέλη στο γερμανικό κεφάλαιο, δεν τέθηκε ποτέ σε λειτουργία. Η «Gazprom Germania», θυγατρική του ρωσικού μονοπωλιακού ενεργειακού ομίλου «Gazprom», τέθηκε υπό τον έλεγχο του γερμανικού κράτους – σε πρώτη φάση μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2022 – ενώ στο τραπέζι της γερμανικής κυβέρνησης βρίσκεται και το θέμα της «Rosneft Deutschland», θυγατρικής της ρωσικής πετρελαϊκής «Rosneft» στη Γερμανία.

Το Βερολίνο εξετάζει αντίστοιχη κίνηση, με δεδομένη τη στρατηγική σημασία των υποδομών της εταιρείας, όπως τα μεγάλα διυλιστήρια στο Σβεντ της ανατολικής Γερμανίας, όπου η «Rosneft PCK» κατέχει το 54% του μετοχικού κεφαλαίου, ενώ η βρετανο-oλλανδική «Shell» έχει ήδη ανακοινώσει την αποχώρησή της.

Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου τα «πανηγύρια» από την πλευρά των ΗΠΑ, που σπεύδουν να βάλουν «ταφόπλακα» σε όποια σκέψη του Βερολίνου για «ανάσταση» του αγωγού «Nord Stream 2» μετά από κάποια ενδεχόμενη «εξομάλυνση» των σχέσεων με τη Ρωσία. «Θεωρώ ότι ο ρωσικός αγωγός φυσικού αερίου “Nord Stream 2” είναι πλέον νεκρός», τόνισε η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, μιλώντας σε μέλη του Κογκρέσου. «Ο αγωγός είναι πλέον ένα κομμάτι μετάλλου στον βυθό της θάλασσας, δεν νομίζω ότι θα ξαναζωντανέψει ποτέ», πρόσθεσε…

Σε ένα τέτοιο φόντο, η Γερμανία πήρε την απόφαση για κατασκευή δύο μεγάλων τερματικών σταθμών LNG (κυρίως από ΗΠΑ, Κατάρ), εκ των οποίων ο ένας θα γίνει στη βορειοδυτική ακτή της Γερμανίας, στο Brunsbuttel. Σχεδιάζεται να λειτουργήσει το 2024, εξυπηρετώντας ωστόσο τη μεταφορά μόλις 8 δισ. κ.μ. LNG από τα 140 δισ. κ.μ. που εισάγει η χώρα κάθε χρόνο…

Ενας δεύτερος τερματικός σταθμός θα γίνει στο Wilhelmshaven, κοντά στο οποίο σχεδιάζεται και εργοστάσιο ηλεκτρόλυσης από τη γερμανική εταιρεία Ενέργειας «Uniper».

Στο μεταξύ, παρά την πίεση που ασκούν οι εξελίξεις, το Βερολίνο δηλώνει ότι δεν επανεξετάζει την απόφαση για οριστικό κλείσιμο των τελευταίων 3 πυρηνικών σταθμών της χώρας έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Οι γερμανικές αστικές κυβερνήσεις ενθαρρύνουν εδώ και χρόνια την ανάπτυξη ΑΠΕ στο πλαίσιο της λεγόμενης «πράσινης ενεργειακής ατζέντας», υπολογίζοντας πάντα ωστόσο το «φθηνό» ρωσικό φυσικό αέριο ως βασική «μεταβατική» μορφή Ενέργειας.

Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι διευθυντικά στελέχη κορυφαίων γερμανικών μονοπωλίων, όπως η BASF και η «Siemens», δεν σταματούν να προειδοποιούν πως τυχόν πλήρες ενεργειακό εμπάργκο σε βάρος της Ρωσίας θα προκαλέσει «πρωτοφανή ύφεση» που έχει να βιώσει η Γερμανία από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκαλώντας παράλληλα «δραματικές επιπτώσεις», ίσως και «θέμα επιβίωσης ορισμένων βιομηχανιών».

Η Γαλλία προωθεί την ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Ηδη, η πυρηνική ενέργεια καλύπτει τα δύο τρίτα των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρικό ρεύμα. Η Γαλλία έχει σχετικά χαμηλές κατά κεφαλήν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, λόγω της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από 56 πυρηνικούς σταθμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2021 μόλις το 3% του ηλεκτρικού ρεύματος παραγόταν σε φωτοβολταϊκά πάρκα.

Ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμ. Μακρόν, ήδη από τον Νοέμβρη του 2021 ανακοίνωσε την κατασκευή 6 νέων μεγάλων πυρηνικών αντιδραστήρων, εκ των οποίων ο πρώτος θα τεθεί σε λειτουργία το 2035, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κατασκευής και άλλων 8 έως το 2050.

Στη Βρετανία, παρόμοια στρατηγική ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη ο πρωθυπουργός, Μπ. Τζόνσον. Αναφέρθηκε σε ένα σχέδιο επέκτασης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες και από αιολικά πάρκα, επιδιώκοντας την αύξηση της ενεργειακής επάρκειας και αυτάρκειας της χώρας.

Κεντρική θέση στο σχέδιο αυτό έχει η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες, με στόχο αύξηση της παραγωγής στα 24 GW από το 2050.

Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να καλύψει ποσοστό περίπου 25% της εκτιμώμενης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, σημαντικά αυξημένο από το 14% που καλύπτει σήμερα.

Παράλληλα, το σχέδιο της βρετανικής κυβέρνησης προβλέπει αύξηση της παραγωγής Ενέργειας από τον άνεμο και τον ήλιο, ενώ θα υποστηρίζει την εσωτερική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου μεσοπρόθεσμα. Επιδιώκεται επίσης το 95% της ηλεκτρικής ενέργειας που θα παράγεται από το 2030, να έχει χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.