Η Κίνα έχει κάθε λόγο να χαίρεται για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, βλέποντας το πολλαπλό πλήγμα που δέχθηκαν οι μεγάλοι ανταγωνιστές της, οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, όπως εκτιμούν στο Πεκίνο, με τους Αμερικανούς ταπεινωμένους και πιο αδύναμους στην περιοχή, μπορούν να υλοποιήσουν πιο εύκολα και τις φιλοδοξίες τους.

Η κινεζική ηγεσία, όμως, γνωρίζει ότι το μέλλον δεν κρίνεται μόνο ή κυρίως στο τι θα συμβεί εκτός συνόρων, αλλά από όσα συμβαίνουν εντός. Εκεί, δηλαδή, όπου οι ανισότητες εντείνονται σε διάφορα επίπεδα και απειλούν την «κοινωνική ειρήνη» που έχει επιβάλει το Πεκίνο, πότε με το καρότο και πότε με το μαστίγιο.

Η αλήθεια είναι ότι τον περασμένο Δεκέμβριο, ο απόλυτος ηγεμόνας της χώρας, Σι Τζινπίνγκ, κήρυξε το τέλος του πολέμου κατά της απόλυτης φτώχειας, αφαιρώντας από τη σχετική λίστα και τις τελευταίες επαρχίες. Όπως είπε, το μέσο ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα σε αυτές είχε περάσει το «κατώφλι» των 4.000 γουάν (κάπου 625 δολαρίων) και συνέχιζε να ανεβαίνει.

Πόλεις vs υπαίθρου

Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να έχει λύσει κανένα πρόβλημα. Για παράδειγμα, η απόσταση ανάμεσα στις αμοιβές των 900 εκατομμυρίων που ζουν και εργάζονται σε αστικές περιοχές με εκείνες των 500 εκατομμυρίων που παραμένουν σε αγροτικές συνέχισε να μεγαλώνει: Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης, το μέσο εισόδημα των πρώτων έφτασε στα 43.834 γουάν το 2020, ενώ για τους δεύτερους ήταν μόλις 17.131, δηλαδή περίπου το 40%.

Αθροιστικά, από το 2013 ως πέρυσι, το χάσμα ανάμεσα στα πραγματικά (όχι τα ονομαστικά) εισοδήματα των δύο κατηγοριών φέρεται να διευρύνθηκε κατά 57%. Κι αυτό αναγκάζει ολοένα περισσότερους Κινέζους να μεταναστεύουν στις μεγαλουπόλεις, όπου μπορούν να κερδίσουν 10-30.000 τον μήνα ως εργαζόμενοι σε μεγάλες βιομηχανίες – εντείνοντας έτσι το ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης, που προκαλεί  συνωστισμό στις αστικές περιοχές και προβλήματα στην επαρχία.

Δεν είναι αυτό, όμως, το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Σι και η ηγετική ομάδα του κράτους και του κόμματος. Υπάρχει κάτι άλλο που θεωρείται δυνάμει «βόμβα» στα θεμέλια της κοινωνίας, απειλώντας με ισχυρές και ανεξέλεγκτες «εκρήξεις».

Πλούσιοι vs φτωχών

Πρόκειται, βεβαίως, για το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους πολύ πλούσιους Κινέζους και τον μέσο πολίτη της χώρας, το οποίο προφανώς είναι τεράστιο όταν μέτρο σύγκρισης είναι οι φτωχότεροι – το 40% των Κινέζων που βγάζουν λιγότερα από 140 δολάρια τον μήνα, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Λι Κεκιάνγκ. Πρόκειται, άλλωστε, για κάτι που μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει με μια απλή ματιά στις λίστες που περιλαμβάνουν τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη, στις οποίες ο αριθμός των Κινέζων αυξάνεται κάθε χρόνο.

Του λόγου το αληθές αποτυπώνεται, όμως, και στον γνωστός δείκτης Gini, ο οποίος μετρά την ανισότητα σε κλίμακα από 0 ως 1. Στην Κίνα, λοιπόν, υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο 0,47, όταν στις ΗΠΑ είναι στο 0,41 – με το Πεκίνο να έχει επανειλημμένως διαμηνύσει πως κάθε αριθμός πάνω από το 0,40 μπορεί να αποδειχθεί αποσταθεροποιητικός παράγοντας.

Ορισμένοι, μάλιστα, θεωρούν ότι ο παραπάνω δείκτης είναι παραπλανητικός, καθώς βασίζεται στα επίσημα στοιχεία. Τονίζουν δε ότι στην πραγματικότητα είναι πολύ υψηλότερος και συνεχίζει να διευρύνεται, με αποτέλεσμα σήμερα να πλησιάζει το 0,70.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις πλούσιες και φτωχές περιοχές, που παραπέμπει και στο προαναφερθέν χάσμα ανάμεσα σε πόλεις και επαρχία: Με βάση τα στοιχεία του 2019, στην Κίνα η αναλογία των εισοδημάτων όσων κατοικούν στις μεν και τις δε έφτανε το 4 προς 1, όταν στις ΗΠΑ είναι μικρότερος από 2 προς 1.

Αρκετοί αναλυτές, βεβαίως, αποδίδουν την εξέλιξη αυτή στην πολιτική που εφάρμοσε ο άνθρωπος ο οποίος παρέλαβε το τιμόνι της Κίνας μετά τον Μάο Τσετούνγκ. Πρόκειται για τον Ντενγκ Χσιαοπίνγκ, ο οποίος προώθησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 σαρωτικές αλλαγές, που οδήγησαν στο άνοιγμα της κινεζικής αγοράς και στη στροφή της προς τον καπιταλισμό.

Κόμμα vs ολιγαρχών

Αυτό, ωστόσο, δεν φαίνεται να ικανοποιεί και να καθησυχάζει τον Σι και την ηγετική ομάδα – πολύ περισσότερο καθώς διαπιστώνουν ότι στις τάξεις των ολιγαρχών, διαμορφώνεται μια τάση… απειθαρχίας προς τις κεντρικές κατευθύνσεις και την ιεραρχία.

Αναμφίβολα, η επίθεση που δέχθηκε ο Τζακ Μα, ο ιδρυτής της Alibaba και πλουσιότερος Κινέζος μέχρι πρόσφατα, αποδεικνύει πως η ηγεσία δεν διστάζει να τιμωρεί σκληρά και παραδειγματικά. Επειδή, όμως, όλα δείχνουν πως το πρόβλημα είναι ευρύτερο και βαθύτερο, έχει αποφασιστεί να ληφθούν πιο ριζικά και συνολικά μέτρα.

Αυτό αποτυπώθηκε, όπως όλα δείχνουν, κατά τη συνεδρίαση που πραγματοποίησε την περασμένη Τρίτη η επιτροπή οικονομικών υποθέσεων του ΚΚ, υπό την προεδρία του ίδιου του Σι. Εκεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες πολλών ΜΜΕ (Financial Times, Wall Street Journal κ.λπ), ο πρόεδρος της χώρας και επικεφαλής του κόμματος απαίτησε την εκπόνηση και εφαρμογή ενός «προγράμματος για την κοινή ευημερία», με το επιχείρημα ότι αποτελεί «ζωτική απαίτηση του σοσιαλισμού».

Η κυβέρνηση, όπως τόνισε ο Σι και μετέδωσε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua, οφείλει να «ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις και τους ανθρώπους με υψηλά εισοδήματα να επιστρέψουν περισσότερα στην κοινωνία», καθώς και «να δημιουργήσουν ευκαιρίες ώστε περισσότεροι άνθρωποι να γίνουν πλούσιοι».

Μάο vs Ντενγκ

Θα μπορούσε να πει κανείς, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, ότι ο Σι έρχεται να κηρύξει μια δεύτερη «Πολιτιστική Επανάσταση» – αυτή τη φορά, όμως, από τα πάνω και αυστηρά ελεγχόμενη από τον κεντρικό μηχανισμό, χωρίς την ενεργό συμμετοχή και δράση του λαού. Το πιθανότερο, πάντως, είναι ότι αναζητεί έναν «Τρίτο Δρόμο» ανάμεσα σε αυτόν που επέλεξαν οι προκάτοχοί του, ο Μάο και ο Ντενγκ.

Όσο για το τι επιδιώκει, αυτό επιχειρεί να το περιγράψει ο Μπιλ Μπικάλες, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος των Ηνωμένων Εθνών για την Κίνα: «Ο Σι Τζινπίνγκ επιδιώκει να αναμορφώσει την εικόνα του Κομμουνιστικού Κόμματος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (…) Θέλει έτσι να δείξει ότι ο σοσιαλισμός είναι καλύτερος από τον δυτικό καπιταλισμό, φροντίζοντας για το σύνολο του πληθυσμού».

Άλλοι, πάλι, εκτιμούν ότι, μαζί με τον πόλεμο κατά της διαφθοράς, πρόκειται για ένα έμμεσο και αποτελεσματικό τρόπο ώστε ο κεντρικός μηχανισμός να ελέγχει περισσότερο την οικονομία και τις επιχειρήσεις. «Το κόμμα θέλει να έχει μεγαλύτερο λόγο στην εταιρεία σου και θέλει να είσαι πιο υποτακτικός», δήλωσε στους FT (ανωνύμως, φυσικά) ένας Κινέζος επιχειρηματίας.

Ελίτ vs πλειοψηφίας

Το πρόβλημα, ωστόσο, ίσως δεν είναι τόσο εύκολο να επιλυθεί για την ηγετική ομάδα και τον Σι. Το γιατί περιγράφεται έξοχα στο παρακάτω απόσπασμα από ανάλυση του Μπράνκο Μιλάνοβιτς στο περιοδικό Foreign Affairs.

«Η πολιτική και οικονομική ισχύς συνενώνονται για να δημιουργήσουν μια υβριδική πολιτική-οικονομική ελίτ, η οποία να είναι δύσκολο να περιθωριοποιηθεί από τη στιγμή που θα εδραιωθεί. Αυτή η ελίτ δεν θα ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τον περιορισμό της διαφθοράς, πολύ περισσότερο δε για να συμμετέχει ενεργά σε κάτι τέτοιο. Εκεί ακριβώς έγκειται η αντίθεση ανάμεσα στις προσπάθειες περιορισμού της διαφθοράς σε ένα μονοκομματικό σύστημα. Η ισχυρή ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα στην Κίνα δημιουργεί νέες τάξεις. Προκειμένου να τις ελέγξει, η κυβέρνηση επιδιώκει την πολιτική τους ένταξη μέσω συμμετοχής στο κόμμα. Όμως, τότε καθίστανται μια ανώτερη τάξη, που διαθέτει τόσο πολιτική όσο και οικονομική ισχύ, διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία και, κατά συνέπεια, από τον μεγάλο όγκο των μελών του κόμματος. Πώς μπορεί να ελεγχθεί η ισχύς μιας τέτοιας ελίτ;».

Εξαιρετικό!