Γιατί τα βλέμματα στρέφονται στη Σύμβαση του Μοντρέ

Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Η ανοικτή επιστολή 104 Τούρκων απόστρατων ναυάρχων με την οποία, μεταξύ άλλων, χαρακτήριζαν καταστροφική κάθε σκέψη απόσυρσης της γείτονος από τη Διεθνή Σύμβαση του Μοντρέ (1936), τη “μεγαλύτερη τουρκική διπλωματική νίκη” σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς τους, θα μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά στην εσωτερική διαπάλη για την εξουσία – πόσω μάλλον που η σχετική φιλολογία κινητοποιήθηκε από αυτοσχεδιαστική παρατήρηση του προέδρου του κοινοβουλίου Μουσταφά Σεντόπ σε συνέντευξή του.

Όμως η τηλεφωνική επικοινωνία των προέδρων της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν και της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν την Πέμπτη, με αντικείμενο ακριβώς το καθεστώς των Στενών, όπως αυτό ρυθμίζεται από τη Σύμβαση του Μοντρέ, δείχνει τα ευρύτερα συμφραζόμενα αυτής της υπόθεσης.

Ομοίως και το αίτημα που υπέβαλαν οι ΗΠΑ για την διέλευση από τον Βόσπορο των πολεμικών τους πλοίων USS Monterey και USS Thomas Hudner για κοινές ασκήσεις στη Μαύρη Θάλασσα, για τις οποίες ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν είχε τηλεφωνική συνεργασία με τον Τούρκο ομόλογό του Χουλουσί Ακάρ.

Το αμερικανικό αίτημα υποβλήθηκε με βάση τις προβλέψεις του Μοντρέ, δηλ. 15 ημέρες πριν από την διέλευση, ενώ τα δύο πολεμικά σκάφη θα παραμείνουν στη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις 4 Μαϊου.

Υπενθυμίζεται ότι η Σύμβαση του 1936, η οποία προέκυψε στο κλίμα προετοιμασίας όλων των μεγάλων δυνάμεων για τον επικείμενο Β’ Παγκόμιο Πόλεμο, απέδιδε στην Τουρκία πλήρη έλεγχο των Στενών, αναθεωρώντας την πρόβλεψη της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) περί αποστρατιωτικοποίησής τους, καταργούσε τη σχετική επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών και παρείχε δικαίωμα ανεμπόδιστης και ατελούς διέλευσης σε όλα τα εμπορικά πλοία εν καιρώ ειρήνης, θέτοντας ωστόσο περιορισμούς στην πρόσβαση των πολεμικών σκαφών μη παρευξείνιων κρατών, τα οποία μπορούν να εισέλθουν στη Μαύρη Θάλασσα υπό περιορισμούς και να παραμείνουν για μέγιστο διάστημα τριών εβδομάδων.

Όμως το φαραωνικό σχέδιο του Ερντογάν για τη δημιουργία στα δυτικά της Κωνταντινούπολης ενός καναλιού 42 χιλιομέτρων το οποίο θα συνδέει (όχι ατελώς) την Προποντίδα με τη Μαύρη Θάλασσα, για την ανακούφιση του Βοσπόρου από την θαλάσσια κυκλοφορία, αντικειμενικά θέτει υπό αμφισβήτηση τη Σύμβαση του Μοντρέ, καθώς το σχέδιο αυτό δεν καλύπτεται νομικά από τα ισχύοντα και πάντως δεν θα είναι βιώσιμο όσο παραμένει η δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας των διερχομένων από την υπάρχουσα ναυτική οδό.

Ο Τούρκος πρόεδρος υποχρεώθηκε στις 7 του μηνός να διαβεβαιώσει ότι η χώρα του δεν προτίθεται να αποσυρθεί από τη Σύμβαση του Μοντρέ, όμως αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η ρωσική διπλωματία τέθηκε σε συναγερμό, όπως καταδεικνύει τόσο η συνδιάλεξη Ερντογάν-Πούτιν, όσο και οι δηλώσεις της εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα ότι η συμφωνία του 1936 αποτελεί “βασικό παράγοντα για την ασφάλεια και σταθερότητα της Μαύρης Θάλασσας” και κάθε προσπάθεια αναθεώρησής της θα επηρεάσει τα συμφέροντα της Ρωσίας. Η Ζαχάροβα κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να κινηθούν υπεύθυνα, τονίζοντας ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική” στη Σύμβαση του Μοντρέ.

Και η παρούσα συγκυρία δεν είναι διόλου αθώα, αν αναλογιστεί κανείς τον κεντρικό ρόλο που παίζει ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας στον νέο ψυχρό πόλεμο που έχει κηρυχθεί με τον πιο επίσημο τρόπο αφότου ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποκάλεσε τον Ρώσο ομόλογό του “δολοφόνο χωρίς ψυχή”. Και τα βλέμματα όλα στρέφονται στην Ουκρανία, όπου τα τύμπανα του πολέμου ηχούν όλο και πιο δυνατά, με νέες αψιμαχίες να εκδηλώνονται στην γραμμή αντιπαράταξης με τους ρωσόφωνους αυτονομιστές του Ντονμπάς, τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελέσνκι να επισκέπτεται με στρατιωτική περιβολή την πρώτη γραμμή, τις εισαγωγές πολεμικού υλικού από τις ΗΠΑ και την Τουρκία να πληθαίνουν και το νέο δόγμα ασφαλείας του Κιέβου να κατονομάζει ρητά την Ρωσία ως εχθρό.

Ανάμεσα στις εσωτερικές πιέσεις που ασκεί η ένοπλη ακροδεξιά και την εξωτερική ενθάρρυνση που έδωσαν με τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις ο Τζο Μπάιντεν και ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, ο εκλεγείς ως “ειρηνοποιός” Ζελένσκι δείχνει να δελεάζεται από την προοπτική ανακατάληψης του Ντονμπάς αλλά και της προσαρτηθείσας Κριμαίας, την ίδια ώρα όμως που εμφανώς διστάζει μπροστά στα ρίσκα μιας αναζωπύρωσης της σύγρκουσης του 2014, απέναντι σε έναν ισχυρότερο εχθρό, ο οποίος διαμηνύει δια στόματος σύμπασας της ρωσικής ηγεσίας ότι θα κινηθεί αποφασιστικά αν προκληθεί. Η εμπειρία του τότε προέδρου της Γεωργίας Μιχεϊλ Σαακασβίλι όταν το 2008 επιτέθηκε στην αποσχισθείσα Νότια Οσσετία είναι διδακτική – και έκτοτε έχουν περάσει πολλά χρόνια αναβάθμισης των στρατιωτικών ικανοτήτων της Ρωσίας. Αλλά το κόστος για την “αναλώσιμη” Ουκρανία δεν αφορά όσους τρίτους οραματίζονται να σύρουν τη Ρωσία σε μία σύγκρουση η οποία θα την απομονώσει περαιτέρω, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την συσπείρωση του ΝΑΤΟ και την πειθάρχηση μελών του όπως η Γερμανία και η Τουρκία που κρατούν ανοικτούς διαύλους συνεργασίας με τη Μόσχα.

Ειδικά στην περίπτωση της χώρας του Ερντογάν, το ρωσο-τουρκικό φλερτ της τελευταίας πενταετίας δείχνει να οδηγείται στη “στιγμή της αλήθειας”, τόσο στη Συρία όσο και στη Μαύρη Θάλασσα. Διόλου τυχαία, η Άγκυρα υποδέχθηκε χθες Σάββατο τον Ουκρανό πρόεδρο, προς εμπέδωση της αμυντικής συνεργασίας που έχουν συνάψει οι δύο πλευρές, ενώ τα προσφερόμενα αμερικανικά κίνητρα συμπεριλαμβάνουν και την ανάληψη από την Τουρκία ιδιαίτερου ρόλου στην Κεντρική Ασία των τουρκογενών λαών, αρχής γενομένως από την φιλοξενία της ετοιμαζόμενης διάσκεψης για την αφγανική κρίση.

Το γιατί οι θεωρούμενοι ως “ευρασιατιστές” (δηλ. αντιδυτικοί κεμαλιστές) Τούρκοι ναύαρχοι θορυβήθηκαν γίνεται έτσι σαφέστερο.

 

Πηγή: capital.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.