WSJ: Ο Ερντογάν βυθίζει την Τουρκία σε μια νέα αναταραχή

Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αναταραχή μετά την απρόσμενη είδηση της απομάκρυνσης του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας από τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μια κίνηση που σηματοδότησε ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία της απρόβλεπτης οικονομικής πολιτικής του Τούρκου ηγέτη, τρομοκρατώντας ξένους επενδυτές και πιθανώς σπέρνοντας τους σπόρους μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Την περασμένη Παρασκευή, ο Ερντογάν αντικατέστησε τον Νασί Αγκμπάλ με τον Σαχάπ Καβτσιόγλου, πρώην βουλευτή στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν, ο οποίος τάχθηκε δημοσίως υπέρ των θέσεων του Τούρκου προέδρου για χαμηλότερα επιτόκια, παρά τον πληθωρισμό που έφτασε το 15,6% ετησίως τον Φεβρουάριο. Ο Ερντογάν, ο οποίος έχει αποπέμψει τρεις αρχηγούς κεντρικών τραπεζών σε λιγότερο από δύο χρόνια, προτιμά τα χαμηλά επιτόκια ως μέρος μιας στρατηγικής για τη μόχλευση της ανάπτυξης.

Ο νυν κεντρικός τραπεζίτης είχε αντιταχθεί στις πολιτικές που έθεσε ο Αγκμπάλ, ο οποίος αύξησε τα επιτόκια σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό και να βοηθήσει την Τουρκία να αποσυρθεί από το χείλος της κρίσης. Οι πολιτικές του Αγκμπάλ ενθάρρυναν τους επενδυτές να φέρουν δισεκατομμύρια δολάρια πίσω στη χώρα, από τότε που διορίστηκε τον Νοέμβριο.

Η “έξωση” του Αγκμπάλ προκάλεσε τη Δευτέρα ένα από τα χειρότερα ημερήσια sell-off για την τουρκική λίρα, καθώς οι επενδυτές μείωσαν την έκθεσή τους στο νόμισμα. Η λίρα υποχώρησε 7,5% έναντι του δολαρίου σε μία μέρα, μάλιστα. Ο Καβτσιόγλου προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές λέγοντας ότι θα περιορίσει τον πληθωρισμό, αλλά ακόμη δεν έχει πει εάν τα επιτόκια θα αλλάξουν.

Παρά την κατακρήμνιση της λίρας, ο Ερντογάν υπερασπίστηκε την πολιτική του κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε σύσκεψη του κόμματός του την Τετάρτη, λέγοντας ότι η αστάθεια της αγοράς που παρατηρήθηκε δεν έχει επηρεάσει τα ισχυρά θεμέλια της οικονομίας της Τουρκίας. “Αποδείξαμε επανειλημμένα ότι είμαστε ανθεκτικοί σε κάθε είδους σοκ”, είπε χαρακτηριστικά.

Οικονομικές πολιτικές που διώχνουν τους επενδυτές

Ο Ερντογάν, ο οποίος κυβερνά την Τουρκία ως πρωθυπουργός και αργότερα ως πρόεδρος από το 2003, βίωσε χρόνια ταχείας οικονομικής επέκτασης της Τουρκίας κατά την πρώτη του δεκαετία στην εξουσία, καθώς η κυβέρνηση επένδυσε σε υποδομές και υιοθέτησε πολιτικές για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης.

Αλλά την τελευταία δεκαετία, η Τουρκία είναι αντιμέτωπη με αυξανόμενη αστάθεια, συμπεριλαμβανομένων των έντονων λαϊκών διαμαρτυριών εναντίον του Ερντογάν, της εισροής εκατομμυρίων προσφύγων από το γειτονικό Ιράκ και τη Συρία, αλλά και των τρομοκρατικών επιθέσεων από το Ισλαμικό Κράτος και τους Κούρδους μαχητές.

Επιπλέον, η υιοθέτηση χαμηλών επιτοκίων και άλλων ανορθόδοξων οικονομικών πολιτικών από την κυβέρνηση του Ερντογάν υποχρέωσαν διεθνείς επενδυτές να βγάλουν τα χρήματά τους από την Τουρκία λόγω ανησυχιών για τη σταθερότητα της χώρας.

Η Τουρκία βυθίστηκε σε νομισματική κρίση το 2018, αφού ο τέως Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ διπλασίασε τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο μετά τη διαφωνία που προέκυψε για έναν Αμερικανό πάστορα που κρατούνταν στην Τουρκία. Στο αποκορύφωμα της κρίσης, ο Ερντογάν διόρισε τον γαμπρό του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, για να ηγηθεί του υπουργείου Οικονομικών, επιτείνοντας τους φόβους των επενδυτών για τον στενό κύκλο συμβούλων του Τούρκου προέδρου.

“Τελικά όλοι οι υψηλοί κύρους αξιωματούχοι και σύμβουλοι εξαλείφθηκαν και ο Ερντογάν περιβαλλόταν από ανθρώπους που του έλεγαν μόνο ναι”, δήλωσε ο Atilla Yesilada, κορυφαίος Τούρκος οικονομολόγος.

Το νόμισμα σταθεροποιήθηκε μόνο αφού η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια στο 24% τον Σεπτέμβριο του 2018, όπου παρέμειναν για περίπου 10 μήνες. Οι αυξήσεις των επιτοκίων του 2018 σταθεροποίησαν την οικονομία και μείωσαν τα φθηνά δάνεια, γεγονός που βοήθησε την Τουρκία να δημιουργήσει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών στο εναπομείναν μέρος του 2018 και κατά τη διάρκεια του 2019.

Μέχρι τα μέσα του 2019, η Τουρκία άρχισε να μειώνει ξανά τα επιτόκια και οι κρατικές τράπεζες, παρακινούμενες από την κυβέρνηση του Ερντογάν, άρχισαν να δίνουν δάνεια σε τουρκικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τροφοδοτώντας και πάλι τη ζήτηση για εισαγωγές. Ο Αγκμπάλ, ο οποίος διορίστηκε τον Νοέμβριο του 2020, αύξησε τα επιτόκια σε μια προσπάθεια περιορισμού του πληθωρισμού και επιστροφής των καταθέσεων σε ξένο νόμισμα.

“Δεν δόθηκε η ευκαιρία στον Αγκμπάλ να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε”, δήλωσε η Selva Demiralp, καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Koç της Κωνσταντινούπολης και πρώην οικονομολόγος στο Federal Reserve Board.

Ο βραχνάς των δανείων σε ξένο νόμισμα

Η απομάκρυνση του επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, που εμπιστευόντουσαν πολλοί ξένοι επενδυτές, έχει ανανεώσει τους φόβους για κρίση του ισοζυγίου πληρωμών, με την Τουρκία να μην μπορεί να πληρώσει για ουσιαστικές εισαγωγές ή να εξυπηρετήσει τα χρέη της σε ξένα νομίσματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το μεγάλο βάρος των εξωτερικών δανείων (σε ξένο νόμισμα) που λήγουν. Τα βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη των τραπεζών (δηλαδή αυτά που λήγουν εντός του επόμενου έτους) ανέρχονται σε 88,7 δισεκατομμύρια δολάρια ή 12,5% του ΑΕΠ. Το κρίσιμο διάστημα είναι αυτό του Απριλίου και του Μαΐου, όπως προειδοποιεί η Capital Economics, όταν πρέπει να εξοφληθούν 7,3 δισ. δολάρια σε αποπληρωμή χρέους. “Αυτό μπορεί να προκαλέσει κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών, διότι τώρα φαίνεται ότι η αξιοπιστία προς την Τουρκία έχει χαθεί”, δήλωσε ο Nikolay Markov, ανώτερος οικονομολόγος της Pictet Asset Management.

Όσον αφορά το ενδεχόμενο κάποιου σχεδίου διάσωσης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Ερντογάν είναι απίθανο να επιτύχει κάποια συμφωνία με το ΔΝΤ. Κατά τη διάρκεια της κρίσης το 2018, κυβερνητικοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι μια συμφωνία με το ΔΝΤ δεν περιλαμβάνεται στην ατζέντα της Τουρκίας.

Μπαλώματα με swap νομισμάτων

Το πιο πιθανό σενάριο, λένε οι επενδυτές, είναι η Τουρκία να επιδιώξει συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων (swap) με το Κατάρ. Πέρυσι, το Κατάρ δέχθηκε να αυξήσει στα 15 δισ. δολάρια, από τα 5 δισ., το ανώτατο όριο στη συμφωνία swap τουρκικής λίρας και ριάλ Κατάρ που έχουν συνάψει οι δύο χώρες από την κρίση της τουρκικής λίρας του 2018 – μια βραχυπρόθεσμη διευκόλυνση δανεισμού για να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της λίρας. Η Άγκυρα έχει προηγουμένως χρησιμοποιήσει παρόμοιες συμφωνίες και με την Κίνα.

Η αστάθεια στην κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει καταστήσει δυσκολότερη την ανάκαμψη από μια σειρά εξωτερικών σοκ. Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία έπρεπε να αντιμετωπίσει πολέμους στη γειτονική Συρία και το Ιράκ, τις τρομοκρατικές επιθέσεις και την πανδημία του κορονοϊού. Μερίδα του στρατού της Τουρκίας ξεκίνησε επίσης μια βίαια απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 που απέτυχε.

Ακόμη, ο ίδιος ο Ερντογάν έχει επεκτείνει τη δική του εμβέλεια στο τουρκικό κράτος τα τελευταία χρόνια, καταπιέζοντας τους εγχώριους αντιπάλους και παραμερίζοντας τους αντίπαλους ηγέτες στο κόμμα του. Έχει απορρίψει επανειλημμένα τις συμβουλές άλλων Τούρκων αξιωματούχων, όπως του Αγκμπάλ, οι οποίοι υποστήριζαν μια πιο συμβατική προσέγγιση στα οικονομικά θέματα.

“Η εξουσία ανήκει στον πρόεδρο”, δήλωσε ο Cavit Dagdas, πρώην αναπληρωτής υφυπουργός του τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών. “Στο τέλος της ημέρας δεν έχουν τη δύναμη ή δεν μπορούν να πείσουν τον πρόεδρο”, είπε, αναφερόμενος στους συμβούλους του Ερντογάν.

Πηγή: Wall Street Journal

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.