Το «σύστημα Παπαχελά» θέλει την Ελλάδα δορυφόρο της Τουρκίας και προωθεί την ιδέα της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο

Όταν το 2010 η Ελλάδα βρέθηκε στα νύχια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τμήματα της εγχώριας ελίτ είχαν βρει την ευκαιρία και είχαν πυκνώσει τις αναφορές τους στην γοητεία που τους ασκούσε το τουρκικό αναπτυξιακό μοντέλο.

Εκείνη την εποχή, ούτε οι χαρακτηρισμοί των Αμερικανών διπλωματών για την επικινδυνότητα του νέο – οθωμανικού πολιτικού προγράμματος της Τουρκίας (ανέφεραν ότι ο αρχιτέκτονας του νέο – οθωμανισμού, υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου ήταν «εξαιρετικά επικίνδυνος) δεν πτοούσαν εκείνους που στο εσωτερικό της Ελλάδας αναδείκνυαν με υπερβολικό τρόπο και υπερβάλλοντα ζήλο τις «αναπτυξιακές δυνατότητες» της Τουρκίας» και εκθείαζαν το «τουρκικό οικονομικό μοντέλο». Καθόλου συμπτωματικά, τότε η Τουρκία, έχοντας απέναντί της μία αποδυναμωμένη, λόγω της σφοδρής οικονομικής κρίσης, Ελλάδα, έθετε έμμεσα, άμεσα, αλλά όλο πιο πιεστικά το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο, ενώ παράλληλα πλήθαιναν οι πληροφορίες – προερχόμενες από τον τουρκικό Τύπο – περί ενδιαφέροντος για την εξαγορά των ελληνικών τραπεζών από τουρκικές τράπεζες ή τέλος πάντων από Τούρκους επενδυτές.

Σε εκείνη τη συγκυρία η ελληνική οικονομία ήταν διαλυμένη, η Τουρκία εκδήλωνε το άγχος της για την κινητικότητα της Κύπρου στο πεδίο του καθορισμού ΑΟΖ και εκμετάλλευσης των δικών της κοιτασμάτων, ο Εγκεμέν Μπαγίς χαρακτήριζε το Αιγαίο «θάλασσα του κέρδους», η Άγκυρα επιδίωκε το «γκριζάρισμα» της θαλάσσιας περιοχής του Καστελόριζου και τη σύναψη συμφωνίας με την Αίγυπτο επιδιώκοντας να επιτύχει να μην εφάπτονται οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες Ελλάδας και Κύπρου και η τουρκική τράπεζα Ziraat πατούσε με σιγουριά, για να ριζώσει, το πόδι της στην Θράκη μοιράζοντας δάνεια ενώ την ίδια στιγμή οι ελληνικές τράπεζες είχαν πρόβλημα ρευστότητας και σαφώς δεν χορηγούσαν ή χορηγούσαν με μεγάλη αυστηρότητα δάνεια.

Ας δούμε συνοπτικά πως αντιμετώπιζε τότε ένα τμήμα της εγχώριας ελίτ τον τουρκικό παράγοντα.

Η προπαγάνδα

Τηλεοπτικές εκπομπές βομβάρδιζαν το ελληνικό κοινό με την επισήμανση ότι η γραφειοκρατία εμποδίζει την ανάπτυξη των τουρκικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Διευθυντές μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων, όπως ο Αλέξης Παπαχελάς έδιναν αγώνα για την ανάδειξη του τουρκικού αναπτυξιακού μοντέλου και δημοσιογράφοι, υπενθύμιζαν την ανάκαμψη της Τουρκίας μετά την είσοδο της στον μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ. Άνευ προηγουμένου σενάρια ανέφεραν ότι η Τουρκία ενδιαφερόταν ακόμη για την αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Η Ντόρα Μπακογιάννη, τότε, ως κεντρική ομιλήτρια στο Ινστιτούτο Bab- I- Ali εκθείαζε επίσης την τουρκική οικονομία και το αναπτυξιακό μοντέλο της γείτονος. Ιδού πως αντιμετώπισαν τα τουρκικά ΜΜΕ την κα Μπακογιάννη τότε: «Τα χαρακτηριστικά της ομιλίας της κας Μπακογιάννη διακοσμήθηκαν με δυνατούς επαίνους για την ισχυρή οικονομία της Τουρκίας που έχει κινήσει κυριολεκτικά την προσοχή του Ελληνικού λαού κυρίως σήμερα που μάχονται με τα μέτρα λιτότητας προσπαθώντας να σπάσουν τα δεσμά της οικονομικής κρίσης», έγραφε τότε ο τουρκικός Τύπος.

Βέβαια, ολόκληρος αυτός ο μηχανισμός προπαγάνδας απέκρυπτε σκόπιμα ότι η «ανάρρωση» της «άρρωστης» τουρκικής οικονομίας οφειλόταν στη διοχέτευση τεράστιων κεφαλαίων από ισλαμικές χώρες, από τεράστια οικονομικά συμφέροντα που έχουν την έδρα τους στην Μέση Ανατολή και από ισλαμικά funds στη Σαουδική Αραβία ή στο Κατάρ.

Καλό επισης θα ήταν να υπενθυμιστεί και κάτι ακόμη.

Οι πιο πονηροι στην Αθήνα έθεταν ευθέως το ερώτημα: «Μήπως κάποιοι θέλουν να πείσουν την ελληνική κοινή γνώμη ότι η έξοδος της Ελλάδας από τον μηχανισμό στήριξης της Τρόικας και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα συνδυαστεί με την εισροή τουρκικών κεφαλαίων, που κάποιοι προφανώς έχουν τόσο πολύ ανάγκη».

Σε κάθε περίπτωση, μέχρι το 2010, τα εγχώρια τμήματα της πολιτικής, οικονομικής και δημοσιογραφικής ελίτ επικαλούνταν ή χρησιμοποιούσαν ως πρότυπα χώρες της «προηγμένης» Δύσης, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τις Σκανδιναβικές χώρες ή τουλάχιστον την Ιαπωνία. Ξαφνικά το 2010 ολόκληρο αυτό το σύστημα το οποίο συγκροτήθηκε από πρόθυμους να διαδώσουν τη νέο – οθωμανική ιδεοληψία πρωθιερείς, δήλωσε γοητευμένο από την Τουρκία, εγκαταλείποντας τις… φαντασιώσεις περί προσέγγισης της Ελλάδας με τις προηγμένες χώρες της Δύσης.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά, όμως, με το σήμερα;

Στρώνουν το χαλί για τη συνεκμετάλλευση

Το καλοκαίρι της εκλογικής νίκης του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας τέθηκαν πολύ σοβαροί προβληματισμοί αναφορικά με τους προσανατολισμούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Πέραν των ανταγωνισμών ανάμεσα στις λεγόμενες «φιλοαμερικανική» και «φιλογερμανική» πτέρυγες στο Μέγαρο Μαξίμου, τέθηκε το ερώτημα «Ποια θα είναι η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι της Τουρκίας;».

Ας το κάνουμε συγκεκριμένο. Το ερώτημα ήταν στην ουσία το εξής: Το ΕΛΙΑΜΕΠ θα ασκεί την εξωτερική πολιτική της χώρας; Θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε σε μία φράση τι είναι το ΕΛΙΑΜΕΠ: Μία δεξαμενή σκέψης προώθησης συγκεκριμένων πολιτικών κατευθύνσεων που έρχονται από τις ΗΠΑ, όπως επίσης προώθησης της… ελληνοτουρκικής φιλίας υπό το πρίσμα, ωστόσο, της νέο-οθωμανικής αντίληψης.

Επί του παρόντος ας μην αντιμετωπίσουμε το ΕΛΙΑΜΕΠ με βάση τη σημερινή του σύνθεση. Ας το αντιμετωπίσουμε ως διαχρονικό, περίπου θεσμοθετημένο, παράγοντας άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Πρόσωπα, όπως ο Αλέξης Παπαχελάς και ο Θάνος Ντόκος είχαν και έχουν κεντρικό ρόλο σε αυτό το σύστημα. Ο Θάνος Ντόκος έχει αναλάβει πλέον καθήκοντα αναπληρωτή συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας. Ας μην κρυβόμαστε. Υπό αυτή την ιδιότητα οι απόψεις του απηχούν τη θέση της Αθήνας για κορυφαία ζητήματα, όπως για παράδειγμα για τα ελληνοτουρκικά. Ο κ. Ντόκος λοιπόν τις προάλλες πραγματοποίησε την εξής δήλωση: «Ιδέες περί συνεκμετάλλευσης μπορούν να συζητηθούν υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης οριοθέτησης (υφαλοκρηπίδας), μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο».

Αναμφίβολα η δήλωση αυτή αποτελεί δώρο προς την Άγκυρα. Ωστόσο αποτυπώνει την διαχρονική αντίληψη ενός συστήματος μέσα στη χώρα που θέλει την Ελλάδα δορυφόρο της Τουρκίας. Θέλει δηλαδή την φτωχή Ελλάδα δορυφόρο της ραγδαία αναπτυσσόμενης τουρκικής οικονομίας το 2010, θέλει την Ελλάδα σε ρόλο κομπάρσου έτοιμη να υποχωρήσει στην επεκτατική πολιτική της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο.

Σήμερα υπάρχουν τρεις σχολές αναφορικά με τον τρόπο που πρέπει η ελληνική διπλωματία να χειριστεί την ελληνοτουρκική κρίση που προκύπτει από την παράνομη – παράλογη συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και τη Λιβύη για τις θαλάσσιες ζώνες: Η πρώτη εισηγείται την υλοποίηση επιθετικής διπλωματίας. Η δεύτερη εντάσσεται στο, αποδεδειγμένα ιστορικά, αποτυχημένο σχήμα της λεγόμενης «πολιτικής κατευνασμού». Η τρίτη τάσσεται ανενδοίαστα υπέρ της συνδιαχείρισης – συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο, με το επιχείρημα «δεν γίνεται να μην πάρει κάτι η Τουρκία». Βέβαια ακόμη και στους κόλπους των υποστηρικτών της συνεκμετάλλεσης υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ποιοτικού χαρακτήρα, στη βάση ενός ερωτήματος το οποίο είναι το εξής: Τι είδους θα είναι η συνδιαχείριση; Παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ένα είδος εμπορικής συμφωνίας; Υπάρχει πάντοτε και το ακραίο σενάριο της διχοτόμησης του Αιγαίου. Η Τουρκία έχει τεστάρει τις αντοχές – ανοχές της ελληνικής διπλωματίας. Για παράδειγμα το 2009 η Τουρκία μέσω της αεροναυτικής νατοϊκής άσκησης που έφερε την κωδική ονομασία Ηγεμών (Egemen) είχε προσπαθήσει να νομιμοποιήσει σε έναν βαθμό τις αξιώσεις διχοτομώντας επί της ουσίας στο Αιγαίο.

Σε εκείνη την αεροναυτική άσκηση συμμετείχαν εκτός από την Τουρκία, οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία και ο σχεδιασμός είχε συμπεριλάβει δύο χάρτες.

Ο πρώτος χάρτης αποστρατιωτικοποιούσε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ξεκινώντας από τον Βορά και την Θάσο και καταλήγοντας στο Καστελόριζο. Στον δεύτερο χάρτη το Αιγαίο διχοτομείτο στον 25ο Μεσημβρινό, επαναφέροντας την οριοθέτηση των περιοχών Έρευνας και Διάσωσης την οποία έχει προωθήσει η Άγκυρα από το έτος 1989 με σχετικό νόμο.

Το παραπάνω παράδειγμα υπήρξε ένας προάγγελος της «Γαλάζιας Πατρίδας» που σαν όρος συμπυκνώνει τις απαιτήσεις της Τουρκίας για τις θάλλασες, την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ που θεωρεί ότι τις ανήκουν.

Συνεπώς όταν η Τουρκία μιλά σήμερα για συνεκμετάλλευση δεν αναφέρεται στο Αιγαίο και στα νησιά του που θεωρεί γεωλογική συνέχεια της Ανατολίας ή στο Καστελόριζο. Η Τουρκία ζητά συνεκμετάλλευση νότια της Κρήτης και της Κύπρου. Η λεγόμενη Γαλάζια Πατρίδα που επικαλείται η Τουρκια περιλαμβάνει εκτός από την υφαλοκρηπίδα της, την ΑΟΖ ολόκληρης της Κύπρου και τις υφαλοκρηπίδες Καστελλόριζου, Ρόδου, Καρπάθου, Κάσου και του ανατολικού τμήματος της Κρήτης.

Οι εγχώριοι ιδεοληπτικοί θιασώτες του νεο – οθωμανισμού πάντως είναι προσεκτικοί. Δεν φτάνουν σε ευθεία διατύπωση τέτοιου είδους παραχώρησης και οι διαφοροποιήσεις τους δεν φτάνουν ακόμη μέχρι το δίλημμα συνεκμετάλλευση/συνδιαχείριση ή συγκυριαρχία.

Το «σύστημα Παπαχελα»

Το «σύστημα Παπαχελά» ας μην το περιορίσουμε στο πρόσωπο, δηλαδή στο αμφιλεγόμενο επιτελικό στέλεχος των ΜΜΕ συμφερόντων Αλαφούζου. Είναι ένα σχήμα, σχεδόν ταυτισμένο με το ΕΛΙΑΜΕΠ, που διατρέχει όλες τις περιόδους κατά τις οποίες τέθηκε ανοιχτά το θέμα της συνεκμετάλλευσης και συνδιαχείρισης στο Αιγαίο. Συμπυκνώνει την αντίληψη του Κώστα Σημίτη, ο οποίος πρόσφατα προετοίμασε την κοινή γνώμη για όχι ευχάριστες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά ή εκείνη της Ντόρας Μπακογιάννη την περίοδο που ήταν υπουργός Εξωτερικών, όταν ασκούσε παράλληλη σε σχέση με τους στόχους του τότε πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, διπλωματία. Σήμερα μερίδα του φιλοκυβερνητικού Τύπου επιχειρεί να στρώσει το έδαφος για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Είναι ο ίδιος ο Αλέξης Παπαχελάς που πριν από μερικά χρόνια καλούσε πολιτικούς και διπλωμάτες να σπάσουν μερικά ψευδή ταμπού, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν για προδοσία.

Σύμφωνα με όσα λέγονται στο παρασκήνιο το «σύστημα Παπαχελά» εμφανίζεται πολύ δραστήριο αντλώντας αυτοπεποίθηση από τη στενή διασύνδεση ή άλλως με την ιδεοληπτική εμμονή του με ένα σύστημα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ. Πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, είχε γραφτεί σε ΜΜΕ και ακουγόταν εντόνως ότι ο Αλέξης Παπαχελάς προοριζόταν για υπουργός Εξωτερικών. Η αλήθεια είναι ότι είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με τον σημερινό πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Μπορεί ο διευθυντής της Καθημερινής να μην έγινε υπουργός Εξωτερικών, το σύστημα του ΕΛΙΑΜΕΠ, ωστόσο, ο ίδιος και οι συν αυτώ διεκδικούν για τους εαυτούς τους ρόλο σκιώδους ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών.

Η προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό το πρίσμα της νέο- οθωμανικής αντίληψης από το «σύστημα Παπαχελά» έχει καταστεί αντιληπτή– όπως είδαμε πιο πάνω – εδώ και πολλά χρόνια. Ο ίδιος κύκλος δημοσιογράφων, πολιτικών, αναλυτών, ακαδημαϊκών και διπλωματών «πολέμησε» (βλέπε τα άρθρα της «Καθημερινής» εκείνη την εποχή) την στρατηγικού χαρακτήρα προσέγγιση της Ελλάδας με τον Ισραήλ και τον σχεδιασμό του ενεργειακού (και όχι μόνο) άξονα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, ενός άξονα που σχηματιζόταν ώστε να λειτουργήσει ως καθεστώς ανάσχεσης των επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Ο σχηματισμός του στρατηγικού χαρακτήρα άξονα Ελλαδας – Κύπρου – Ισραήλ προέκυψε σε συνέχεια της ολοκληρωτικής διάρρηξης των σχέσεων της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ. Σήμερα το «σύστημα Παπαχελά» βάζει εκ νέου στο τραπέζι το ζήτημα της «συνεκμετάλλευσης» του Αιγαίου Πελάγους. Η καταδικασμένη να αποτύχει στρατηγική του «κατευνασμού» έναντι της Τουρκίας που ακολουθείται από την Αθήνα, ενισχύεται από την απόπειρα επιβολής της στρατηγική της «δορυφοροποίησης» της χώρας από το σύστημα του ΕΛΙΑΜΕΠ, που επιδιώκει να έχει ακόμη πιο καθοριστικό ρόλο στην χάραξη της εξωτερικής πολιτικής.

Ένα ακόμη παράδειγμα του υπονομευτικού ρόλου που διαδραματίζει ο εν λόγω κύκλος είναι το πρόσφατο Delphi Forum που διεξήχθη στις ΗΠΑ πριν από λίγο καιρό και έχει εμπλοκή το ΕΛΙΑΜΕΠ και η Καθημερινή. Εκεί εκδηλώθηκε η ανησυχία της αμερικανικής πλευράς και συγκεκριμένα του υπουργού Εμπορίου Γουίμπουρ Ρος προς τον Έλληνα υπουργό Ανάπτυξης, Άδωνι Γεωργιάδη για την εφόρμηση των κινεζικών συμφερόντων στον ελληνικό χώρο. Και βέβαια δεν είναι τυχαία η στάση του ΣΚΑΪ, όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και τώρα, οι… περίεργες ανταποκρίσεις από την Κωνσταντινούπολη, η εκτεταμένη χρήση «τουρκικών πηγών» και οι καταγγελίες βέβαια για χρηματοδότηση από Τούρκους κεφαλαιούχους που αξιώνουν (και έχουν τελικά) «φιλοτουρκική γραμμή». Σε κάθε περίπτωση το «σύστημα Παπαχελά» θέτει σε κίνδυνο τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, όσο εμπλέκεται στην χάραξη εξωτερικής πολιτικής. Πολλά για την τύχη του πάντως θα κριθούν μετά τις επόμενες αμερικανικές εκλογές.

LaPolitica

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.