Συνέντευξη στην Εποχή και τον Παύλο Κλαυδιανό του οικονομολόγου Κώστα Μελά

Με την κατάθεση του προϋπολογισμού, έχουμε πια μια πιο σαφή εικόνα της οικονομικής, κυρίως της δημοσιονομικής, πολιτικής της κυβέρνησης. Δεν αποπνέει δυσκολίες, ένα στρίμωγμα;

Όντως, συναντά δυσκολίες διότι μια προεκλογική ρητορική, η οποία εν μέρει συνεχίζεται, είχε δημιουργήσει πολλές θετικές προσδοκίες ως προς τις ικανότητες αυτής της κυβέρνησης να χειριστεί την πραγματικότητα η οποία πίστευε ότι ήταν διαφορετική. Ότι θα μπορούσε, δηλαδή, με απλές συνταγές οικονομικής πολιτικής, οι οποίες προσεγγίζουν, να το πω κομψά, νεοφιλελεύθερες συνταγές, ήταν πάρα πολύ απλό να αντιστρέψει την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Επομένως, η αδήριτη πραγματικότητα όχι μόνο της ελληνικής, με τα ποικίλα δομικά προβλήματα και υποχρεώσεις, αλλά και το γενικότερο διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο, καθιστούν αυτή την πορεία δύσκολη. Εγκαθιστούν περιορισμούς που είναι δύσκολο και καθόλου εύκολο να τους υπερβείς. Επομένως, έρχεται τώρα η κυβέρνηση και βλέπει ότι πράγματι υπάρχουν προβλήματα. Έχει ξεχάσει το περίφημο 4% της ανάπτυξης, δεν λέει για τις τρομακτικές επενδύσεις που θα έλθουν από το εξωτερικό, τη λειτουργία του κράτους κτλ, κτλ.

Μίλησες για προσδοκίες, αλλά όπως καλά γνωρίζεις οι προσδοκίες έχουν υλικότητα, έχουν κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις όταν δεν εκπληρώνονται. Πώς θα το υπερβεί αυτό τώρα;

Έχεις απόλυτο δίκιο, οι προσδοκίες δημιουργούν ουσιαστικά πραγματικότητα, δύσκολα βγαίνουν απ’ τα μυαλά των ανθρώπων. Αλλά στην πολιτική, όπως γνωρίζεις, όλα μπορεί να ειπωθούν, ν’ αλλάξουν ή αναιρεθούν αν και στο τέλος γίνεται ο λογαριασμός. Αυτό που θα ήθελα να πω είναι ότι η ελληνική οικονομία είναι μια προβολή του προγράμματος που ακολουθούμε τα 4 – 5 τελευταία χρόνια. Δεν βλέπω σημαντικές διαφοροποιήσεις εκτός από τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της νέας κυβέρνησης για μείωση των φόρων των επιχειρήσεων που θα προκαλέσουν επενδύσεις και παραγωγή και πλούτο που θα αρχίσει να διαχέεται προς τα κάτω και τα άλλα γνωστά λεγόμενα. Μάλιστα, μείωσε, στην ίδια λογική, και τον φόρο των μερισμάτων ενώ θα μπορούσε, πχ κάτι που έχει ζητήσει και ο ΣΕΒ και το είχε προαναγγείλει και ο ΣΥΡΙΖΑ, να αυξήσει τον συντελεστή αποσβέσεων. Τώρα, ως προς τους συγκεκριμένους αριθμούς του Προϋπολογισμού, για τους οποίους και θα κριθεί η κυβέρνηση, έχει σχεδιάσει μια δημοσιονομική επέκταση της τάξης περίπου 1 δισ. που έρχεται να την καλύψει με 600 περίπου εκ. ευρώ από τον ΕΝΦΙΑ περιοχών που δεν είναι ενταγμένες και μια σειρά άλλα μέτρα. Τα υπόλοιπα 370 εκ., περίπου, που λείπουν θεωρεί ότι θα εισπραχθούν από την αύξηση του ΑΕΠ. Εκεί είναι η δική μου ένσταση.

Επισφαλής πρόβλεψη

Πώς βλέπεις, εσύ, την πορεία του ΑΕΠ το 2020; Η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση 2,8%.

Έως τώρα κανένας οργανισμός, διεθνής ή εγχώριος, δεν συμφωνεί μ’ αυτή την πρόβλεψη. Πρώτον, υπολογίζουν στην Κυβέρνηση, ότι το 1 δισ. δημοσιονομική επέκταση, μέσω της μείωσης της φορολογίας, έχει πολλαπλασιαστή πάνω από τη μονάδα, και θα προκαλέσει άνοδο του ΑΕΠ κατά 0,5 %. Αυτό, όμως, είναι εξαιρετικά επισφαλές. Το δεύτερο, είναι ότι μεγάλο μέρος της ανόδου του ΑΕΠ θα προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων, περίπου 13% (σε απόλυτα νούμερα 3,5 δις ευρώ νέες επενδύσεις). Μάλιστα θεωρεί ότι το 2019 θα κλείσει με αύξηση επενδύσεων 8,8% όταν το πρώτο εξάμηνο η αύξηση ήταν μηδενική. Και αυτό λοιπόν έχει αβεβαιότητα, διότι οι επενδύσεις είναι από τα πιο αβέβαια μεγέθη. Το τρίτο είναι η πρόβλεψη ότι θα αυξηθεί η ιδιωτική κατανάλωση. Μάλιστα υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στην εξωτερική ζήτηση, η οποία εξάλλου έχει στομώσει, αλλά να στηριχθούμε στην εγχώρια. Σημειώνουμε εδώ τον κίνδυνο επιδείνωσης του εξωτερικού ισοζυγίου της οικονομίας, λόγω αύξησης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που ικανοποιούν καταναλωτικούς είτε παραγωγικούς σκοπούς. Τώρα, με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ’ τρίμηνο του 2019,(αύξηση με ρυθμό 2,3% σε ετήσια βάση, χάρη σε ισχυρή στήριξη από τον τουρισμό), έχουμε αναθεώρηση και των στοιχείων για τα δύο πρώτα τρίμηνα. Συγκεκριμένα το ΑΕΠ του α’ τριμήνου αυξάνει από 1,1% στο 1,4% και του β’ τριμήνου από 1,9% σε 2,8% σε σχέση με τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2018.

Όμως, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου, η κατανάλωση των νοικοκυριών, παρά τα μέτρα που είχαν παρθεί επί ΣΥΡΙΖΑ – αύξηση κατώτατου μισθού, κατάργηση του υποκατώτατου, κατά ένα μέρος 13η σύνταξη κτλ , και τη μείωση της φορολογίας από τη ΝΔ– δεν έχει μετατραπεί στην αναμενόμενη κατανάλωση. Είναι ελαφρά θετική με μια ταυτόχρονη αύξηση της αποταμίευσης. Αυτό αποδίδεται, πιθανόν, στο ότι πολλά νοικοκυριά, παρ’ ότι αυξήθηκε το διαθέσιμό τους εισόδημα, δεν το καταναλώνουν αλλά το αποταμιεύουν για να απομοχλεύσουν κάπως τη θέση τους, δηλαδή ν’ αρχίσουν να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Διότι αισθάνονται ότι πλέον, μετά τις 120 δόσεις, απειλούνται οι περιουσίες τους που έχουν, πχ, υποθηκεύσει κτλ. Η δική μου πρόβλεψη είναι 2,2% – 2,4% άνοδο του ΑΕΠ το 2020 ενώ το 2019 να πάει γύρω στο 2,0%.

Αναφέρθηκες στα επεκτατικά μέτρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Είχαν τότε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Ποιο το σχόλιό σου, τώρα;

Συζητώντας για την ελληνική οικονομία, πρέπει κάποια στιγμή να κάνουμε αποτίμηση ορισμένων μέτρων, αντιλήψεων και πολιτικών. Για παράδειγμα, η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου, οι οποίες όταν έγιναν ξεσήκωσαν θύελλα από ομάδες παραγόντων της οικονομίας, ακαδημαϊκών, καθηγητών, οικονομολόγων κτλ τώρα δεν μιλούν. Έχουμε όμως τα πρώτα στοιχεία, τώρα, και βλέπουμε ότι δεν φαίνεται να είχαν ιδιαίτερη επίδραση στη διαχρονική εξέλιξη του μισθολογικού κόστους, καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2019 ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε κατά 1,8% έναντι αύξησης 5% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, ενώ το δεύτερο τρίμηνο κυμάνθηκε σε συγκρίσιμα επίπεδα (2,2% το 2019 έναντι 2,7% το 2018).

Μη ευνοϊκό περιβάλλον

Πάμε τώρα στους δανειστές μας. Παρακολουθώντας τις δηλώσεις του κ. Ρέγκλινγκ, αυστηρές και πολύ προσεκτικές πάντοτε, δεν έχει αλλάξει την οπτική του για την ελληνική οικονομία και τη διαχείρισή της από την εποχή ΣΥΡΙΖΑ. Είναι το ίδιο «σφικτoί» και όπως είδαμε τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα θα επιστραφούν αλλά θα αφαιρεθούν, όπως γινόταν και πριν, από το χρέος. Πάντα ο ESM μιλάει για τη βιωσιμότητα του χρέους και τα συναφή.

Νομίζω ότι όπως προκύπτει από διάφορες τοποθετήσεις τους οι δανειστές είναι πολύ προσεκτικοί και ότι θα επιχειρήσουν να ξαναεκτιμήσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους την Άνοιξη. Γι’ αυτό και δεν απάντησαν στο αίτημα της κυβέρνησης να χρησιμοποιηθούν αυτά τα 760 εκ. των κερδών των ελληνικών ομολόγων για επενδύσεις. Αυτό θα εξαρτηθεί από τον νέο υπολογισμό για τη βιωσιμότητα του χρέους, έως τον Απρίλιο. Σ’ αυτό ποντάρει και η κυβέρνηση για το 2021 – 2022 να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Το περιβάλλον, βέβαια, αυτή τη στιγμή δεν είναι ευνοϊκό, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτε. Έχουμε, πχ, μια μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού κράτους και αυτό, πιθανόν, παίζει ένα θετικό ρόλο. Αλλά αυτό μπορεί να θεωρηθεί συγκυριακό, οι δανειστές δεν είναι εύκολοι παίκτες. Το συμπέρασμα είναι ότι ένα από τα βασικά αιτήματα που πρόβαλλε προεκλογικά η ΝΔ, ότι ως κυβέρνηση θα διαπραγματευθεί με κάθε τρόπο τη μείωση των πλεονασμάτων δεν επαληθεύεται, προς το παρόν.

Βλέπουμε μια δυσκολία, εκ μέρους των δανειστών, ακόμη και να αποδεχθούν το αίτημα για αποπληρωμή ενός δεύτερου κομματιού του ακριβού χρέους του ΔΝΤ.

Ναι, και νομίζω ότι η δυσκολία έγκειται στο ότι αυτοί επιθυμούν το απόθεμα που έχει δημιουργηθεί επί ΣΥΡΙΖΑ είναι γι’ αυτούς ένα σημαντικό κομμάτι αξιοπιστίας έναντί τους. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος.

Ας έλθουμε στις Τράπεζες. Εγκρίθηκε το σχέδιο «Ηρακλής», αλλά καθυστερεί η εφαρμογή του. Συναντά δυσκολίες;

Νομίζω ότι θα αργήσει λιγάκι ακόμη για τεχνικούς λόγους. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι δεν φθάνει ο «Ηρακλής» (θα καλύψει μόνο 40% των κόκκινων δανείων), χρειάζεται και το σχέδιο που έχει υποβάλει η Τράπεζα Ελλάδος προκειμένου να καλυφθεί και το υπόλοιπο 60%. Αν δούμε ότι υπάρχουν δυσκολίες, όπως είπε ο ίδιος ο διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος, αμέσως θα αρχίσει να λειτουργεί και το σχέδιο της Τραπέζης Ελλάδος. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν σημαντικά προβλήματα. Οι χορηγήσεις τον Σεπτέμβριο προς τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) εξακολουθούν να είναι αρνητικές παρότι οι ροές προς τις επιχειρήσεις είναι θετική ,2,2% σε ετήσια βάση (κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις). Δηλαδή, οι τράπεζες, προσπαθούν να χορηγήσουν δάνεια στις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν υψηλή πιστοληπτική ικανότητα. Όμως, όπως γνωρίζεις, η ελληνική οικονομία απαρτίζεται από ένα εκατομμύριο μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες στερούνται ρευστότητας.

Πηγή: Η Εποχή