ΣΥΡΙΖΑ : Ιδανικός Αυτόχειρας (αλλά και Μέγας Ευεργέτης του Παλαιοκομματισμού)…

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Σχεδόν σε όλα τα άρθρα μου που αφορούν τον ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012 και μετά, από τότε δηλαδή που αναρριχήθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ακολούθως όταν έγινε κυβέρνηση, δεν παρέλειπα να σημειώνω, ανάμεσα σε άλλα, και ένα θεμελιώδες ζήτημα το οποίο εκτιμούσα ότι θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία ή μη του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ να κεφαλαιοποιήσει ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος, πέραν του παραδοσιακού δικού του, που διαχρονικά κυμαίνονταν πέριξ ενός 3% και βεβαίως που θα καθόριζε τρεχόντως και τον χρόνο παραμονής του στην εξουσία σε κάθε δε περίπτωση, θα τον καθιστούσε ως το άλλο «δίπολο» ενός διπολισμού του παλιού καλού καιρού, τότε δηλαδή που δύο κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία, αυτά που μας οδήγησαν στο 2010 κι από εκεί στο 2019.

Επεσήμαινα, πως ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να αντιληφθεί ότι ιδεολογικά, στη διαχρονική του πορεία (από την εποχή του ΚΚΕεσ και του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ), πάντα εκπροσωπούσε μια ισχνή λαϊκή μειοψηφία, που ήταν αυτή που συνιστούσε και τη διαχρονική του εκλογική επιρροή (πέριξ του 3%) και υπογράμμιζα ιδιαιτέρως, ανάμεσα σε άλλα, πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούσε ως κυβέρνηση να διαχειριστεί τα λεγόμενα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, για τα οποία οι απόψεις του βρίσκονται πάντα σε οξεία αντιπαράθεση με τις επ’ αυτών απόψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, τότε, θα διαπίστωνε ότι αυτό θα αποτελούσε και την αρχή του πολιτικού του τέλους -υπό την έννοια της επιστροφής του στον «φυσιολογικό» του χώρο του 3% -ή κάπου εκεί γύρω. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε αναρριχηθεί στη κυβέρνηση με τον λαό να του αναθέτει την εντολή να εφαρμόσει αυστηρά το αντιμνημονιακό του πρόγραμμα και όχι να μετουσιώσει σε κυβερνητική πολιτική τα ιδεολογήματα και τις ιδεοληψίες του επί εθνικών θεμάτων, παλαιών (όπως π.χ. το Σκοπιανό) και νέων (όπως π.χ., αυτό της παράνομης μετανάστευσης). Ουδέποτε έλαβε εντολή να διαχειριστεί αυτά τα ζητήματα, είναι δε βέβαιο πώς να τη ζητούσε δεν θα την ελάμβανε. Όμως, αυτό, δηλαδή, την υποχρέωση σεβασμού των συντριπτικά πλειοψηφικών απόψεων ενός λαού πάνω σε θέματα κοινωνικά και ηθικά που θεωρούνται από τον ίδιο ως «αδιαπραγμάτευτα», ένα κόμμα που εκτός του «ηθικού» του πλεονεκτήματος που διαφήμιζε κατά κόρο, όφειλε με βάση και τις αρχές της Δημοκρατίας, που και ως προς αυτές επιχείρησε να αναπτύξει την εικόνα μιας προνομιακής σχέσης μαζί της -σε βαθμό που πας αντιδρών μαζί του κυρίως επί εθνικών θεμάτων να «λούζεται» τον χαρακτηρισμό του «φασίστα»  και «ακροδεξιού»-, να σεβαστεί -τουλάχιστον αυτό. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ, αντέστρεψε τα πάντα σε ό,τι αφορούσε το περιεχόμενο της λαϊκής εντολής που έλαβε. Αντέστρεψε το προεκλογικό του πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (Σεπτέμβριος του 2004), αντέστρεψε τη λαϊκή εντολή του Δημοψηφίσματος του 2015, αντέστρεψε την εντολή να «σκίσει» τα Μνημόνια φέρνοντας ένα τρίτο ακόμα χειρότερο, και ως κορωνίδα σ’ αυτόν τον ατελεύτητο κύκλο των κυβιστήσεων, άρχισε να ασχολείται και νομοθετεί για ζητήματα που άπτονται του σκληρού πυρήνα των  «αδιαπραγμάτευτων» εθνικών ευαισθησιών του ελληνικού λαού, όπως το Σκοπιανό, αλλά και το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης που απειλεί την ίδια την κοινωνική και εθνική συνοχή του λαού αυτού εν ονόματι του «πλούτου» ενός πολυπολιτισμού, το αξιακό περιεχόμενο του οποίο αγνοείται διεθνώς, ή μάλλον, περιεχομενοποιείται ανάλογα με την ιδεοληψία του καθενός (τρεχόντως δε, με την νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία για την παγκοσμιοποίηση, η οποία βρίσκει και ένα απρόσμενο σύμμαχο στην Διεθνιστική αριστερή αντίληψη των πραγμάτων).

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένας ιδανικός αυτόχειρας. Την χαριστική βολή εναντίον του ίδιου του τού εαυτού, την έδωσε όταν αποφάσισε να προχωρήσει έργω στην ιδεοληπτική του «επίθεση» -και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση- εναντίον ενός μείζονος για την πλειοψηφία του λαού ζητήματος, αυτό του ονόματος των Σκοπίων, το οποίο ίσως και να εκλήφθηκε (μετά από κάποιες δηλώσεις περί της μονοφαγίας της Ελλάδας, που δεν μπορεί να τα θέλει όλα δικά της στο Αιγαίο) ως η απαρχή και άλλων παρόμοιων «πρωτοβουλιών», ενώ, επίσης, παράλληλα πάντα υπέβοσκε η βαθειά αντίθεση της κυβερνητικής ιδεοληψίας για το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης και των αντίστοιχων ανησυχιών μεγάλων τμημάτων του λαού, ένα ζήτημα εκ των «νέων» εθνικών ζητημάτων με τεράστιες εθνικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν κεφαλαιοποίησε κανένα επί πλέον ποσοστό πέραν του παραδοσιακού «δικού του» πέριξ του 3%, αλλά, μετατράπηκε στην ουσία σε κεκρόπορτα μέσω της οποίας όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ διατηρήθηκε ζωντανό, έστω και με τίμημα το συντριπτικό τμήμα της εκλογικής του βάσης να μεταναστεύει προς το παραδοσιακά πιο συγγενικό πολιτικό κόμμα -τον ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος λειτούργησε και ως ξενιστής του), ενώ στις εκλογές του Γενάρη του 2015, είχε προσφέρει και μια ακόμα υπηρεσία, στην τότε καταρρέουσα Νέα Δημοκρατία, την οποία αν είχε αφήσει να εξαντλήσει την τετραετία της, έως το 2016, είναι βέβαιο ότι θα την περιόριζε σε ένα ποσοστό που θα ανταγωνίζονταν το σχεδόν «εξαφανισμένο» ΠΑΣΟΚ, ώστε τα δύο παραδοσιακά κόμματα του διπολισμού τα οποία μας έφεραν στο 2010, να μην άθροιζαν και τα δύο πάνω από ένα 15%-20%.

Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, μπορούμε να πούμε ότι έσωσε κυριολεκτικά τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ με έναν όμως τρόπο που επί του παρόντος είναι πολιτικά παράδοξος : είναι ίσως η πρώτη φορά που το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, να συγκροτείται ως τέτοιο τόσο στη βάση όσο  και στο στελεχιακό του δυναμικό από ένα άλλο κόμμα, το οποίο δεν αφομοιώθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, αφομοίωσε τον ΣΥΡΙΖΑ αφήνοντάς του ψιλώ δικαιώματι την ιδιοκτησία του τίτλου του -αν δεν αλλάξει κι αυτός. Και αν ακόμα και σήμερα κομπάζει ο ΣΥΡΙΖΑ πως «επεβίωσε» στις χτεσινές ευρωεκλογές ως ο δεύτερος πόλος του διπολισμού, κρατώντας ένα ποσοστό γύρω στο 25%, προσωπικά πιστεύω ότι, ακόμα κι αν συμβεί κάτι το συνταρακτικό και ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίσει αισθητά την έκταση της ήττας του (περίπου 9 μονάδες διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία) έως τις εθνικές εκλογές σε ένα μήνα περίπου από σήμερα, και πάλι, εντός της επόμενης τετραετίας, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να συγκρατήσει τους -εναπομένοντες σ’ αυτόν- δυσαρεστημένους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ και δεν αρχίσει η παλιννόστηση και αυτών σταδιακά αλλά γοργά (ιδίως μετά και την εκλογική αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ στη τρίτη θέση) στην «βάση τους». Οι οπαδοί αυτοί -αλλά και των άλλων πολιτικών δυνάμεων που είχαν «μετακομίσει» στον ΣΥΡΙΖΑ αναζητώντας απελπισμένα ένα καταφύγιο από την μνημονιακή λαίλαπα-, δεν γνωρίζω γιατί να συνεχίσουν να εξακολουθούν να επιλέγουν έναν ΣΥΡΙΖΑ που τους πρόδωσε και να μην επιλέξουν να επιστρέψουν στα προηγούμενα κόμματά τους, τα οποία έτσι κι αλλιώς, κι αυτά έχουν πέσει στη πλειοδοσία για το ποιο θα τους (ξανα)«σώσει» πιο αποτελεσματικά «από εδώ και πέρα».  Όμως, με έναν ΣΥΡΙΖΑ που πλέον θα βαρύνεται με πολιτικές κατηγορίες και μομφές όχι λιγότερο χειρότερες από εκείνες που αποδίδονται στον παλαιοκομματισμό, όντας, πλέον, και ο ίδιος σαρξ εκ της σαρκός του, προς τι ένας πρώην ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ να επιθυμεί να εξακολουθεί να βρίσκεται σε ένα κόμμα, που επί πλέον, το βαρύνει και η μομφή, πως αν οι πολιτικές δυνάμεις του παλαιοκομματισμού «διαφθάρηκαν» όντας στην εξουσία δεκαετίες, τι να πουν τότε για τον ΣΥΡΙΖΑ που απώλεσε το «ηθικό του πλεονέκτημα» στη διάρκεια μιας και μόνο κυβερνητικής θητείας τεσσάρων ετών; Βέβαια, το ότι η εκλογική προτίμηση του λαού στο σύνολό του φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογη της εκτίμησής του για τους ίδιους τους πολιτικούς του ταγούς τους οποίους ψηφίζει, αυτό λίγη σημασία έχει για ένα λαό που έχει ντοπαριστεί εδώ και δεκαετίες, να παίζει με αξιοθαύμαστη υπομονή και επιμονή το παιχνίδι του «κοψοχέρη», δηλαδή, σχεδόν αμέσως μετά την κάθε εκλογική αναμέτρηση να μέμφεται τον εαυτό του που  «δεν έκοβε το χέρι του» όταν ψήφιζε!  Όσοι από εμάς είναι κάποιας ηλικίας -ας πούμε άνω των εξήντα- αυτό το έχουμε βιώσει, και ήδη έχουν αρχίσει να το βιώνουν και οι νεώτεροι μα αξιοθαύμαστη συνέπεια προς τους «κανόνες» αυτού του παιχνιδιού. «Ποτέ μην επιλέγεις κάτι πέραν εκείνου που γνωρίζεις, όσο κι αυτό το έχεις στη συνείδησή σου απαξιωμένο πολιτικά και ηθικά».

Όμως, όπως και να έχει το πράγμα, είτε με την Νέα Δημοκρατία αναστημένη και κυρίαρχη του ενός άκρου του πολιτικού διπόλου και ενός ΣΥΡΙΖΑ (ή ΠΑΣΟΚ) στο άλλο άκρο του διπόλου, η ουσία είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έσωσε -κυριολεκτικώς δε, τον ανέσυρε από τον εκλογικό του τάφο- τον δικομματισμό στην Ελλάδα και μάλιστα υπό την παλιά καλή του σύνθεση και δομή.

Υπ  αυτή την έννοια, ο Παλαιοκομματισμός οφείλει ένα μεγάλο ευχαριστώ στον ΣΥΡΙΖΑ, διότι αν σήμερα υπάρχει ακμαίος και ρωμαλέος όπως παλιά, αυτό το οφείλει αποκλειστικά σ’ αυτό το κόμμα που χάρη και μόνο σε μια απίστευτη πολιτική ανωριμότητα έχασε μια ιστορική ευκαιρία να κυβερνά για τις επόμενες πολλές τετραετίες. (Το ανάλογό του, από πλευράς τέτοιας ευκαιρίας, ήταν, για μένα, η περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας του Κώστα Καραμανλή, όταν η περίφημη «Επανίδρυση» του Κράτους δεν αποδείχτηκε απλώς ένα σλόγκαν κενό περιεχομένου, αλλά κι εκείνος ο στόχος μετατράπηκε στο αντίθετό του). Είναι ο Μέγας του Ευεργέτης, κι αυτό καμιά αγνωμοσύνη εκ μέρους του Ευεργετηθέντος δεν αλλάζει αυτή την πραγματικότητα, (μια αγνωμοσύνη άλλωστε αναμενόμενη με βάση την ιστορική εμπειρία).

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.