Στον ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν να καταλάβουν ότι διαλέγουν δρόμους που θα κάνουν την κρίση του κόμματος ακόμη μεγαλύτερη
Όλα τα σημάδια από την ακήρυκτη «κούρσα διαδοχής» στον ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπουν σε μια κατάσταση όπου τα πράγματα θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Απουσιάζει ο πολιτικός λόγος και περισσεύει ένας ιδιότυπος «διαδρομισμός» που μικρή σχέση έχει όχι μόνο με την αριστερά, αλλά και την ίδια την πολιτική.
Όλα παίζονται γύρω από το εάν θα υπάρξει «συνεννόηση», στο όνομα της αποφυγής «διάσπασης», στο ποιος «προηγείται» στην επετηρίδα, στη «διαδικασία».
Ακόμη και οι άτυπες υποψηφιότητες περιορίζονται σε μια συζήτηση για την εικόνα, παρά σε μια προσπάθεια να κατατεθεί κάποιος πολιτικός λόγος.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα γίνει μια «διαρροή» για την επιθυμία αριστερής στροφής – λες και θα έβγαινε κάποιος σε ένα αριστερό κόμμα και θα έλεγε ρητά ότι προτίθεται να κάνει «δεξιά στροφή».
Και μέσα σε όλα αυτά απουσιάζει η ουσιαστική πολιτική τοποθέτηση, το όραμα και η στρατηγική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ για μια περίοδο είχε στρατηγική. Τη διατύπωσε το 2012 και την είπε «κυβέρνηση της αριστεράς». Καλώς ή κακώς συναντήθηκε με μια κοινωνία που είχε τρομάξει από τις μνημονιακές κυβερνήσεις και πίστεψε στην πολιτική αλλαγή τόσο που ακόμη και όταν υπήρξε η «κωλοτούμπα» του 2015 τελικά έδωσε δεύτερη ευκαιρία. Και ο ΣΥΡΙΖΑ αναμετρήθηκε με την εξουσία, κατάφερε να εφαρμόσει το μνημόνιο, χωρίς να χρειαστεί επόμενο και κάπως να αρχίσει να ανατάσσει την κοινωνία και την οικονομία. Είχε αναπόφευκτη φθορά, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερε να είναι αξιωματική αντιπολίτευση με ένα αξιοπρεπές ποσοστό.
Και τότε άρχισαν τα δύσκολα.
Η ελληνική κοινωνία είχε περάσει ήδη μια μεγάλη περίοδο φόβου και ανασφάλειας στην εποχή των μνημονίων. Για ένα διάστημα το διαχειρίστηκε αυτό με μια αγωνιστική ανάταση και ένα μεγάλο παρατεταμένο λαϊκό κίνημα και για ένα διάστημα με υπομονή. Λίγο μετά τις εκλογές του 2019 πέρασε ένα νέο σοκ φόβου με την πανδημία. Αυτό τον φόβο, η κυβέρνηση κατάφερε να τον διαχειριστεί μέσα από μια πολιτική παροχών επιδοματικού χαρακτήρα που όμως προσέφεραν μια ανακούφιση.
Αυτό διαμόρφωσε μια κατάσταση όπου η κοινωνία υπό το βάρος ενός φόβου – που δεν μετατρεπόταν σε αγωνιστικότητα – μετατοπιζόταν προς τα δεξιά, χωρίς αυτό να αναιρεί ότι υπήρχε και δυσαρέσκεια και σε κάποιες στιγμές οργή (ιδίως γύρω από την τραγωδία στα Τέμπη).
Η κυβέρνηση μπορούσε να παρουσιάζει ως «αντίδοτο» στον φόβο τη «σταθερότητα», δηλαδή την υπόσχεση ότι εάν υπάρξει νέος κίνδυνος, πάλι θα υπάρξει κάποιους είδος παρέμβαση.
Την ίδια ώρα μέσα σε μια κοινωνία που πήγαινε προς τα δεξιά, εύλογο ήταν ακόμη και η δυσαρέσκεια να αναζητήσει ακροδεξιά έκφραση.
Απέναντι σε όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να κάνει μια προεκλογική εκστρατεία στηριγμένη στη λογική του «ώριμου φρούτου» χωρίς να μπορεί να προσφέρει εναλλακτική, καταλήγοντας σε δύο καταστροφικά εκλογικά αποτελέσματα.
Αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να απαντήσει πολύ σοβαρά ερωτήματα.
Μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος σε μια ΝΔ που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή;
Μπορεί να το κάνει αυτό ως ΣΥΡΙΖΑ ή ως κάτι άλλο, π.χ. ένα νέο κόμμα;
Ποιος πρέπει να είναι ο κεντρικός τόνος και η εναλλακτική;
Ποια ηγετική προσωπικότητα μπορεί να σταθεί απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη;
Αυτά τα ερωτήματα θα έπρεπε να απαντά σήμερα όποια και όποιος θέλει να διεκδικήσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Να εξηγεί, δηλαδή, εάν έχει όραμα για μια αριστερή ή προοδευτική εκδοχή εξουσίας και με ποιο περιεχόμενο και ποιο «οδικό χάρτη» για την προοδευτική παράταξη.
Μόνο που φοβάμαι ότι αυτό δεν θα το δούμε.
Θα δούμε ένα τελικό πλασάρισμα υποψηφιοτήτων με βάση εσωκομματικούς συσχετισμούς και «συνεννοήσεις», που ορίζοντα θα έχει απλώς την ηγεσία σε έναν ΣΥΡΙΖΑ που όχι μόνο θα υποχωρεί πολιτικά και εκλογικά, αλλά με αυτόν τον τρόπο θα συμβάλλει εκ του αποτελέσματος στη δεξιά στροφή, σε μια εποχή που διάφορα κέντρα θα προσπαθούν να αναδείξουν την «Ελληνίδα Τζόρτζια Μελόνι».
Και σε αυτό το φόντο, όποιος ή όποια και εάν είναι ο ηγέτης ή η ηγέτιδα του ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη μέρα, στην πραγματικότητα θα ηγηθεί μιας δυναμικής που ορίζοντα έχει το μονοψήφιο ποσοστό στις ευρωεκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή του τη μορφή, την κουλτούρα, τη λογική έχει κλείσει τον κύκλο του.
Χρειάζεται κάτι νέο, που να μπορεί να παντρέψει τον ριζοσπαστισμό με την προοπτική εξουσίας. Αυτό θέλει κοινωνικές δυνάμεις, διανοητική προσπάθεια και νέους τρόπους πολιτικής (και όχι μόνο «επικοινωνίας»).
Αυτή είναι η δοκιμασία για όποια και όποιον θέλει να ηγηθεί.
Όλα τα άλλα είναι συνταγές για την καταστροφή.