Μίχαλος: Προκλήσεις και προσδοκίες για το 2019

Το 2018 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τη χώρα, καθώς η έξοδος από τα προγράμματα στήριξης σηματοδότησε -ουσιαστικά και συμβολικά- ένα νέο ξεκίνημα, σημειώνει σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος.

Και συνεχίζει:

Μετά από οκτώ δύσκολα χρόνια, τα μνημόνια είναι πλέον παρελθόν και τα χειρότερα για την ελληνική οικονομία φαίνεται να βρίσκονται πίσω μας.

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πότε και αν θα μπορέσουμε να πάμε πραγματικά καλύτερα.

Ο δρόμος μπροστά είναι κάθε άλλο παρά εύκολος και πρέπει να τον βαδίσουμε, έχοντας πια την κύρια ευθύνη για τη μελλοντική πορεία της χώρας.

Μια που έχει συρρικνωθεί κατά 25% και πλέον τα τελευταία χρόνια, δεν αρκεί απλώς να βγει από το φάσμα της ύφεσης.

Χρειάζεται γρήγορους και ταυτόχρονα διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Χρειάζεται να παράγει περισσότερο εθνικό πλούτο, για να μπορέσει η χώρα να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος της, για να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, για να μπορέσει να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και να εξαλειφθούν, σταδιακά έστω, οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι προβλέψεις για ανάπτυξη της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ το 2018, δημιουργούν μεν συγκρατημένη αισιοδοξία, αλλά δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση εφησυχασμό.

Εάν ο ρυθμός ανάπτυξης δεν επιταχυνθεί αισθητά, η ελληνική οικονομία θα βρεθεί ξανά σε αδιέξοδο.

Είναι τώρα η κρίσιμη περίοδος, στην οποία θα πρέπει να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Τώρα πρέπει να εστιάσουμε στην προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και επενδύσεων από το εξωτερικό, να στηρίξουμε την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, να ενισχύσουμε τη διαφοροποίηση και το τεχνολογικό περιεχόμενο των προϊόντων και των υπηρεσιών μας, με σκοπό να αυξηθεί η αξία των ελληνικών εξαγωγών.

Οι στόχοι αυτοί δεν επιτυγχάνονται αυτόματα, επειδή βγήκαμε από τα μνημόνια.

Απαιτούν σχέδιο, συντονισμό, αποτελεσματικότητα.

Τα εμπόδια εξακολουθούν να είναι πολλά, με κυριότερο το αρνητικό χρηματοδοτικό περιβάλλον.

Οι τράπεζες, οι οποίες αποτελούν το κλειδί για την ανάκαμψη της οικονομίας, αδυνατούν να παρέχουν νέες πιστώσεις, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις δανείζονται στις διεθνείς χρηματαγορές με υψηλότερα επιτόκια, σε σχέση με τους ανταγωνιστές.

Είναι σαφές ότι, χωρίς υγιείς τράπεζες, χωρίς νέες πιστώσεις, χωρίς ανταγωνιστικά επιτόκια δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε βιώσιμη ανάπτυξη.

Υπάρχει, επίσης, το μεγάλο «αγκάθι» της υψηλής φορολογίας, αλλά και μια σειρά ακόμη από προβλήματα, που εξακολουθούν να καθηλώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας: πολύπλοκο και ασταθές φορολογικό περιβάλλον, ασάφεια και ελλείψεις στο κανονιστικό πλαίσιο για τις επενδύσεις, γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, αδυναμία παραγωγής καινοτομίας.

Σήμερα, η χώρα διαθέτει μια πίστωση χρόνου για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα και να κάνει το επόμενο βήμα.

Ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για την αγορά, τη χρονιά που έρχεται, αποτελεί η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα, με δραστικές λύσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Εάν δεν απομακρυνθούν οι αβεβαιότητες από τους ισολογισμούς των τραπεζών, θα είναι δύσκολο να βρεθούν νέοι επενδυτές που θα τις ενδυναμώσουν κεφαλαιακά για άλλη μια φορά.

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, για οχήματα ειδικού σκοπού για τη διαχείριση των Μ.Ε.Α.

Η απαλλαγή των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα τους επιτρέψει να προσελκύσουν κεφάλαια, να εστιάσουν στην πιστωτική επέκταση και στην κερδοφορία τους.

Επιπλέον, οι επιχειρήσεις προσβλέπουν στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος, για ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, για την αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης, για την αναβάθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά τις επενδύσεις, για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, για την αναβάθμιση της Παιδείας και την ενίσχυση της Έρευνας και Καινοτομίας, είναι απαραίτητη, με σκοπό να βελτιωθεί το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον και ταυτόχρονα να δοθεί ένα θετικό μήνυμα, το οποίο θα επιταχύνει την επιστροφή της Ελλάδας, των τραπεζών και των επιχειρήσεών της στις διεθνείς αγορές.

Το 2019 θα είναι χρονιά εκλογών. Πρέπει όμως να είναι και η χρονιά, που θα κάνουμε αποφασιστικά βήματα μπροστά για την οικονομία, με δράσεις σε όλα τα παραπάνω μέτωπα.

Ας μην αφήσουμε, λοιπόν, το κλίμα πολιτικής όξυνσης να υπονομεύσει αυτή την προσπάθεια. Αυτό που ζητά ο επιχειρηματικός κόσμος από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, είναι να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να επεξεργαστούν δημιουργικές προτάσεις και πολιτικές, για την οριστική υπέρβαση της κρίσης.

Τώρα είναι η ώρα να αφήσουμε στην άκρη το διχασμό και να ξεκινήσουμε τη δουλειά.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.