Αν παρακολουθούσε ένας ξένος επισκέπτης τα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια τις μέρες πριν την συνάντηση Τραμπ – Μητσοτάκη και ειδικά το «κρεσέντο» «αγωνίας» τις στιγμές πριν αυτή πραγματοποιηθεί, θα νόμιζε πως βρισκόταν μπροστά σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας των τελευταίων δεκαετιών. Σίγουρα, αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η εξέλιξή της σε φιάσκο για την ελληνική κυβέρνηση ήταν τόσο ηχηρή και «ανάγλυφη».
Αλλά αυτό δεν συνέβη μόνο μπροστά στις κάμερες, όπου ο Αμερικανός πρόεδρος και οι δημοσιογράφοι σχεδόν «ξέχασαν» την παρουσία του Κ. Μητσοτάκη και συζήταγαν αποκλειστικά για την κρίση με το Ιράν, αλλά και κατά τη συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών, παρά τις προσπάθειες του Μαξίμου να μετατρέψει το φιάσκο σε «θρίαμβο». Κλείνοντας τα μάτια ακόμη και στον ελέφαντα στο σαλόνι: Ότι, τελικά, ούτε καν η καθιερωμένη κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών, μετά τη συνάντηση, δεν έγινε, ούτε μια επίσημη δήλωση για την αποτίμηση.
Για μια πρώτη αποτίμηση όσων συνέβησαν στην Ουάσιγκτον απευθυνθήκαμε στον ομότιμο καθηγητή Μεσανατολικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αλέξανδρο Κούτση, και στον αναπληρωτή καθηγητή και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Σωτήρη Ρούσσο.
Κοινός τόπος και των δύο ειδικών είναι η διαπίστωση, ότι τη συγκεκριμένη γεωπολιτική συγκυρία, η Τουρκία είναι πιο σημαντική για τις ΗΠΑ από την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο κ. Κούτσης, στο ερώτημα εάν η Αμερική, αυτή τη στιγμή, θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, απαντά σαφέστατα: «Όχι».
«Η Αμερική δεν θα εγκαταλείψει την Τουρκία» συνεχίζει ο καθηγητής. «Η Τουρκία έχει ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για την Αμερική και δεν θα θελήσει να σπρώξει περισσότερο την Τουρκία στις αγκάλες του Πούτιν. Είναι πιο σημαντική από μας για τους Αμερικανούς. Είναι μια χώρα 90 εκατομμυρίων ανθρώπων, κατέχει μια περιοχή που συνδέει και ελέγχει τρεις ηπείρους, είναι δίπλα το Ιράν».
Αλλά και η Ελλάδα βρίσκεται σε στρατηγική γεωγραφική θέση και προσφέρει το έδαφός της για βάσεις με μεγάλη σημασία για τους Αμερικανούς, όπως της Σούδας. «Άλλο αυτό» σημειώνει ο κ. Κούτσης. Διότι «αν χρειαστεί (σσ. η Αμερική) να πατήσει στρατιωτική μπότα κάπου, η Τουρκία μπορεί να το κάνει. Εμείς όχι. Να θυμηθούμε και τι έλεγε ο Τσόρτσιλ: Στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν φίλοι. υπάρχουν συμφέροντα».
Αντίστοιχα ο Σ. Ρούσσος εξηγεί, ότι η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τραμπ «ήρθε σε μια πολύ δύσκολη, αν θέλετε και ατυχή, στιγμή, λόγω της δολοφονίας Σουλεϊμανί». «Και αυτό γιατί όταν ανεβαίνει η ένταση με το Ιράν, η Αμερική και ο Τραμπ έχουν πολύ στενά περιθώρια να “κακοκαρδίσουν”, ας το πούμε έτσι, την Τουρκία. Γιατί η Τουρκία είναι ένας πολύ βασικός παίκτης στη Μέση Ανατολή, χωρίς τη συνεργασία και την ανοχή του οποίου δεν μπορεί να ευοδωθεί μια πολιτική πίεσης απέναντι στο Ιράν. Για διάφορους λόγους, που έχουν να κάνουν με το μέγεθος της χώρας, με τη θέση της κλπ. Άρα λοιπόν από αυτή την πλευρά ήταν ατυχία που συνέπεσε η επίσκεψη αυτή με την επιχείρηση των Αμερικανών (σσ. στην Βαγδάτη, με τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού)».
«Το δεύτερο στοιχείο», συνεχίζει ο Σ. Ρούσσος, «είναι ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να κάνουν μια δήλωση υπέρ των ελληνικών θεμάτων ανοιχτά, είτε σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, είτε σε ό,τι αφορά τις οικονομικές ζώνες ή τη συμφωνία της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης. Ακριβώς γιατί δεν θέλει να δημιουργήσει πρόβλημα με την Τουρκία σε αυτό το κρίσιμο σημείο».
Μεγάλες προσδοκίες
Ο καθηγητής θεωρεί ότι υπήρχε ένας «πληθωρισμός προσδοκιών» από αυτό το ταξίδι. «Θα έπρεπε να ήμασταν περισσότερο επιφυλακτικοί ως προς τα αποτελέσματα του ταξιδιού αυτού, με την έννοια ότι, πιθανόν, και τα κυβερνητικά στελέχη να είχαν μεγαλύτερες προσδοκίες λόγω της υπογραφής του East Med και θεωρούσαν ότι πάνε πλησίστιοι να έχουμε μια πάρα πολύ καλή και ευχάριστη συζήτηση με τον πρόεδρο Τραμπ. Που μπορεί να και να υπήρχε, αλλά δεν μπορούμε να το ξέρουμε αφού δεν μας μίλησαν για το περιεχόμενό της δημόσια».
Αυτός λοιπόν ο «πληθωρισμός προσδοκιών» δημιουργήθηκε κυρίως μέσα από τα ΜΜΕ και ιδίως την τηλεόραση», όπου «ζυμώθηκε» η αίσθηση ότι «θα βγει ο Τραμπ και θα “κατακεραυνώσει” την Τουρκία ή θα κάνει μια δήλωση υποστηρικτική της Ελλάδας». Αυτό, συμπληρώνει, θα μπορούσε να συμβεί υπό «κανονικές συνθήκες». «Ισως. Αλλά υπό συνθήκες έντασης στην Μέση Ανατολή τέτοιου τύπου που έχουμε αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσε να συμβεί».
«Το τρίτο στοιχείο» συνεχίζει ο Σ. Ρούσσος, «είναι ότι οι μεγάλες δυνάμεις, όταν πηγαίνεις σε αυτές, σε ρωτάνε τι έχεις να τους προσφέρεις. Είναι χαρακτηριστικό των ηγεμόνων. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν έχει πολλά πράγματα να προσφέρει στους Αμερικανούς. Δεν μπορεί να τους προσφέρει κάποια σημαντική βοήθεια στο θέμα που τους καίει αυτή τη στιγμή και που είναι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Έχουμε τελειώσει με τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τους Αμερικανούς και η νέα “αγορά του αιώνα”, όπως τη λέω εγώ, με τα F-35, δεν είναι ακόμη σίγουρη – και το ξέρουν αυτό οι Αμερικανοί – γιατί εξαρτάται πάρα πολύ από τα δημοσιονομικά περιθώρια που έχει η χώρα μας. Δεν είμαστε σε μια φάση που δανείζεσαι όσο θέλεις και το ρίχνεις στα αεροπλάνα, όπως ήμασταν στις προηγούμενες αγορές του αιώνα. Άρα λοιπόν θα είναι δύσκολο να αγοράσουμε».
«Συνεπώς», διαπιστώνει ο καθηγητής, «δεν είχαμε και πολλά να προσφέρουμε στον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος είναι ένας φύσει έμπορος. Δεν υπήρχε κανένας λόγος, λοιπόν, να δώσει ιδιαίτερη σημασία σε μια επίσκεψη η οποία δεν είχε να του προσφέρει τίποτα περισσότερο από αυτά που έχει ήδη».
Αλλά αυτά που έχει ήδη από την Ελλάδα είναι πολλά. Ο Σ. Ρούσσος σημειώνει μεν ότι «πάντοτε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Ελλάδα είχε ακολουθήσει τις πολιτικές των ΗΠΑ, όμως το πρόβλημα είναι ότι ο Τραμπ «δεν έχει τη λογική του “είμαστε σύμμαχοι για πάντα”, αλλά είναι περισσότερο των εμπορικών συναλλαγών. Έχουμε συναλλαγές; Μπορούμε να μιλήσουμε. Δεν έχουμε συναλλαγές; Δεν μπορούμε να μιλήσουμε».
Με λίγα λόγια, ούτε η κυβερνητική «ευφορία» για τον East Med μπορεί να λειτουργήσει ως διπλωματικό όπλο δεδομένων των όσων συμβαίνουν με το Ιράν. Διότι, όπως το έθεσε ο Σ. Ρούσσος, «με το Ιράν έχουμε πραγματικούς πυραύλους. Με τον East Med έχουμε έναν υποτιθέμενο αγωγό».