Συντάκτης: Μαρία Δήμα
Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας συζητείται αύριο η αίτηση αναστολής της ποινής 10ετούς κάθειρξης που έχει επιβληθεί στην 53χρονη καθαρίστρια από τον Βόλο.
Ο εγκλεισμός της γυναίκας στη φυλακή, με βάση τις διατάξεις του «γερασμένου» νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, δεν έφερε στην επιφάνεια μόνο τη βαθιά ανθρώπινη ιστορία της κατηγορουμένης, η οποία… αμάρτησε για να ζήσει την οικογένειά της δουλεύοντας σκληρά στην καθαριότητα, αλλά επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο και την ανάγκη θεραπείας του νόμου που εφαρμόζεται απαράλλακτος 68 ολόκληρα χρόνια.
Εγκριτοι νομικοί κατά καιρούς έχουν εκφράσει τη διαφωνία τους για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου αλλά και ο Αρειος Πάγος -που θα κληθεί να απαντήσει εξετάζοντας την αίτηση αναίρεσης της 53χρονης- έχει εκδώσει στο παρελθόν αντικρουόμενες αποφάσεις.
Τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής (υπό τον επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικ. Παντελή και τους ποινικολόγους Χριστ. Αργυρόπουλο και Θεοδ. Μαντά), που μελετούν τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, έχουν εισηγηθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης αλλαγές και στον νόμο περί καταχραστών του Δημοσίου, όπως τα εγκλήματα κατά του Δημοσίου να ενσωματωθούν στις βασικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και να αποτελούν επιβαρυντική περίσταση (επαύξησης της ποινής, όχι όμως μέχρι ισόβια) σε αδικήματα όπως είναι η απιστία, η υπεξαίρεση, η απάτη κ.λπ. Προτείνουν η ανώτατη ποινή για οικονομικά αδικήματα (όχι κατά του Δημοσίου) να φτάνει τα 15 χρόνια.
Οι ποινές μέχρι 3 χρόνια να αναστέλλονται υποχρεωτικά και από 3 έως 5 χρόνια να δίνεται προτεραιότητα στη μετατροπή τους σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Ο Βασίλης Χειρδάρης
Ο γνωστός ποινικολόγος Βασίλης Χειρδάρης, μιλώντας στην «Εφ.Συν.», σημειώνει ότι η εφαρμογή του επίμαχου νόμου παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και προκαλεί σοβαρό ρήγμα στο κράτος δικαίου.
«Είναι γεγονός ότι ο νόμος 1608/50 είναι ένας αναχρονιστικός νόμος, που ψηφίστηκε σε μια διαφορετική εποχή για να εξυπηρετήσει διαφορετικές ανάγκες και μεγαλύτερη προστασία της περιουσίας του Δημοσίου. Από τότε τα πράγματα έχουν αλλάξει και το Δημόσιο δεν χρειάζεται υπερπροστασία για την υπεράσπιση των συμφερόντων και της περιουσίας του, δεδομένου ότι διαθέτει μηχανισμούς μεγαλύτερους, ισχυρότερους και πιο αποτελεσματικούς από οποιονδήποτε πολίτη ή εταιρεία.
»Ο νόμος αυτός δημιουργεί σοβαρές ανισότητες και πολλές αδικίες. Π.χ., εάν κάποιος υπεξαιρέσει από το ταμείο μιας ιδιωτικής εταιρείας ποσό 500.000.000 €, η ποινή που προβλέπεται είναι από πέντε έως δέκα χρόνια κάθειρξη. Εάν όμως υπεξαιρέσει κάποιος 500.000 € από το Δημόσιο, τότε η ποινή είναι ισόβια! Αυτό δημιουργεί μία προκλητική ανισότητα η οποία είναι παντελώς αδικαιολόγητη στους σύγχρονους καιρούς.
»Η ιστορία της καθαρίστριας είναι ένα εμφατικό παράδειγμα προφανούς αδικίας. Το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή αναμφίβολα κινήθηκε μέσα στα πλαίσια της ισχύουσας νομοθεσίας. Δηλαδή εφάρμοσε μια αναχρονιστική νομοθεσία με έναν αυστηρό τρόπο. Ο ρόλος όμως του δικαστηρίου δεν είναι η τυπική εφαρμογή της νομοθεσίας, αλλά η εξεύρεση τρόπου ώστε να αποκαθίστανται οι προφανείς αδικίες μιας αναχρονιστικής και παράλογης νομοθεσίας. Δυστυχώς στα ελληνικά δικαστήρια δεν επικρατεί πάντα η επιείκεια στις αποφάσεις τους, ούτε η προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα, αλλά πολλές φορές η αυστηρότητα είναι μια τιμωρητική πρακτική.
»Εν προκειμένω η εφαρμογή της αυστηρότητας στην ποινή σε μια αγράμματη γυναίκα που μέσω μιας πλαστογραφίας προσπάθησε να βρει μια χαμηλού επιπέδου δουλειά για να ζήσει η ίδια και η οικογένειά της παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, μια αρχή που είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και αποτελεί βασική συνιστώσα της δίκαιης δίκης. Ουσιαστικά η επιβληθείσα εξοντωτική ποινή δημιούργησε σοβαρό ρήγμα στο κράτος δικαίου, που εμφανίστηκε στην περίπτωση της καθαρίστριας ως εκδικητής και τιμωρός των αδυνάτων.
»Η αυστηρότητα στην ποινή δεν είναι απονομή δικαιοσύνης, αλλά επίδειξη υπερβολής και ισχύος αυτού που την επιβάλλει, παραβιάζοντας κάθε έννοια συνετού μέτρου που προσομοιάζει περισσότερο με δικαστική εκδίκηση παρά με δίκαιη τιμωρία».