Είκοσι πέντε χρόνια μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ συνεχίζει να απασχολεί την εγχώρια πολιτική σκήνη και γίνεται αφορμή ακόμη και για αιτήματα αποπομπής ενός υπουργού -τόσο από την αντιπολίτευση όσο κι από τη συμπολίτευση- επειδή εν τη ρύμη του λόγου του ή απλώς επειδή έτσι πιστεύει αποκάλεσε το βαλκανικό κρατίδιο με τη συνταγματική του ονομασία. Δηλαδή Μακεδονία.
Ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας υπέπεσε πράγματι σε μέγα πολιτικό ολίσθημα, όχι γιατί είναι κακό να αποκαλεί κάποιος την ΠΔΓΜ «Μακεδονία», αλλά γιατί πολύ απλά το κυβερνών κόμμα έχει αποδεχθεί και επισήμως χρησιμοποιεί για τη γειτονική χώρα την ονομασία ΠΓΔΜ. Είναι όμως αυτός λόγος για να ζητείται επιτακτικά η παραίτηση του υπουργού;
Θα ‘λεγε κανείς πως η αντίδραση του Πάνου Καμμένου ο οποίος απευθύνεται σε συντηρητικό ακροατήριο είναι εύλογη. Διαφορετικά άλλωστε θα ήταν ΣΥΡΙΖΑ και όχι ΑΝΕΛ. Απορεί κανείς όμως με την αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όχι γιατί η Νέα Δημοκρατία δεν απευθύνεται σε δεξιούς ψηφοφόρους, αλλά γιατί η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη -ο οποίος σημειωτέων στηρίχθηκε ανοικτά από τον στενό πρώην συνεργάτη του Αντώνη Σαμαρά Γιώργο Μουρούτη- θα σηματοδοτούσε δήθεν τη φιλελευθεροποίηση του κόμματος. Ως εκ τούτου θα περίμενε κανείς έντονη κριτική για τα πεπραγμένα Μουζάλα τους τελευταίους μήνες, όχι όμως και επειδή θεωρεί πως η γειτονική χώρα ονομάζεται Μακεδονία.
Κι όμως, η Νέα Δημοκρατία με τη φτωχή ιστορική μνήμη της, ζητά επιτακτικά από χθες την αποπομπή Μουζάλα. Τι της διαφεύγει; Ότι το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ προέκυψε την περίοδο που ο Αντώνης Σαμαράς χρημάτιζε υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο Σαμαράς, ο οποίος τοποθετήθηκε υπουργός Εξωτερικών το 1990, χειρίστηκε την εποχή εκείνη δύο μείζονος εθνικής σημασίας θέματα: το άνοιγμα των συνόρων με την Αλβανία και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με το απότοκό της, το Μακεδονικό. Ο πρώην πρωθυπουργός είναι ουσιαστικά εκείνος που αναγνώρισε την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία» όταν στις 2 Δεκεμβρίου 1991 σε ευρωπαϊκό συμβούλιο που εξέταζε «τις ρυθμίσεις που ισχύουν για την εισαγωγή προϊόντων προέλευσης από τις Δημοκρατίες Βοσνίας Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Μακεδονίας και Σλοβενίας» ουσιαστικά αποδέχθηκε την ονομασία «Μακεδονία». Η απόφαση του συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε παρουσία του Αντώνη Σαμαρά καταγράφηκε ως επίσημο ντοκουμέντο με τον αριθμό 3567/91 και αποτελεί το πρώτο έγγραφο πρακτικής αναγνώρισης της ΠΓΔΜ ως Μακεδονίας.
Δείτε το έγγραφο
Τελικώς, όπως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραδέχθηκε χρόνια μετά, η Σύνοδος Κορυφής που δημιούργησε τετελεσμένα για την Ελλάδα αναφορικά με την ονομασία της ΠΓΔΜ πραγματοποιήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Τότε οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΟΚ -και ο Σαμαράς αναμεσά τους- αναγνώρισαν επίσημα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μητσοτάκη την ημέρα της διαπραγμάτευσης ο Σαμαράς δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά του, ως τη στιγμή που βγήκε η απόφαση της Συνόδου. Μόνο αργότερα, στη Σύνοδο της Λισαβόνας, ο Μητσοτάκης κατάφερε να επιβάλει τον συμβιβαστικό όρο να αποκαλούνται τα Σκόπια FYROM. Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ήταν ξεκάθαρο πως ο Σαμαράς υλοποιούσε μια δική του ατζέντα εξωτερικής πολιτικής. Στις 13 Απριλίου 1992 ο Μητσοτάκης καρατόμησε τον Σαμαρά από το Υπουργείο Εξωτερικών και ανέλαβε ο ίδιος υπουργός.
Η ονομασία ήταν «μπούρδα» και για τον Ν. Γεωργιάδη της ΝΔ
Η μνήμη της Νέας Δημοκρατίας πάντως εμφανίζεται ιδιαίτερα ασθενής όχι μόνο αναφορικά με όσα καταγράφει η ιστορία των Βαλκανίων μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991, αλλά στην πραγματικότητα και με όσα πολύ πιο πρόσφατα έχει αναφέρει για το θέμα των Σκοπίων ο πρώην στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη Νίκος Γεωργιάδης. Αυτά βεβαίως που θα διαβάσετε αποτελούν πταίσμα μπροστά σ’ εκείνα τα οποία καταγγέλλεται ότι διέπραξε ο Γεωργιάδης στη Μολδαβία την περίοδο που ήταν σύμβουλος της εκεί κυβέρνησης και τα οποία αποκάλυψε το Hot Doc στο 93ο τεύχος του, καταγράφονται ωστόσο για να καταδείξουν ότι ορισμένοι ζητούν πιστοποιητικά εθνικών φρονημάτων κατά το δοκούν.
Το 2005 o Νίκος Γεωργιάδης ήταν βουλευτής Κέρκυρας με το τότε κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Την εποχή εκείνη η Ουάσιγκτον δια του υπουργού Εξωτερικών Νίκολας Μπερνς, ασκούσε πιέσεις προκειμένου να επιβάλλει στα Βαλκάνια τις δικές της θέσεις. Σχολιάζοντας τα γεγονότα των ημερών εκείνων και μια δήλωση του Μπερνς ότι «είναι κρίμα η Ελλάδα να κόψει τη δυνατότητα μιας τέτοιας χώρας (σ.σ. ΠΓΔΜ) να προσεγγίσει την Ε.Ε. λόγω μιας εμμονής στην ονομασία», ο Νίκος Γεωργιάδης είχε χαρακτηρίσει το θέμα «μπούρδα» αναφέροντας συγκεκριμένα: «δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εμείς πώς θα λέγεται η διπλανή χώρα όσο και αν δεν μας αρέσει. Κι εμένα με ενοχλεί κατάφορα να λέγεται Μακεδονία, αλλά δεν είναι δυνατόν να έχω την απαίτηση να αποφασίζω εγώ πώς θα λέγεται η διπλανή χώρα. Αντίθετα, χάνουμε τεράστιες δυνατότητες διπλωματικής παρέμβασης και επιρροής λόγω του ότι εμμένουμε σε αυτή, την κατά την άποψή μου, μπούρδα. «Δεν υπάρχει χώρα όλου του κόσμου» συνέχιζε ο Γεωργιάδης «που να μην αναφέρεται στη γειτονική χώρα ως Μακεδονία. Δεν υπάρχει έντυπο διεθνές που να χαρτογραφεί την περιοχή και να μην γράφει Μακεδονία πάνω σε αυτή τη χώρα, είτε αυτό λέγεται Economist ή Financial Times. […] Με εξαίρεση μόνο ορισμένους από εμάς δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που αναφέρεται σε αυτή τη χώρα ως ΠΓΔΜ. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι μέσω της εξωτερικής μας πολιτικής και εμμένοντας στα άρθρα της ενδιάμεσης συμφωνίας του ‘95 και να προσπαθούμε τώρα να πείσουμε ολόκληρο τον κόσμο ότι εμείς έχουμε δίκαιο κι ότι όλοι άλλοι έχουν άδικο ως προς το αν πρέπει ή όχι να λέγεται μια χώρα με το συνταγματικό κατ’ αυτήν όνομά της».
Ο Νίκος Γεωργιάδης απολογήθηκε τότε για τον «άτοπο όρο» όπως χαρακτήρισε τη φράση «μπούρδες» και η υπόθεση σταδιακά λησμονήθηκε. Φαίνεται λοιπόν πως για τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη η εθνική ευαισθησία μπορεί να λειτουργεί α λα καρτ.
Πηγή: koutipandoras.gr